ΙΣΤΟΡΙΕΣ και ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ για ΠΑΙΔΙΑ και για ΜΕΓΑΛΟΥΣ / ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ και ΒΙΝΤΕΟ / ΚΕΙΜΕΝΑ και ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ/ Η ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας ξεκίνησε τον 18ο αιώνα όταν αναγνωρίστηκε η παιδική ιδιαιτερότητα με το κίνημα του Διαφωτισμού ( Ρουσσώ - Αιμίλιος )
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ (ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ (ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010
Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ
Υπομνήσεις
1. Η ιδέα για την ιστορία «το σχολείο» είναι παρμένη από το ποίημα του Ζακ Πρεβερ
«σελίδα τετραδίου».
2. Οι στίχοι του τραγουδιού του ποντικού στην εικονογράφηση της ιστορίας «ο
ποντικός – ποιητής» είναι από γνωστό τραγούδι του Δ. Σαββόπουλου.
3. Η εισαγωγή στην ιστορία «ο ρινόκερος» είναι παρμένη από τον τρίτο τόμο του
«χίλιες και μια νύχτες» που μετάφρασε ο Κώστας Τρικογλίδης.
4. Η ιστορία «το ελεφαντάκι» είναι διασκευή του γνωστού παραμυθιού του Ρουντγιαρντ Κίπλιγκ «το παιδί του ελέφαντα».
5. Οι ιστορίες «ο γελαστός Θεός» και «ο ρινόκερος» είναι διασκευή παλιών ιταλικών
μύθων που άκουσα σε διασκευή από το Ντάριο Φο το 1974 στο Παρίσι.
Πληροφοριακά στοιχεία
Το πρώτο βιβλίο εκδόθηκε στις εκδόσεις ΤΕΚΜΗΡΙΟ το 1981
Περιλαμβάνει 23 ιστορίες οι οποίες μεταφερθήκαν
στο 2ο Ραδιόφωνο το 1982 (12 ραδιοφωνικές εκπομπές) και
στην κρατική Τηλεόραση το 1983 (13 τηλεοπτικές εκπομπές).
Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε και ένας δίσκος από την Columbia
πάντα σε μουσική σύνθεση του Δημήτρη Παπαδημητρίου.
Μόνο μερικά αποσπάσματα από την τηλεοπτική εκπομπή (συνολικά 7,5 ώρες) περισώθηκαν και περιλαμβάνονται στο blog αυτό…
Το βιβλίο και ο δίσκος δεν κυκλοφορούν πλέον στην αγορά…..
Ιστορία 1: Ο ζωγράφος - τραγουδιστής
Τον συνάντησα όταν ήμουν παιδί. Είχα περίπου την ηλικία σας. Πήγαινα στο σχολείο. Ήταν πρωί. Με ρωτάνε ποιόν; Μα τον ζωγράφο τραγουδιστή. Ήταν καθισμένος στο πεζοδρόμιο, ακουμπισμένος στον τοίχο μιας παλιάς μονοκατοικίας, ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου.
Είχε μακριά ξανθά μαλλιά κι ένα χλωμό πρόσωπο. Τα μάτια του ήταν γαλανά κι ονειροπόλα και τα ρούχα του πολύχρωμα όπως η ουρά του παγωνιού. Μα το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν το μαύρο καπέλο του. Έμοιαζε μ’ αυτά πού ‘χουν οι μάγισσες. Ήταν ψηλό και μακρουλό, μ’ ένα μεγάλο γείσο που έγερνε προς τα κάτω και μια μεγάλη άσπρη αγκράφα ακριβώς στη βάση του γείσου. Όλος μαζί ήταν σαν ένα μεγάλο πουλί.
Τα’ όνομά του δεν το’ μαθα ποτέ. Τον ονόμασα ζωγράφο-τραγουδιστή, γιατί ζωγράφιζε στο πεζοδρόμιο με κιμωλίες διάφορες ιστορίες κι ύστερα τραγουδούσε με μια παλιά κιθάρα.
Οι περαστικοί του ‘ριχναν λεφτά στην ανοιχτή θήκη της κιθάρας που ‘ταν ακουμπισμένη δίπλα του κι όπου σε μια ταμπελίτσα έγραφε «Για να τελειώσω το ταξίδι μου».
Οι ιστορίες του ήταν πολύχρωμες όπως τα ρούχα του και μαγικές. Και τι δεν έβλεπες μέσα σ’ αυτές. Δάση, πουλιά, πολεμιστές, εσκιμώους, διαστημόπλοια, πυραμίδες...
Έμοιαζε να ‘ ναι στ’ αλήθεια πολυταξιδεμένος.
Έτσι πριν πάω στο σχολείο κάθε πρωί μου άρεσε να περνάω απ’ τον ζωγράφο τραγουδιστή και να ονειρεύομαι μαζί του στις ιστορίες του.
Μια ιστορία κάθε μέρα. Εφτά ιστορίες τη βδομάδα, 365 ιστορίες το χρόνο. Κι αν ήταν δίσεχτος ο χρόνος, 366 ιστορίες.
Δε θυμάμαι να ‘ λειψε μια μέρα. Χειμώνα, καλοκαίρι και φθινόπωρο ζωγράφιζε και τραγουδούσε τις ιστορίες του. Κι η φωνή του ήταν νοσταλγική και γλυκιά.
Το χειμώνα τα πράγματα ήταν κάπως δύσκολα γιατί το κρύο θάμπωνε τα χρώματα και η βροχή πολλές φορές τα ‘ σβηνε κιόλας. Και ο ζωγράφος-τραγουδιστής μας τις ξαναζωγράφιζε και δύο και τρείς φορές τη μέρα.
Το καλοκαίρι όμως, ο ήλιος έκανε τα χρώματα λαμπερά. Τότε ο κόσμος σταματούσε εύκολα και η θήκη της κιθάρας, σχεδόν γέμιζε με νομίσματα που ‘ καναν γκλιγκ-γκλικ καθώς έπεφταν το ‘να πάνω στ’ άλλο.
Μα ένα πρωί δεν τον βρήκα στη θέση του. Ούτε και τα’ άλλο πρωί. Ούτε και κανένα άλλο πρωί από τότε.
Ο ζωγράφος - τραγουδιστής χάθηκε ξαφνικά κι απροειδοποίητα.
Κανείς, δεν έμαθε ποτέ από πού ήρθε.
Κανείς, δεν έμαθε ποτέ που πήγε.
Οι πιο πολλοί λέγανε πως συνέχισε το ταξίδι του. Εμένα, από κείνη τη μέρα, ο δρόμος μου φαινόταν άδειος και σιωπηλός. Έτσι αποφάσισα να γράψω όσες από τις ιστορίες του θυμόμουνα. Μόνο που Δε ξέρω να ζωγραφίζω. Ζήτησα λοιπόν από ένα φίλο να με βοηθήσει φτιάχνοντάς μου έστω κι από μια ζωγραφιά για κάθε ιστορία. Έτσι κι έγινε.
Ελπίζω όταν θα τις διαβάσετε να βρείτε ότι άξιζε τον κόπο. Τις υπόλοιπες ζωγραφιές μπορείτε να τις κάνετε εσείς. Μπορείτε επίσης να διορθώσετε τα λάθη στις δικές μας ζωγραφιές και αν ξεχάσαμε τίποτε να το συμπληρώσετε.
Εγώ μόνο που σας ζητάω είναι αν ποτέ συναντήσετε το ζωγράφο - τραγουδιστή, να του ρίξετε κάτι στη θήκη της κιθάρας του. Το ‘χει ανάγκη για το ταξίδι του.
Έχει μακριά μαλλιά ξανθά μαλλιά κι ένα χλωμό πρόσωπο.
Τα μάτια του είναι γαλανά και τα ρούχα του πολύχρωμα.
Μα το πιο περίεργο απ’ ‘όλα είναι πάντα το μαύρο του καπέλο. Μοιάζει μ’ αυτά που ‘χουν οι μάγισσες.
Κι όλος μαζί είναι σαν ένα μεγάλο ταξιδιάρικο πουλί.
Ιστορία 2: Το πράσινο δέντρο
Ήταν ένας ωραίος κήπος. Γεμάτος πολύχρωμα λουλούδια, μικρά δέντρα, με φρούτα και πράσινο χόρτο σκορπισμένο παντού.
Τα παιδιά χαίρονταν να παίζουν σ’ αυτόν και ο ήλιος τα καμάρωνε και τους έστελνε τις πιο ζεστές του αχτίνες. Ήταν θα μπορούσαμε χωρίς υπερβολή να πούμε ένας ευτυχισμένος κήπος. Τα φυτά αγαπιόντουσαν μεταξύ του. Περνούσαν τις μέρες τους κουβεντιάζοντας χίλια δυο πράγματα, τραγουδούσαν και λέγαν αστείες ιστορίες.
Βέβαια ένας άνθρωπος δεν μπορεί ν’ ακούσει τις κουβέντες των φυτών, όπως άλλωστε και των ζώων. Ο ήλιος όμως; Ο ήλιος ήταν ο μόνος που μπορούσε να δει και ν’ ακούσει την ευτυχία και τη χαρά που βασίλευαν σ’ αυτόν τον κήπο.
Το μικρό πράσινο δεντράκι ήταν πολύ τρυφερό που φύτρωσε σ’ έναν τέτοιο κήπο. Από την πρώτη κι όλας στιγμή όλα το φυτά το αγάπησαν. Του ‘διναν το νερό που χρειαζότανε για να μεγαλώσει, και τα μεγαλύτερα δέντρα τραβούσαν τα κλαδιά τους για ν’ αφήσουν τις αχτίνες του ήλιου να περάσουν. Κι όταν φύσαγε ο άνεμος το προστατεύανε με τα φυλλώματά του. Έτσι το μικρό πράσινο δέντρο μεγάλωνε γρήγορα. Ο κορμός του άρχισε να χοντραίνει και οι ρίζες του ν’ απλώνονται όλο και πιο βαθιά στη γη, όλο και πιο μακριά μέσα στον κήπο.
-Πράσινο δέντρο, του’ λεγαν ευγενικά τα’ άλλα φυτά. Μην απλώνεις άλλο τις ρίζες σου. Δεν αφήνεις καθόλου νερό για μας. Όσο περνάνε οι μέρες πίνεις όλο και περισσότερο, κι εμείς αρχίζουμε και διψάμε.
Μα το πράσινο δέντρο είχε πια μεγαλώσει. Κοίταζε περιφρονητικά το υπόλοιπα φυτά στον κήπο. Μπορούσε επιτέλους να ζήσει και χωρίς τη βοήθειά του. Και η σκέψη αυτή το ‘ κανε ακόμα πιο περήφανο.
Κι όλο ψήλωνε και ψήλωνε και το φύλλωμά του κόνευε να σκεπάσει όλο τον κήπο.
-Πράσινο δέντρο, του ‘ λεγαν παρακαλετικά τ’ άλλα φυτά. Μην απλώνεις άλλο το φύλλωμά σου. Δεν μας αφήνεις καθόλου να λιαστούμε στον ήλιο κι έχουμε τόση ανάγκη από ζέστη και φως.
Μα το πράσινο δέντρο είχε πια μεγαλώσει. Κοίταζε περιφρονητικά τα υπόλοιπα φυτά στον κήπο. Μπορούσε επιτέλους να ζήσει και χωρίς τη βοήθειά τους.
Μ’ αυτό δεν κράτησε πολύ. Με τον καιρό βαρέθηκε τη μοναξιά.
Άρχισε πάλι να νοσταλγεί τις φλυαρίες των παλιών του γειτόνων. Αλλά ο κήπος ήταν άδειος. Με τίποτα δεν μπορούσε να ξαναγεμίσει από φυτά, αφού όλα τα προηγούμενα είχαν πεθάνει. Και το μεγάλο πράσινο δέντρο έγινε μελαγχολικό. Έχασε την όρεξή του για νερό και για ήλιο. Το φύλλωμά του άρχισε να κιτρινίζει και να πέφτει, κι ο κορμός του να μαραζώνει . Έτσι όταν φύσηξε ο δυνατός αέρας δεν είχε τη δύναμη να κρατηθεί όρθιο και ζωντανό.
Οι άνθρωποι ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί μαράθηκε και πέθανε έτσι ξαφνικά. Ο ήλιος όμως; Ο ήλιος που ήταν ο μόνος που είδε όλη την ιστορία απ’ την αρχή; Κρίμα που είναι τόσο μακριά και Δε μπορούμε να τον ρωτήσουμε.
Ιστορία 3: Το ταξίδι
-Τα ‘μαθες; ρώτησε το άλογο τη γάτα. Υπάρχει κάπου στη γη ένα πλάσμα παράξενο. Περπατάει στα δυό του μόνο πόδια. Κόβει τα δέντρα και με το ξύλο τους χτίζει μεγάλα σπίτια. Σκάβει τη γη και φυτεύει περίεργους καρπούς ντομάτες, μαρούλια και λάχανα. Τρώει τα χόρτα βραστά με λεμόνι και λάδι και μιλάει μια απίθανη γλώσσα. Μου τα ‘ πε το χελιδόνι που ταξιδεύει παντού.
-Αλήθεια; λέει η γάτα. Να το πούμε στο σκύλο.
-Ε! Τα ‘μαθες; ρώτησαν το άλογο και η γάτα το σκύλο. Υπάρχει κάπου στη γη ένα πλάσμα που περπατάει στα δυο του μόνο πόδια. Κατασκευάζει από ξύλο τόξα και βέλη. Μ’ αυτά σκοτώνει τ’ άγρια ζώα του δάσους, τα λιοντάρια, τις αρκούδες και τις τίγρεις. Με το δέρμα τους φτιάχνει ρούχα και παπούτσια. Τρώει το κρέας ψητό στη φωτιά και τραγουδάει. Μας το ‘ πε το χελιδόνι που ταξιδεύει παντού.
-Αλήθεια; αλήθεια; λέει ο σκύλος. Να το πούμε και στο βόδι.
-Ε, ε, τα ‘μαθες; ρώτησαν το άλογο, η γάτα το σκύλο. Υπάρχει κάπου στη γη ένα πλάσμα που περπατάει στα δυο του μόνο πόδια. Αλλάζει τη ροή των ποταμών. Κατασκευάζει από δέρμα και ξύλο βάρκες και κουπιά για να ταξιδεύει στις λίμνες και στη θάλασσα . Ψαρεύει τα ψάρια, πολλά-πολλά, με δίχτυα και χορεύει. Χορεύει στη μουσική που παίζει με τύμπανα και σουραύλια. Μας το ‘πε το χελιδόνι που ταξιδεύει παντού.
-Αλήθεια; αλήθεια; αλήθεια; λέει το βόδι. Να το πούμε και στο πρόβατο, και στην αγελάδα, και στο γουρούνι, και στην κατσίκα.
Και το ‘πανε και στο πρόβατο και στην αγελάδα και στο γουρούνι, και στην κατσίκα.
Και μετά αποφάσισαν να ταξιδέψουν όλοι μαζί για να δουν αυτό το παράξενο πλάσμα που κάνει τόσο θαυμάσια πράγματα και η φήμη του έχει ξαπλωθεί σ’ ξαλπώθει σ’ ολόκληρη τη γη.
Ας είναι καλά τα χελιδόνια που ταξιδεύουν παντού. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν. Περνούν λαγκάδια, βουνά, ποτάμια, δάση και θάλασσες, χειμώνες και καλοκαίρια και να. Επιτέλους βλέπουνε από μακριά σ’ ένα μεγάλο κάμπο το χωριά με τα ξύλινα σπίτια και τις καμινάδες να καπνίζουν.
-Ας πάμε πιο κοντά λέει το άλογο. Και πάνε πιο κοντά και βλέπουν τις γυναίκες στα σπίτια να πλένουν τα παιδιά τους για να ‘ναι καθαρά.
-Ας πάμε ακόμα πιο κοντά, λέει η γάτα.
Και πάνε ακόμα πιο κοντά και βλέπουν τις γυναίκες στα σπίτια να πλένουν τα παιδιά τους για να ‘ναι καθαρά.
-Ας πάμε κι άλλο πιο κοντά, λέει το βόδι. Και πάνε κι άλλο κοντά, κι ακόμη πιο κοντά, και πιο κοντά ώσπου φτάσανε στο χωριό.
-Δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν αυτό το πλάσμα να τα κάνει όλα αυτά, λέει ο σκύλος.
-Δεν έχει ούτε τη δύναμη τη δική μας, λέει το βόδι.
-Ούτε τη γρηγοράδα τη δική μας, λέει η γάτα.
-Κι είναι και μια στάλα στο μπόι, λέει το άλογο.
Κι είπανε κι άλλα πολλά γιατί ο άνθρωπος δεν τους γέμιζε στο μάτι, Κι αναρωτιόντουσαν γιατί και πώς ώσπου ο άνθρωπος σέλωσε το άλογο, έκανε φύλακά του το σκύλο, έβαλε τη γάτα να κυνηγάει τους ποντικούς, το βόδι να οργώνει τα χωράφια του την αγελάδα, το πρόβατο, το γουρούνι, και την κατσίκα να του δίνουν το μαλλί, το κρέας και το γάλα τους.
Ιστορία 4: Πώς το ελεφαντάκι απόχτησε μακριά προβοσκίδα
Οι ελέφαντες τα χρόνια τα παλιά δεν είχαν προβοσκίδα. Η ζωή τους χωρίς αυτή περνούσε δύσκολα. Γιατί είχανε ψηλά πόδια κι έπρεπε κάθε τόσο να γονατίζουν για να βοσκήσουν και να πιουν νερό. Κι όπως το σώμα τους ήταν πάντοτε χοντρό και βαρύ, δεν ήταν κι εύκολο να ξανασηκωθούν.
Ένας μεγάλος, λοιπόν, συγγραφέας που αγαπούσε το παιδιά πολύ κι έγραψε πολλές ιστορίες, μου διηγήθηκε μια μέρα πως ένα ελεφαντάκι απόχτησε μεγάλη προβοσκίδα.
Ήταν λέει πολύ περίεργο. Ήθελε να μαθαίνει το κάθε τι όπως παραδείγματος χάρη τι τρώει ο κροκόδειλος.
Μα κανείς δεν του ‘λεγε κι αυτό δε σταματούσε να ρωτάει.
-Τι τρώει ο κροκόδειλος, τι τρώει ο κροκόδειλος... το κορόιδευε ο μεγάλος πρασινοκίτρινος παπαγάλος. Ώσπου μια μέρα το ελεφαντάκι, βρήκε έναν κροκόδειλο. Καθόταν ξαπλωμένος στην ακροποταμιά, ανάμεσα στα καλάμια, με την ουρά του να βρέχεται στο δροσερό νερό του ποταμού, και την άσπρη κοιλιά του να τη βλέπει ο ήλιος.
-Κροκόδειλε, τι τρως; τον ρώτησε.
-Αχα, έκανε ο κροκόδειλος. Για να δω ποιος είν’ αυτός που ενδιαφέρεται να μάθει τι τρώω, ρώτησε και γύρισε το κεφάλι του προς το ελεφαντάκι.
-Εγώ, φώναξε το ελεφαντάκι, εγώ θέλω να μάθω τι τρως. Εγώ θέλω να μάθω τι τρως.
Ο κροκόδειλος το κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Νόστιμο θάναι» σκέφτηκε και μετά χαμογελώντας πονηρά είπε:
-Θα σου πω.Φυσικά και θα σου πω. Έλα όμως λίγο πιο κοντά.
Το περίεργο ελεφαντάκι πλησίασε μα σαν έφτασε πολύ κοντά ο κροκόδειλος το άρπαξε με τα μεγάλα δόντια του απ’ τη μύτη.
-Ελεφαντάκι φύγε! του φώναξαν τα άλλα ζώα της ζούγκλας. Φύγε γρήγορα! Αν μείνεις έστω κι ένα λεπτό ο κροκόδειλος θα σε κάνει κομματάκια.
-Δε μπορώ, βοήθεια!! Τσίριξε φοβισμένο το ελεφαντάκι.
Τότε όλα μαζί τα ζώα τρέξαν κι άρχισαν να τραβούν το ελεφαντάκι μέχρι που ελευθερώθηκε από τα δόντια του κροκόδειλου. Η μύτη όμως του μικρού ελέφαντα μάκρυνε πολύ. Έγινε σωστή προβοσκίδα.
-Δεν πρέπει να ‘ σαι τόσο ανήσυχος. Το μάλωσε η μαμά του η ελεφαντίνα. Σήμερα που όλα τα ζώα της ζούγκλάς τρέξαν να σε βοηθήσου, σώθηκες. Άλλη φορά ίσως να μη σταθείς και τόσο τυχερός.
Τα ζώα όλα ένα γύρω συμφωνούσαν. Μα το ελεφαντάκι έπαιζε με την καινούργια μακριά προβοσκίδα του. Μάζευε χόρτα κι έπινε νερό χωρίς να γονατίζει. Ήταν πολύ ευτυχισμένο, τόσο που ξέχασε κι όλας την περιπέτειά του με τον κροκόδειλο.
_Είδες; είδες; Μόνο οι ανήσυχοι μπορούν να βελτιώνουν τη ζωή του, Αν και πολλές φορές αυυτοό είναι αληθινά επικίνδυνο. Μονολογούσε η καμολοπάρδαλη, καιξ θυμνθυ θυμότανε με νοσταλγία πώς απόχτησε μεγάλο λαιμό. Έ... Αυτή την ισορία θα την πούμε μια άλλη φορά.
Ιστορία 5: Το τραγούδι του Ζωγράφου - Τραγουδιστή
Μέσα στις φλέβες μου κυλάνε οι ήχοι όλου του κόσμου.
Δεν έχω τίποτα άλλο δικό μου από τα τραγούδια μου.
Με τις κιμωλίες και την κιθάρα μου ταξιδεύω παντού στη γη.
Ταξιδεύω, ζωγραφίζω και τραγουδάω.
Τραγουδάω γι’ αυτούς που οργώνουν το χωράφια.
Τραγουδάω γι’ αυτούς που κινούν τα εργοστάσια.
Τραγουδάω γι’ αυτούς που σπουδάζουνε στα σχολεία.
Δεν υπάρχει χώρα που να μην πάτησα το πόδι μου.
Δεν υπάρχει θάλασσα που να μη διέσχισα.
Με τις κιμωλίες και την κιθάρα μου ταξιδεύω παντού στη γη.
Ταξιδεύω, ζωγραφίζω και τραγουδάω.
Τραγουδάω γι’ αυτούς που κατοικούν την Ευρώπη.
Τραγουδάω γι’ αυτούς που κατοικούν την Αμερική.
Τραγουδάω γι’ αυτούς που κατοικούν την Ασία και την Αφρική.
7 φορές έκανα το γύρο του κόσμου.
Πέρασα και ξαναπέρασα από τα ίδια μέρη.
Μα δε βρήκα τίποτα διαφορετικό.
Με τις κιμωλίες και τη κιθάρα μου ταξίδεψα παντού στη γη.
Ταξίδεψα, ζωγράφισε και τραγούδησα,
Τραγούδησα για τους νέους.
Τραγούδησα για τις γυναίκες.
Τραγούδησα για τους γέρους.
Η γη μας είναι σα μια κυψέλη.
Κι οι άνθρωποι κουράζονται σαν τις μέλισσες να τη
γεμίσουν μέλι.
Μα εγώ είμαι ένα αγριομέλισσο.
Με τις κιμωλίες και την κιθάρα μου θα ταξιδέψω στο φεγγάρι.
Θα ταξιδέψω, θα ζωγραφίσω και θα τραγουδήσω.
Θα τραγουδήσω για τα παιδιά που γεννήθηκαν.
Θα τραγουδήσω για το παιδιά που θα γεννηθούν.
Θα τραγουδήσω για όλους αυτούς που θάρθουν
κάποτε να μ’ ανταμώσουν.
Ιστορία 6: Το ποτάμι
Το ποτάμι κύλαγε πάντα χαμογελαστό και παιχνιδιάρικο .Το νερό του διάφανο έτρεχε τραγουδώντας από δω κι από κει, χαρούμενο. Κάθε στιγμή κι άλλο τραγούδι. Κι έτσι κάποτε έφτανε και χυνόταν όλο μαζί στην ατέλειωτη θάλασσα που το’ παιρνε αγκαλιά και το νανούριζε.
Όμως η χαρά είναι μεταδοτική, Και η χαρά του ποταμού γινόταν πηγή χαράς για τους ανθρώπους που μαζεύονταν στις όχθες του να κολυμπήσουν, να κάνουν βαρκάδα, να ψαρέψουν, ή να ξαπλώσουν, να φάνε, να γελάσουν και να τραγουδήσουν.
Μα για τον ποταμό πηγή χαράς ήταν μια μαργαρίτα κάπου στην όχθη. Τόσο μικρή που ανθρώπου μάτι μέχρι τότε δεν την είχε δει παρά μόνον ο ήλιος, γιατί όπως είναι γνωστό , τίποτα δε μένει κρυφό από τον ήλιο.
Η μικρή μαργαρίτα λύγιζε χαριτωμένα το λαιμό της κι έριχνε λοξές ματιές στο ποτάμι που ξετρελαινόταν από τη χαρά του, έριχνε το νερό του κυματάκια-κυματάκια πάνω στις πέτρες, γινόταν λεπτή βροχή από φιλιά και τη δρόσιζε.
Χρόνια πολλά βάσταξε αυτός ο έρωτας ανάμεσα στο ποτάμι και τη μικρή μαργαρίτα.
Κάποιος ζωγράφος τον ζωγράφισε και κάποιος τραγουδιστής τον τραγούδησε.
Όμως ο έρωτας είναι μεταδοτικός και ο έρωτας του ποταμού και της μαργαρίτας μάζευε στις όχθες του τους ερωτευμένους .
Ας πούμε πως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο Στέφανος με τη Σοφία. Ναι, ο Στέφανος αγαπούσε τη Σοφία όσο το ποτάμι τη μικρή μαργαρίτα.
Ήταν χαρούμενος και γλυκός μαζί της και αυτή γελούσε λυγίζοντας ναζιάρικα το λαιμό της όπως ακριβώς κι η μαργαρίτα το δικό της. Μα όποιος είναι ερωτευμένος δε νοιάζεται παρά μόνο για το δικό του έρωτα. Έτσι ο Στέφανος αγνοώντας τον έρωτα του ποταμού έκοψε τη μικρή μαργαρίτα και την πρόσφερε στη Σοφία του.
Τότε ο ποταμός θόλωσε το νερό του κι όλη η χαρά του έγινε ας πούμε θλίψη όμοια μ’ αυτή των ανθρώπων όταν χάνουν αγαπημένα πρόσωπα. Ο καιρός περνούσε, ο ήλιος λυπόταν κι ο ποταμός αμίλητος και μόνος δεν έδινε πια σημασία στις χαρές και στα γέλια αυτών που χόρευαν, που έκαναν βουτιές, βαρκάδα ή που ρέμβαζαν ξαπλωμένοι στην όχθη του.
Μα η θλίψη είναι σαν την καλοκαιριάτικη βροχή. Όσο πιο δυνατή είναι τόσο πιο γρήγορα τελειώνει και το ποτάμι είδε για πρώτη φορά πόσες πολλές κι όμορφες μαργαρίτες υπήρχαν στην όχθη του. Ξανάγινε χαμογελαστό και παιχνιδιάρικο .
Ο καιρός περνούσε, ο ήλιος έστριβε τα μουστάκια του ευχαριστημένος κι οι ερωτευμένοι έκοβαν μαργαρίτες απ’ τις όχθες του ποταμιού. Το ποτάμι ποτέ μα ποτέ από τότε δεν ξαναστενοχωρέθηκε. Καθώς οι μικρές μαργαρίτες λύγιζαν το λαιμό τους και του’ ριχναν λοξές ματιές, το ποτάμι ξετρελαμένο έριχνε το καθαρό νερό του κυματάκια-κυματάκια πάνω στις πέτρες, γινόταν λεπτή βροχή από φιλιά και τις δρόσιζε.
Ιστορία 7: Ταξίδι στο φεγγάρι
Στο φεγγάρι μια μέρα έφτασε ένα διαστημόπλοιο ή πύραυλος ή όπως αλλιώς το λένε. Είχε κόκκινο χρώμα κι ένα μόνο αστροναύτη τον Ιβάν.
Όταν προσγειώθηκε στο έδαφος, ο Ιβάν πήδηξε κάτω φωνάζοντας. «Αυτός ο τόπος είναι δικός μου», και βάλθηκε να καρφώνει γύρω-γύρω στο χώμα πασαλάκια και να περνάει σύρμα από το ένα στο άλλο, Να! Κάπως έτσι!
Όταν τέλειωσε είδε πιο πέρα ένα άλλο διαστημόπλοιο. Ήταν σταχτί κι είχε μόνον έναν αστροναύτη τον Τζόνι.
Κάρφωνε κι αυτός πασαλάκια γύρω-γύρω στο χώμα κι ύστερα περνουσε σύρμα από το ‘να στ’ άλλο.
Να! Κάπως έτσι!!
Όλο μονολογούσε κι έλεγε: «Αυτός ο τόπος είναι δικός μου. Αυτός ο τόπος είναι δικός μου...»
Όταν τέλειωσε, είδε κι αυτός πρώτα το κόκκινο διαστημόπλοιο και μετά τον Ιβάν. Κοιτάχτηκαν χωρίς να πούνε τίποτα. Κανείς τους δεν πίστευε ότι θα’βρισκε κάποιον άλλο στο φεγγάρι.
Λίγη ώρα όμως μετά...
-Πώς σε λένε; ρώτησε ο Ιβάν τον Τζόνι.
-Τζόνι, απάντησε ο Τζόνι.Εσένα;
-Ιβάν, είπε κι ο Ιβάν.
Όσο για μένα, μη ρωτήσετε πού τα ξέρω όλ’ αυτά . Για να ξεκαθαρίζουμε το πράγματα από την αρχή σας έχω κιόλας έτοιμη μιαν απάντηση. Δεν έχω πάει ποτέ στο φεγγάρι. Αλλά το βλέπω τα βράδια απ’ το παράθυρο του σπιτιού μου που λιγοστεύει ή μεγαλώνει. Και πιο συχνά το βλέπω στον ύπνο νου, στα όνειρά μου. Άλλωστε ποιος από σας δεν ονειρεύτηκε ένα ταξίδι στο φεγγάρι;
Αλλά που είχα μείνει;
-Έκανες τόσο μεγάλο ταξίδι μόνος σου Ιβάν, είπε ο Τζόνι.
Ο Ιβάν κούνησε σκεφτικά
το κεφάλι. Για μέρες πολλές έβλεπε τα’ άστρα και τους πλανήτες να λάμπουν, σε χίλια χρώματα και χίλια σχήματα. Κι όλες αυτές τις μέρες δεν είχε κανένα μαζί του να συζητήσει τις εντυπώσεις του. Γιατί είναι όμορφα να ταξιδεύεις στον ουρανό.
-Σκέφτηκα πως αν ταξιδεύαμε μαζί Ιβάν, εννοώ παρέα, το ταξίδι θα’τανε πολύ πιο ωραίο και για τους δυό μας,συνέχισε ο Τζόνι.
-Χμ, έκανε ο Ιβάν.
Χαμογέλασαν κι οι δύο. Ευχαριστημένοι γιατί συμφωνούσαν.
-Θα υπήρχε όμως ένα πρόβλημα Ιβάν, πρόσθεσε ο Τζόνι.Ποιανού θ’αταν το φεγγάρι αν φτάναμε οι δύο μαζί; Ενώ τώρα είναι δικό μου αφού έφτασα πρώτος.
-Κάνεις λάθος Τζόνι, τ’ αποκρίθηκε ο Ιβάν. Εγώ έφτασα πρώτος. Το φεγγάρι είναι δικό μου.
-Όχι δικό μου, θύμωσε ο Τζόνι χτυπώντας το πόδι του πεισματάρικα κάτω. Εγώ έφτασα πρώτος. Εγώ έφτασα πρώτος.
-Ψέματα, Λες ψέματα, φώναξε ο Ιβάν. Λες όπως πάντα ψέματα. Το ξέρεις καλά ότι εγώ έφτασα πρώτος.
Κι άρχισαν έναν καυγά ...Πού να σας τα λέω. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρις εδώ κάτω, στη γη. Έβγαλαν μάλιστα και τις διαστημικές τους στολές κι ήταν έτοιμοι να παλαίψουν αν δεν εμφανιζόταν εκείνο το περίεργο πλάσμα με τις μεγάλες, όπως στα μυρμήγκια, κεραίες και τα τέσσερα πόδια.
Να’ ταν άραγε κάτοικος του φεγγαριού ή κανενός άλλου πλανήτη;
-Έ! Τι μαλώνετε, τους φώναξε αυστηρά. Το φεγγάρι δεν είναι κανενός. Φτάσαν εδώ τόσοι και τόσοι πριν από σας και κανένας δε θέλησε να το κρατήσει για τον εαυτό του.
Κι αλήθεια. Ξαφνικά ο τόπος γέμισε από ένα πλήθος περίεργα πλάσματα. Σ’ όλα τα χρώματα και σ’ όλα τα σχήματα. Μου είναι αδύνατον να σας τα περιγράψω. Έκαναν ένα κύκλο γύρω από τον Τζόνι και τον Ιβάν. Κι ο μέρμηγκας δείχνοντας το πλήθος συνέχισε.
-Το φεγγάρι ανήκει σ’ όλους. Ανήκει σ’ όποιον μπροστά να φτάσει μέχρις εδώ.
Ο Ιβάν κοίταξε έκπληκτος τον Τζόνι. Και ο Τζόνι τον Ιβάν. Ύστερα χωρίς να πούνε τίποτα βάλθηκαν να μαζεύουν τα πασσαλάκια.
Ιστορία 8: Η τενεκεδοχώρα
Του Γιωργάκη του αρέσουν πολύ τα ταξίδια.
Δε σας τόχω πει;
Βέβαια...
Μόλις μπει η άνοιξη ανοίγει το χάρτη του κόσμου και ψάχνει
για χώρες άγνωστες και τόπους μακρινούς.
Για φέτος διάλεξε τη χώρα της λαμαρίνας.
Ποιος είπε πως δεν υπάρχει;
Υπάρχει και παρά-υπάρχει.
Στο κάτω-κάτω παραμύθι είν’ αυτό.
Στα παραμύθια γίνονται πράγματα που... που πώς να το πω...
ό,τι μας περνάει από το μυαλό... ακόμα κι ό,τι δεν μας περ-
νάει από το μυαλό. Κατάλαβες τώρα;
Συνεχίζω λοιπόν.
Για φέτος διάλεξε τη χώρα της λαμαρίνας.
Στη χώρα αυτή όλοι οι άνθρωποι (!!) ... είναι από λαμαρίνα.
Άλλοι έχουν σχήμα ντενεκέ, άλλοι σχήμα βαρελιού.
Άλλοι πάλι μοιάζουν με κατσαρόλες, με ντενεκέδες, μεγάλοι τεντζερέδες.
Μικρές κατσαρόλες, μεγαλύτεροι κουβάδες, τεράστιες βαρέλες.
Όλων των λογιών τα σχήματα και τα μεγέθη.
Ο Γιωργάκης έφτασε με το τραίνο.
Πριν πάει στο ξενοδοχείο αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στην
πόλη. Η εικόνα των λαμαρινο-ανθρώπων που κυκλοφορούσαν
εδώ κι εκεί του ήταν αρκετά διασκεδαστική.
Έκαναν θόρυβο καθώς κατρακυλούσαν στις κατηφόρες και
όταν ανεβοκατέβαιναν τα σκαλιά στις πολυκατοικίες.
Ακόμη κι όταν περπατούσαν στον ίσιο δρόμο.
Πιο πολύ θόρυβο έκαναν οι άδειοι τενεκεδάνθρωποι.
Λιγότερο αυτοί που ήταν μισογεμάτοι.
Κι αυτοί που ήταν ολότελα γεμάτοι ... κι αυτοί έκαναν θόρυβο
που όμως ούτε που ακούγονταν μπροστά στο θόρυβο των άλλων.
Να πάρει η ευχή, σκέφτηκε ο Γιωργάκης.
Κάτι μου θυμίζει αυτή η χώρα.
Εκεί που ζω οι άνθρωποι δεν είναι από λαμαρίνα.
Κι όμως, άλλοι κάνουν πολύ θόρυβο κι άλλοι πάλι καθόλου.
Αυτή η ιστορία τελειώνει κάπου εδώ.
Δεν μαθαίνουμε ποτέ αν ο Γιωργάκης έμεινε περισσότερο στη
λαμαρινοχώρα, γιατί έβρεχε και το νερό έσβησε τα τελευταία
σκίτσα αυτής της ιστορίας του ζωγράφου-τραγουδιστή.
Ιστορία 9: Ο παραμυθάς
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας παραμυθάς. Έλεγε τα ωραιότερα παραμύθια. Τα’ λεγε παντού όπου πήγαινε στα χωριά και στις πόλεις...
Έτσι χάρη στα ωραία παραμύθια του παραμυθά ο κόσμος διασκέδαζε. Κι όταν λέω ο κόσμος εννοώ ο φτωχός κόσμος. Γιατί εκείνη την εποχή ο πιο πολύς κόσμος ήταν φτωχός.
Μετά τη σκληρή δουλειά στα χωράφια και στις βοσκές μαζεύονταν γύρω απ’ τη φωτιά το χειμώνα ή στην αυλή κάτω από το φως του φεγγαριού το καλοκαίρι κι άκουγαν κι έλεγαν τα παραμύθια του παραμυθά.
Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
δωσ’ της κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν’ αρχινήσει.
Εκείνο τον καιρό το φοβερό
οι κουρσάροι βρήκαν θησαυρό
εκείνο τον καιρό ζούσε ένας βασιλιάς
μια νεράϊδα λοιπόν...
... ένα αντριωμένο βασιλόπουλο ... σ’ ένα παλάτι ... στη μαγική πολιτεία... ένας κουρσάρος ... ο δράκος ... οι φτερωτές μπότες... η κακιά μάγισσα... κι ένα σωρό ωραία και θαυμαστά πράγματα.
Η νύχτα γινόταν ένα όνειρο και η φωνή του παραμυθά γλυκιά μουσική.
Οι φτωχοί άνθρωποι ξεχνούσαν τις δύσκολες μέρες και τις σκληρές ώρες, το λίγο ψωμί και την τρύπια στέγη.
Εκείνο τον καιρό οι άνθρωποι που διασκέδαζαν με τα παραμύθια του παραμυθά ήταν οι πιο πολλοί φτωχοί γιατί στη χώρα υπήρχε ένας βασιλιάς.
Εκείνο τον καιρό που όλοι οι άνθρωποι ήταν φτωχοί και διασκέδαζαν με τα παραμύθια του παραμυθά υπήρχε στη χώρα ένας βασιλιάς.
Έφτασε λοιπόν η φήμη του παραμυθά μέχρι τα’ αυτιά του βασιλιά. Κι ο βασιλιάς που τα θέλει όλα δικά του, όπως και κάθε βασιλιάς άλλωστε, έστειλε και φέραν τον παραμυθά στο παλάτι.
Έτσι ο παραμυθάς είδε για πρώτη φορά στη ζωή του αληθινό παλάτι κι αληθινό βασιλιά.
Ο παραμυθάς μόλις πάτησε το πόδι του στο παλάτι άλλαξε τα παραμύθια του.
Του φαίνονταν κουτό να διηγείται ιστορίες για βασιλιάδες σ’ ένα βασιλιά. Έτσι μιλούσε συνεχώς για τους φτωχούς ανθρώπους. Έλεγε πως ζούνε σκληρά και δύσκολα γιατί όλα τα πλούτη τα έχει ο βασιλιάς. Έλεγε για τους μεγάλους φόρους, για τα πολλά παιδιά,για το μισοκατεστραμμένα σπίτια, για τις αρρώστιες, για τη βαριά δουλειά, για τα σχολεία που δεν υπήρχαν.
Και τα παραμύθια του έβγαιναν από το παλάτι και τα μάθαιναν οι φτωχοί άνθρωποι. Κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο θύμωναν ενάντια στο βασιλιά. Κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο αγαπούσαν τον παραμυθά.
Μα ο βασιλιάς ήθελε παραμύθια για βασιλιάδες και νεράϊδες για φαντάσματα, μάγισσες κι άλλα τέτοια. Ήθελε ο κόσμος να ονειρεύεται κι όχι να θυμώνει. Γι ‘ αυτό φώναξε τον παραμυθά και του ‘πε οργισμένος.
-Εγώ σε μάζεψα από τους δρόμους, σε φιλοξενώ στο παλάτι μου και φροντίζω να μη σου λείπει τίποτα. Μα εσύ αχάριστε με τα ψέματα και τα παραμύθια ζητάς να κλέψεις τα πλούτη και το παλάτι μου.
Διέταξε λοιπόν το δήμιο κι αυτός του’ κοψε το κεφάλι. Τότε ο θυμός του λαού φούντωσε, φούσκωσε και ξεχείλισε και σαν ποτάμι ορμητικό παρέσυρε κι έπνιξε το παλάτι και τα πλούτη του βασιλιά.
Κι ο βασιλιάς έμεινε φτωχός και μόνος γιατί ο παραμυθάς του ‘κλεψε με τα παραμύθια του τα πλούτη και το παλάτι του.
Ιστορία 10: Η καρέκλα που όλο φεύγει
Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε; Χρόνιά; Αιώνες; Κανείς δεν θυμάται πια. Κι όμως, υπήρξε μια εποχή που οι μεγάλοι δε δέρναν τα παιδιά τους. Τότε έζησε και η Καρέκλα. Καρέκλες υπήρχαν πολλές αλλά η Καρέκλα ήταν μόνο Μία. Γιατί όποιος καθόταν σ’ αυτήν την καρέκλα μπορούσε να λέει και να απολαμβάνει όλα τ’ αγαθά χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Μόνο που δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είμαι σίγουρος, κανείς δεν είχε καθίσει σ’ αυτήν καρέκλα μέχρι τότε. Όλοι όμως το ‘θελαν, όλοι οι μεγάλοι δηλαδή. Και το ‘θελαν τόσο πολύ! Μόνο που η καρέκλα έφυγε και κρυβόταν. Δεν μπορούσαν να τη βρουν πουθενά . ψάχναν όμως. Από το πρωί , μέχρι το βράδυ όλοι οι μεγάλοι ψάχναν να βρουν την καρέκλα. Κι ο καθένας μόνος του αφού στην καρέκλα δεν μπορούσαν να καθίσουν παραπάνω από ένας μεγάλος. Κι όχι μόνο αυτό. Κάναν κι ένα σωρό δυσάρεστα πράγματα για να εμποδίσουν ο ένας τον άλλον στο ψάξιμο. Μάλιστα κάποιοι έμποροι φτιάξαν ομοιώματα της καρέκλας - ψεύτικες καρέκλες δηλαδή - και τις πουλούσαν στους άλλους. Όλα αυτά μπέρδευαν πολύ στο ψάξιμο της καρέκλας, και διευκόλυναν φυσικά το κρύψιμό της. Τη μέρα κρυβόταν στα υπόγεια και στις αποθήκες και τη νύχτα ταξίδευε προσεχτικά για να μην τη δουν, από κρυψώνα σε κρυψώνα. Ένιωθε μεγάλη ντροπή που ‘ ταν η αιτία που οι άνθρωποι κάναν τόσα κακά ο ένας στον άλλον. Κι όπως ήταν κουραστική η ζωή που ζούσε, πάντα να κρύβεται και να φοβάται μήπως τη δούνε, αποφάσισε να πεθάνει. Αυτό είναι σίγουρα το πιο παράδοξο που έχω ακούσει μέχρι τώρα. Να πεθάνει; Μια καρέκλα! Μα δεν έχει ζωή για να πεθάνει.
Αυτό την έβαλε κι αυτή σε σκέψεις. Δεν εύρισκε τον τρόπο να πραγματοποιήσει την απόφασή της, και σκεπτική καθώς περπατούσε μπήκε σε μια μεγάλη αλάνα όπου παίζαν πλήθος παιδιά. Μόλις την είδαν τρέξαν όλα πάνω της. Τη σπάσαν σε χίλια κομμάτια. Κάναν με τα ξύλα της σπαθά, ασπίδες, τσιλίκι κι ένα σωρό άλλα παιχνίδια.
Η αλήθεια είναι πως την καρέκλα ούτε που την ένοιαζε. Ίσα- ίσα, ευχαριστήθηκε. Και μάλιστα διπλά. Πρώτα γιατί γλίτωσε από τους μεγάλους και μετά γιατί ήταν η μόνη φορά που είδε κάποιους ανθρώπους να γελούν και να παίζουν ευτυχισμένοι εξαιτίας της έστω και για λίγο. Και λέω για λίγο γιατί τα παιδιά δεν πρόφτασαν να χορτάσουν το παιχνίδι τους. Ήρθαν οι μεγάλοι που μόλις είδαν την καρέκλα σπασμένη άρχισαν να τα δέρνουν. Για πρώτη φορά. Ήταν τόσο αγανακτισμένοι που ούτε εξήγησαν στα παιδιά γιατί τουλάχιστον τα δέρνουν.
Η καρέκλα μπορεί να πέθανε. Όμως η επιθυμία να καθίσουν οι μεγάλοι σ’ αυτή δεν πέθανε. Έτσι στο βάθος όλοι λιγότερο ή περισσότερο πιστεύουν ότι κάποια μέρα θα τους δοθεί η ευκαιρία να καθίσουν σε κάποια καρέκλα. Φοβούνται μόνο μήπως οι μικροί τους εμποδίσουν σ’ αυτό όπως και στην ιστορία μας.
Ιστορία 11: Ένας ποντικός ποιητής
Στην ποντικοφωλιά ζούσε ένας σοφός ποντικός.
Ήταν σοφός επειδή διάβαζε κι έγραφε όλη μέρα.
Η αλήθεια είναι ότι οι άλλοι ποντικοί έλεγαν ότι είναι σοφός.
Αυτός όταν τον ρωτούσαν απαντούσε.
-Δεν είμαι σοφός. Είμαι ποιητής.
-Και τι είναι ποιητής, ξαναρωτούσαν οι άλλοι ποντικοί.
-Ποιητής, απαντούσε ο σοφός ποντικός που δεν ήταν σοφός, είναι
αυτός που... πως να το πω; Κάντε μου μια ερώτηση να σας απαντήσω
σαν ποιητής.
-Πού είναι ο γάτος, φώναξαν όλα τα ποντίκια μαζί. Ο ποιητής ανέβηκε στα βιβλία του
κι άρχισε ν’ απαγγέλλει.
Πήγα επάνω για να ψάξω πιο πάνω
γύρισα κάτω για δω παρακάτω
πάνω πιο πάνω
κάτω αποκάτω
πουθενά δεν τον είδα το γάτο
Πήγα πιο κει να κοιτάξω πιο πέρα
ήρθα πιο δω μα δεν ήτανε μέρα
εδώ πέρα μέρα
χάθηκε ο γάτος σα νάτανε σφαίρα
Αχ! αναστέναξε ως ποντικός
κουτός ο γάτος μα ζωηρός
έφυγε πάει εδώ και μια ώρα
και πως θα ζήσουμε χωρίς γάτο τώρα;
Νιαρ - νιαρρρ ακούστηκε, και ο γάτος πήδηξε στη μέση.Φοβήθηκαν οι ποντικοί. Έτρεξαν και κρύφτηκαν στη φωλιά τους. Ο γάτος άρπαξε τον ποιητή και τον έκανε μια χαψιά. Τότε ακούστηκε η φωνή του απ’ την κοιλιά του γάτου να λέει:
Δεν ήθελα να είμαι εγώ σοφός
ήθελα μόνο να ‘μια ποιητής.
Στον κόσμο αυτό το δίκιο δε θα βρεις.
Ιδίως όταν είσαι ποντικός.
Ιστορία 12: Ο ρινόκερος
Έχετε δει ρινόκερο; Αν δεν έχετε δει πριν πούμε την ιστορία μας πρέπει να πούμε τι είναι ρινόκερος.
Να τι λέει ένας Άραβας παραμυθάς.
«........Είδα σ’ εκείνη τη χερσόνησο ένα είδος ζώου που το λένε Ρινόκερο και που βόσκει όπως τ’ άλογα και οι βούβαλοι, στα δικά μας τα μέρη. Μα είναι πελώριο ζώο, πιο μεγάλο κι απ’ τη γκαμήλα, και σαν κι αυτήν τρέφεται με φύλλα και κλαδιά των δέντρων. Είναι παράξενο κι αξιοθαύμαστο δημιούργημα μ’ ένα μεγάλο και σκληρό κέρατο στη μέση του κεφαλιού του, μακρύ δέκα σπιθαμές και παραπάνω, που όταν σπάσει κανείς στη μέση, βρίσκει λένε μέσα μια εικόνα ανθρώπου. Ταξιδιώτες και προσκυνητάδες και έμποροι δηλώνουν πως αυτό το ζώο είναι ικανό να σηκώσει στο κέρατό του έναν ελέφαντα, και να περιφέρεται μ’ αυτόν σ’ όλη τη χερσόνησο και στ’ ακρογιάλια, χωρίς να ενοχλείται από το βάρος, τέτοια δύναμη έχει.......»
Σκεφτείτε λοιπόν τώρα μετά από την περιγραφή αυτή πόσο τα σαρκοφάγα ζώα φοβόντουσαν το ρινόκερο την εποχή που είχαν πόλεμο με τα φυτοφάγα.
Ο ρινόκερος ήταν ο αρχηγός των φυτοφάγων ζώων. Τα σαρκοφάγα εξαιτίας του δεν μπορούσαν να φαν τα φυτοφάγα και γι’ αυτό έψαχναν τρόπους να βγάλουν απ’ τη μέση το ρινόκερο.
Μια μέρα ο ρινόκερος πήρε ένα γράμμα. Το υπόγραφαν οι αρχηγοί των σαρκοφάγων. Το λιοντάρι, η τίγρης και η αλεπού.
« Θέλουμε να κάνουμε ειρήνη» έγραφε μέσα το γράμμα. « Ο πόλεμος είναι πράγμα κακό. Επειδή η αιτία του πολέμου είμαστε εμείς τα σαρκοφάγα σας υποσχόμαστε να μην βάλουμε κρέας ποτέ ξανά στο στόμα μας. Θα τρώμε μόνο φύλλα, χόρτα, φρούτα, κλαδιά, γιαούρτι, μέλι και έντομα όπως και σεις. Σας προσκαλούμε λοιπόν να υπογράψουμε ειρήνη στο Μεγάλο Πράσινο Λιβάδι όταν το φεγγάρι θα είναι ολόκληρο. Μετά θα κάνουμε ένα μεγάλο γλέντι μόνο με τροφές φυτοφάγων, χωρίς κρέας, να γιορτάσουμε όλοι μαζί αδελφωμένοι την ειρήνη....»
Έτσι όταν το φεγγάρι έγινε ολόκληρο μαζεύτηκαν όλα τα φυτοφάγα: γκαμήλες, κατσίκες, πρόβατα, βόδια, άλογα, ιπποπόταμοι, ασβοί κλπ και με το ρινόκερο μπροστά πήγαν στο Μεγάλο Πράσινο Λιβάδι.
Εκεί βρήκαν μαζεμένα όλα τα σαρκοφάγα: σκύλους, γάτες, λεοπαρδάλεις, ύαινες, λύκους, αρκούδες, κλπ. Γύρω απ’ ένα μεγάλο τραπέζι που στη μέση κάθονταν οι αρχηγοί: το λιοντάρι, η τίγρης, και η αλεπού.
Αφού υπέγραψαν ειρήνη, άρχισε το γλέντι. Τραγούδι, μουσική, χορός, κρασί και άφθονο φαγητό. Μα πουθενά, πουθενά δεν υπήρχε ίχνος από κρέας. Μόνο φύλλα, χόρτα, φρούτα, κλαδιά, γιαούρτι, μέλι και έντομα. Ήταν όμως πολύ περίεργο να βλέπεις όλα τα ζώα αδελφωμένα να γλεντούν, να τραγουδούν και να συζητούν.
Προς το πρωί το λιοντάρι, η τίγρης και η αλεπού είπανε στο Ρινόκερο.
-Ρινόκερε, εμείς τα σαρκοφάγα απαρνηθήκαμε το κρέας για την ειρήνη. Εσύ όμως κουβαλάς ακόμα μαζί σου το μεγαλύτερο κέρατο που είναι σύμβολο πολέμου. Σε μια τέτοια στιγμή αδελφοσύνης δεν πρέπει να το φοράς. Πέταξέ το λοιπόν. Η σημερινή μέρα είναι ιερή...
Ο ρινόκερος απονήρευτος όπως ήταν τους πίστεψε.
Έβγαλε το κέρατο του και το πέταξε.
Και τότε, θαρρείς πως αυτό ήταν το σύνθημα, τα σαρκοφάγα χίμηξαν στα φυτοφάγα. Έγινε μακελειό.
Όταν ξημέρωσε το λιβάδι ήτανε κόκκινο από το αίμα των φυτοφάγων που δεν πρόλαβαν να ξεφύγουν.
Από τότε ο ρινόκερος κυκλοφορεί πάντα με το κέρατο στο κεφάλι, και δεν πιστεύει πια σε καμιά υπόσχεση των σαρκοφάγων για ειρήνη με τα φυτοφάγα. Αν περάσει ποτέ ρινόκερος από μπροστά σας είναι σίγουρο πως θα το καταλάβετε. Είναι ένα πολύ παράξενο ζώο στην εμφάνιση για να περάσει απαρατήρητο.
Ιστορία 13: Μια μπλε μέρα
Σήμερα το πρωί ξύπνησα (στις) 8 η ώρα.
Έπρεπε να ‘ μια στη δουλειά μου μα εγώ ήμουν ακόμη στο κρεβάτι μου.
Δεν προλάβαινα να πλύνω ούτε το πρόσωπό μου.
Έβαλα γρήγορα τα ρούχα μου και βγήκα στο δρόμο.
Αλλά τι παράξενο. Όλα ήτανε θλιμμένα μπλε. Τα’ αυτοκίνητα, οι άνθρωποι, το σπίτια, οι δρόμοι, ο ουρανός...
Αγόρασα, για πρωινό, από τον μπλε κουλουρά ένα μπλε κουλούρι. Ύστερα για να πάω στο γραφείο μου πήρα το μπλε λεωφορείο. Έκοψα ένα μπλε εισιτήριο από τον μπλε εισπράκτορα και προχώρησα στον μπλε διάδρομο ανάμεσα στους μπλε συνεπιβάτες μου. Έκατσα σε μια μπλε θέση και χάζευα από το μπλε παράθυρο τη μπλε κίνηση στους μπλε δρόμους.
Ξάφνου κατάλαβα ότι οι μπλε άνθρωποι με κοίταζαν με τα μπλε μάτια τους. Κοιτάχτηκα κι εγώ. Μα το μπλε πουκάμισό του ήταν σωστά κουμπωμένο. Το μπλε φερμουάρ του μπλε παντελονιού μου ολότελα κλεισμένο. Τα μπλε κορδόνια των μπλε παπουτσιών μου με τάξη δεμένα. Δεν είχα πάνω μου κάτι που να προξενεί την περιέργεια. Ήμουν κι εγώ μπλε όπως όλος ο κόσμος.
Έτσι έφτασα στο μπλε γραφείο μου. Ο μπλε προϊστάμενός μου κοίταξε το μπλε ρολόι του θυμωμένος. Μάλλον επειδή άργησα.
Εγώ έσκυψα βιαστικά στα μπλε χαρτιά μου και δούλεψα μέχρι το μεσημέρι.
Μετά γύρισα στο μπλε σπίτι μου αφού έφαγα σ’ ένα μπλε εστιατόριο μπλε γεμιστές πιπεριές. Όπως ήμουν κουρασμένος έπεσα στο μπλε κρεβάτι μου και κοιμήθηκα.
Το απόγευμα όταν ξύπνησα τίποτα δεν ήταν μπλε.
Όλα τα πράγματα ήταν στο χρώμα που είχαν πολλά χρόνια τώρα.
Ήταν χαρούμενα κόκκινα...
Αυτή η ιστορία δε μου συνέβη χθες, τότε που τα πράγματα ήταν θλιμμένα μπλε.
Ούτε καν σήμερα που όλα είναι πράσινα.
Μα είναι σίγουρο πως θα μου συμβεί αύριο όταν τα πράγματα θα γίνουν χαρούμενα κόκκινα.
Ιστορία 14: Πως η καμηλοπάρδαλη απόκτησε μακρύ λαιμό
Σίγουρα ξέρετε τι είναι η καμηλοπάρδαλη.
Μα και βέβαια.
Όλοι έχετε δει.
Έχει τον πιο μακρύ λαιμό απ’ όλα τα ζώα.
Υπάρχει όμως και κάτι που σίγουρα δεν ξέρετε.
Η καμηλοπάρδαλη δεν είχε πάντοτε μακρύ λαιμό.
Τότε έπρεπε ν’ ανεβαίνει στο δέντρα για να τρώει φύλλα και
να γονατίζει για να πίνει νερό.
Πόσο κοπιαστικά ήταν όλα αυτά.
Το καταλαβαίνετε και μόνοι σας πόσο κοπιαστικά ήταν όλα
αυτά.
Υπήρχε όμως και μια μικρή καμηλοπάρδαλη.
Ήταν πολύ λαίμαργη.
Έτρωγε οτιδήποτε.
Μα πιο πολύ απ’ όλα της άρεσε να τρώει τα φύλλα των δέντρων.
Σκαρφάλωνε, λοιπόν, διαρκώς πάνω στα δέντρα και προχωρούσε μέχρι τα πιο ψηλά κλωνάρια.
-Μη, της φώναζε η μαμά της, θα πέσεις.
Θα πέσεις και θα χτυπήσεις.
Μα η μικρή καμηλοπάρδαλη δεν έδινε και πολύ σημασία ώσπου ... ωχ ... είναι φανερό πια... ωχ .... έγινε αυτό που όλοι μαντεύετε.
ΤΟ κλαδί έσπασε και η μικρή καμηλοπάρδαλη έπεσε από το δέντρο.
Ευτυχώς όμως την τελευταία στιγμή πιάστηκε το κεφάλι της σε μια διχάλα του δέντρου.
Ο λαιμός τεντώθηκε σα λάστιχο και το σώμα της έφτασε μαλακά στο έδαφος.
Σηκώθηκε όρθια και ξεσκάλωσε το κεφάλι της απ’ τη διχάλα αλλά ο λαιμός της, αλίμονο, δεν ξαναμάζεψε.
Έμεινε μακρύς.
Μόλις πέρασε η πρώτη τρομάρα όλα τα ζώα που ήταν εκεί γύρω έβαλαν τα γέλια.
Η μικρή καμηλοπάρδαλη όμως δεν έδωσε σημασία.
Τέντωσε το λαιμό της και συνέχισε να τρώει τα φύλλα του δέντρου. Ύστερα χωρίς να γονατίσει έσκυψε κι ήπιε νερό από το ρυάκι που περνούσε δίπλα της.
Και ενώ όλοι γελούσαν με το μακρύ λαιμό της καμηλοπάρδαλης, ο ελέφαντας θυμόταν πως απόχτησε σε μια ανάλογη περιπέτεια μακριά προβοσκίδα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)