Στη χώρα του φουξορόζ, την Φουξοροζάρια, κάποια Ροζευή σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο στο Ροζουλοκομείο «Ο Άγιος Ρόζος», γεννήθηκε ένα μικρό κορίτσι. Σε αυτή τη χώρα όλα τα μωρά γεννιόντουσαν στο σκοτάδι διότι το φως ξεθώριαζε το υπέροχο φουξορόζ χρώμα που έτρεμε ακόμα και κυλούσε πάνω στο ευαίσθητο δέρμα τους.
Όταν, μετά από δέκα μέρες, το φουξορόζ δέρμα γυάλιζε κι
έλαμπε, οι γονείς έπαιρναν τα αστραφτερά χρωματιστά μωρά τους στο σπίτι όπου
στήνονταν μεγάλες γιορτές που συνήθως διαρκούσαν επτά μέρες και επτά νύχτες.
Η γέννηση ενός παιδιού στην Φουξοροζάρια ήταν μεγάλο
γεγονός αφού κάθε ζευγάρι είχε δικαίωμα να αποκτήσει μόνο ένα παιδί. Βάσει
νόμου! Αν κάποιο ζευγάρι δεν υπάκουε στον ένα νόμο, η τιμωρία ήταν σκληρή:
εξοριζόταν στη διπλανή χώρα του μαύρου και άραχνου, την Μαυρονία.
Στη Μαυρονία χρησιμοποιούσαν τους εξόριστους Φουξοροζίτες
για λαμπατέρ. Ζωή κι αυτή! Να στέκεσαι ολημερίς και ολονυχτίς μές τα μαύρα
σκοτάδια σφίγγοντας την κοιλιά σου για να βγάζεις ροζ φως… Δύσκολη αποστολή!
Έτσι, όλα τα ζευγάρια συμμορφώνονταν στον ένα νόμο και γεννούσαν μόνο
ένα παιδί που το υποδέχονταν με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση. Κανένας δεν ρωτούσε
γιατί επιβλήθηκε αυτός ο νόμος, κανένας δεν έψαξε την απαρχή του. Είχαν ξεχάσει
προ πολλού πώς είναι να αναρωτιέσαι.
Δέκα μέρες πέρασαν από τη γέννηση του μικρού κοριτσιού. Όταν οι γονείς
του πήγαν στο ροζουλοκομείο να παραλάβουν το παιδί τους, αντίκρυσαν παγωμένους
φουξοροζάνθρωπους να τους κοιτούν μαγκωμένοι: τις νοσοκόμες, τους γιατρούς, τις
τηλεφωνήτριες στην υποδοχή. Αντάλλαξαν ματιές αγωνίας καθώς κατάλαβαν ότι κάτι
κακό είχε συμβεί!
Ένας γιατρός τους πλησίασε «Ας περάσουμε στο γραφείο. Πρέπει
να μιλήσουμε». Προχώρησαν με ξυλιασμένα βήματα νιώθοντας το πάτωμα να μπαίνει
μέσα στα παπούτσια τους λες και περπατούσαν πάνω σε καρφιά.
Στο γραφείο πια, ο γιατρός τους
τρυπούσε με τη ματιά του: Το παιδί που γέννησαν είχε τεράστια γενετική
ανωμαλία. Το παιδί ήταν γκρίζο! Γεννήθηκε ένα γκρίζο κορίτσι στη Φουξοροζάρια! Καταστροφή
και όλεθρος!
Οι γονείς του κοριτσιού κράτησαν τις ανάσες τους όταν άκουσαν το κλακ
του πόμολου και ένιωσαν την παρουσία των αξιωματικών Φουξοτάξης &
Ροζοχαράς.
Οι αξιωματικοί στάθηκαν μπροστά στο γραφείο του γιατρού
ίσιοι και αυστηροί. Το φως του δέρματός τους είχε κίτρινες και πορτοκαλί
ανταύγειες αποτέλεσμα χρόνιων επεμβάσεων και φαρμακευτικών αγωγών για να
ενσωματωθούν στα όργανα Φουξοτάξης & Ροζοχαράς.
«Λοιπόν κύριε Ροζίτη; Τι συνέβη εδώ;» μούγκρισε ο πιο
ψηλός «παραβήκατε τον νόμο. Τον ένα νόμο».
Ο πατέρας του γκρίζου κοριτσιού μαζεύτηκε, προσπαθώντας να δίνει
μικρότερο στόχο «Δεν το ξέραμε, δεν το ξέραμε» ψέλλισε «δεν το φανταστήκαμε».
«Ο νόμος είναι σαφής κύριε Ροζίτη. Ο νόμος είναι ένας. Ο
πληθυσμός δικαιούται ένα παιδί. ΈΝΑ! Χάσατε το πρώτο σας παιδί κύριε Ροζίτη και
το κρύψατε από τα όργανα. Δεν είχατε δικαίωμα να προσπαθήσετε ξανά».
«Μα, μα δεν ξέραμε ότι υπήρχε κίνδυνος να γεννηθεί γκρίζο παιδί! Δεν
μας το είπε κανείς…»
«Ο ρόλος σας είναι να υπακούτε κύριε Ροζίτη. Να υπακούτε! Η
Φουξοροζάρια και τα όργανα της Φουξοτάξης & Ροζοχαράς δεν είχαν καμιά
υποχρέωση να σας ενημερώσουν! Οι νόμοι υπάρχουν για να τους υπακούτε! Οι
άριστοι πολίτες πρέπει να υπακούν χωρίς να αναρωτιούνται! Αλίμονο αν σας δίναμε
το περιθώριο να αναρωτιέστε!»
Ο πατέρας του γκρίζου κοριτσιού έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε κλεφτά τη
γυναίκα του που ανάσαινε κλεφτά. Το βλέμμα της είχε χαθεί στον πίνακα που
απεικόνιζε μια ροζ ανατολή πίσω από την πλάτη του γιατρού.
Περίμενε τα επόμενα βέβαια λόγια του αξιωματικού «Πρέπει
να μας ακολουθήσετε. Κύριέ μου, Κυρία μου…» έκανε ο αξιωματικός νεύμα να
σηκωθούν και με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού χαιρέτησε το γιατρό.
Η γυναίκα σκέφτηκε ότι ήταν ανώφελο
να ρωτήσει τι θα απογίνει το παιδί, σηκώθηκε με κόπο και χωρίς να κοιτάξει πίσω
της βγήκε από το γραφείο.
Την επόμενη μέρα το ζευγάρι φώτιζε τη χώρα των Μαύρων και
το γκρίζο κορίτσι αφού σβήστηκε από τα κατάστιχα του Ροζουλοκομείου, φορτώθηκε
σ’ ένα παρδαλό αυτοκίνητο προς το Γκρίδρυμα. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Ένας
Νόμος είχε τηρηθεί για άλλη μια φορά.
Το Γκρίδρυμα ήταν ένα μεγάλο κτίριο που περιβαλλόταν από
έναν πανύψηλο τοίχο γεμάτο σύρματα και σπασμένα γυαλιά. Εκεί μαντρώνονταν τα
γκρίζα παιδιά, τα γκριπαίδια όπως τα αποκαλούσαν, αυτά που είχαν γεννηθεί «κατά
λάθος» από γονείς που είχαν αψηφήσει ή παρερμηνεύσει τον Ένα Νόμο.
Τα γκριπαίδια μεγάλωναν χωρίς να ξέρουν ότι έξω από τον
μεγάλο τοίχο υπήρχε μια μεγάλη χώρα και παραδίπλα μια άλλη και μια άλλη και μια
άλλη.
Ονόματα δεν είχαν. Ούτε καν νούμερα. Τους έδιναν έναν
κωδικό που αντιστοιχούσε στην πτέρυγα του Γκριδρύματος στην οποία ζούσαν. GR1A, GR1B, GR3854C και πάει λέγοντας. Τα γκριπαίδια όταν άκουγαν τον κωδικό τους γυρνούσαν
όλα μαζί και υπάκουαν ομαδικά στις εντολές.
Η λέξη «όχι» ήταν απαγορευμένη. Το ίδιο και η λέξη «δεν»
και η λέξη «εγώ» και η λέξη «θέλω». Τα γκριπαίδια μιλούσαν μια γλώσσα που είχε
μόνο «ναι» και «εμείς». Απομονωμένα από τον έξω κόσμο, χωρίς όνομα ή ταυτότητα,
αναπτύσσονταν στο τσαμπί τους ομοιόμορφα σα να ήταν σταφύλια ή ντοματάκια
τσέρυ, έλεγαν πάντα «ναι» και «μάλιστα κύριε» και μόλις έκλειναν τα δώδεκα και
ήταν αρκετά δυνατά για να δουλέψουν, μεταφέρονταν στο γκρικτίριο δίπλα στο
Ροζυχείο.
Στο Ροζυχείο οι μέρες
ξεκινούσαν αξημέρωτα κάτω από κίτρινα ασθενικά φώτα. Τα γκριπαίδια με τη
συνοδεία Φυλάκων της Φουξοτάξης & Ροζοχαράς, ντυμένα με τις πλαστικές
λαχανί στολές που ανακλούσαν το φως ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι, έμπαιναν
στα λαγούμια για να βγουν αργά το απόγευμα.
Η δουλειά ήταν σκληρή και πολλές ήταν οι φορές που κάποιο
γκριπαίδι έπεφτε και δεν ξανασηκωνόταν. Από το ξημέρωμα μέχρι αργά το βράδυ
έσκαβαν και στοίβαζαν το Ροζάνιο, το απαραίτητο στοιχείο για την επιβίωση των
κατοίκων της χώρας. Ένα απολύτως τοξικό ορυκτό για όλους τους ανθρώπους με το
λαμπερό δέρμα αλλά παράλληλα αναγκαίο για τη διατήρηση του υπέροχου χρώματός
τους.
Οι Ροζάνθρωποι γνώριζαν ότι αν άγγιζαν το ορυκτό στην
ακατέργαστη μορφή του σταδιακά θα μεταλλάσσονταν σε Μαυρανθρώπους και θα έπρεπε να εξοριστούν από
την Φουξοροζάρια. Έτσι, χρησιμοποιούσαν τα γκριπαίδια για την εξόρυξή του στο
Ροζυχείο.
Το ακατέργαστο υλικό μεταφέρονταν
υπογείως με βαγονέτα στο ΕΕΡ όπου μετά από επεξεργασία γίνονταν μικρά φουξορόζ
χάπια που γέμιζαν τα ράφια των ροζφακείων και καταναλώνονταν σε τεράστιες
ποσότητες από τους κατοίκους της χώρας.
Οι μέρες και οι νύχτες εναλλάσσονταν.
Μέρα, νύχτα, μέρα, νύχτα. Ξύπνημα, πλύσιμο, ντύσιμο, στοίχιση, περπάτημα,
δουλειά, ναι, αμέσως, βεβαίως, μάλιστα, φαγητό, δουλειά, ναι, ναι, ναι,
κουδούνι, περπάτημα, φαγητό, ύπνος. Ναι. Ναι. Ναι.
Μην αναρωτιέσαι αν τα γκριπαίδια ήταν χαρούμενα. Ήταν σχεδόν
ευτυχισμένα. Δεν ήξεραν να είναι δυστυχισμένα. Δεν ήξεραν να είναι λυπημένα.
Ήξεραν να είναι γκριπαίδια: ατυχήματα, παρεκτροπές, η νότα που κατάστρεφε τον
τέλειο κόσμο των φουξορόζ ανθρώπων που δεν τον ήξεραν, άρα δεν υπήρχε.
Το γκριπαίδι που γεννήθηκε από τον κύριο και την κυρία
Ροζίτη άκουγε στο όνομα GR8457D. Στα δεκατέσσερά του είχε ένα βαθύ
γκρίζο χρώμα, γκρίζα μάτια και γκρίζα καρδιά. Ξυπνούσε το πρωί, περπατούσε,
έσκαβε, έτρωγε, ξαναέσκαβε, περπατούσε και κοιμόταν, χωρίς να αναρωτιέται,
χωρίς να απορεί. Ήταν ένα τυπικό γκριπαίδι.
Ένα πρωινό, μεσημέρι ή απόγευμα δεν έχει σημασία, σκάβοντας μέσα στο
Ροζυχείο, βρήκε ένα μικρό κουτί, ένα τόσο δα κουτί που στραφτάλιζε με ένα
παράξενο πορτοκαλοκίτρινο χρώμα που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί. Σε μια μικρή
μετέωρη στιγμή η GR8457D, έκρυψε το κουτί
κάτω από την πράσινη λαχανί φόρμα και συνέχισε να σκάβει. Δεν ξέρουμε ακόμα τι
ήταν αυτό που την έκανε να μην δώσει το κουτί στον ομαδάρχη και να συνεχίσει τη
δουλειά της. Ίσως το χρώμα, ίσως το σχήμα του, ίσως η παράξενη λέξη που έβλεπε
πάνω του. «Όχι». Τι σήμαινε «όχι» άραγε;
Το βράδυ, κάτω από την γκρίζα κουβέρτα της προσπάθησε να ανοίξει το
κουτί. Στην αριστερή γωνία του είχε ένα μικρό εξόγκωμα που όταν το πάτησε έκανε
κλακ. Το κουτί περιείχε ένα μικρό βιβλίο, με μια σημείωση στην πρώτη του
σελίδα. «Σε σένα, που θα αλλάξεις τον κόσμο».
Το μικρό κορίτσι άρχισε να διαβάζει
με κόπο καθώς το μόνο φως στον κοιτώνα ήταν ένα ασθενικό γκρίζο φως που έβγαινε
από το ταβάνι. Μπροστά της έκαναν παρέλαση, ταόχι, τα ίσως, τα εγώ, τα πιθανόν, τα αλλά. Πόσα αλλάείχε τούτο το βιβλίο που έμοιαζε να γράφτηκε μόνο
και μόνο για να αποσυνθέσει τον Φουξορόζ κόσμο!
Το κεφάλι του μικρού γκρίζου κοριτσιού θα έσπαγε σε πολλά
πολλά μικρά γκρίζα κομμάτια αν δεν άκουγε το εγερτήριο και τις φωνές των
ομαδαρχών. «Εμείς ξυπνάμε τώρα, εμείς δουλεύουμε, εμείς είμαστε καλά, εμείς
είμαστε παραγωγικοί, εμείς προσφέρουμε, εμείς έχουμε αποτελέσματα, εμείς,
εμείς, εμείς…»
Έκρυψε το κουτί με το μικρό βιβλίο
κάτω από την πράσινη λαχανί στολή νιώθοντας τη μεταλλική επιφάνεια να της
ζεσταίνει παράδοξα το δέρμα. Σηκώθηκε, πλύθηκε γρήγορα, συντάχθηκε και
περπάτησε προς το Ροζυχείο όπως κάθε μέρα.
Στο δρόμο άκουγε τα βήματά της,
κλατς κλατς. Κοίταξε κάτω παραξενεμένη. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Κι όμως άκουγε
το δικό της κλατς κλατς. Ο βηματισμός της διπλανής της έκανε κλατς και κλουτς. Και
το γκριπαίδι πίσω της έκανε κλατς κλουτς χρουτς, σε κάθε βήμα. Σα να έσερνε το πόδι, σαν να ήταν κουρασμένο. Ποτέ πριν δεν είχε ξανακούσει τα
διαφορετικά βήματα των συγκατοίκων της. Πάντα άκουγε ντουπ ντουπ ντουπ και
κοίταζε ευθεία μπροστά. Ευθεία μπροστά, όπως της είχαν μάθει.
Χαμογέλασε μέσα από τα χείλη της και με το κορμί ίσιο,
έριξε μια πλάγια ματιά προς τον ήλιο που έσκαγε πίσω από το Ροζυχείο.
«Εγώ περπατάω διαφορετικά, εσύ περπατάς διαφορετικά,
εμείς περπατάμε όλοι μαζί χωρίς να ξέρουμε γιατί. Εγώ περπατάω διαφορετικά, εσύ
περπατάς διαφορετικά, γιατί περπατάμε όλοι μαζί; Εγώ περπατάω διαφορετικά, εσύ
περπατάς διαφορετικά, ποιος είναι αυτός που μου λέει τι να κάνω;»
Μια καινούρια παράξενη μέρα ξημέρωνε στη Φουξοροζάρια.