Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Ιστορία 3: Το ταξίδι

                                              
            -Τα ‘μαθες; ρώτησε το άλογο τη γάτα. Υπάρχει κάπου στη γη ένα πλάσμα παράξενο. Περπατάει στα δυό του μόνο πόδια. Κόβει τα δέντρα και με το ξύλο τους χτίζει μεγάλα σπίτια. Σκάβει τη γη και φυτεύει περίεργους καρπούς ντομάτες, μαρούλια και λάχανα. Τρώει τα χόρτα βραστά με λεμόνι και λάδι και μιλάει μια απίθανη γλώσσα. Μου τα ‘ πε  το χελιδόνι που ταξιδεύει παντού. 
            -Αλήθεια; λέει η γάτα. Να το πούμε στο σκύλο.
            -Ε! Τα ‘μαθες; ρώτησαν το άλογο και η γάτα το σκύλο. Υπάρχει κάπου στη γη ένα πλάσμα που περπατάει στα δυο του μόνο πόδια. Κατασκευάζει από ξύλο τόξα και βέλη. Μ’ αυτά σκοτώνει τ’ άγρια ζώα του δάσους, τα λιοντάρια, τις αρκούδες και τις τίγρεις. Με το δέρμα τους φτιάχνει ρούχα και παπούτσια. Τρώει το κρέας ψητό στη φωτιά και τραγουδάει. Μας το ‘ πε  το χελιδόνι που ταξιδεύει παντού. 
            -Αλήθεια; αλήθεια; λέει ο σκύλος. Να το πούμε και στο βόδι.  
            -Ε, ε, τα ‘μαθες; ρώτησαν το άλογο, η γάτα το σκύλο. Υπάρχει κάπου στη γη ένα πλάσμα που περπατάει στα δυο του μόνο πόδια. Αλλάζει τη ροή των ποταμών. Κατασκευάζει από δέρμα και ξύλο βάρκες και κουπιά για να ταξιδεύει στις λίμνες και στη θάλασσα . Ψαρεύει τα ψάρια, πολλά-πολλά, με δίχτυα και χορεύει. Χορεύει στη μουσική που παίζει με τύμπανα και σουραύλια. Μας το ‘πε  το χελιδόνι που ταξιδεύει παντού.
            -Αλήθεια; αλήθεια; αλήθεια; λέει το βόδι. Να το πούμε και στο  πρόβατο, και στην αγελάδα, και στο γουρούνι, και στην κατσίκα.
            Και το ‘πανε και στο πρόβατο και στην αγελάδα και στο γουρούνι, και στην κατσίκα. 
            Και μετά αποφάσισαν να ταξιδέψουν όλοι μαζί για να δουν αυτό το παράξενο πλάσμα που κάνει τόσο θαυμάσια πράγματα και η φήμη του έχει ξαπλωθεί σ’ ξαλπώθει σ’ ολόκληρη τη γη.  
            Ας είναι καλά τα χελιδόνια που ταξιδεύουν παντού. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν. Περνούν λαγκάδια, βουνά, ποτάμια, δάση και θάλασσες, χειμώνες και καλοκαίρια και να. Επιτέλους βλέπουνε από μακριά σ’ ένα μεγάλο κάμπο το χωριά με τα ξύλινα σπίτια και τις καμινάδες να καπνίζουν.
-Ας πάμε πιο κοντά λέει το άλογο. Και πάνε πιο κοντά και βλέπουν τις γυναίκες στα σπίτια να πλένουν τα παιδιά τους για να ‘ναι καθαρά.
-Ας πάμε ακόμα πιο κοντά, λέει η γάτα.
Και πάνε ακόμα πιο κοντά και βλέπουν τις γυναίκες στα σπίτια να πλένουν τα παιδιά τους για να ‘ναι καθαρά. 
-Ας πάμε κι άλλο πιο κοντά, λέει  το βόδι. Και πάνε κι άλλο κοντά, κι ακόμη πιο κοντά, και πιο κοντά ώσπου φτάσανε στο χωριό. 
-Δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν αυτό το πλάσμα να τα κάνει όλα αυτά, λέει ο σκύλος. 
-Δεν έχει ούτε τη δύναμη τη δική μας, λέει το βόδι. 
-Ούτε τη γρηγοράδα τη δική μας, λέει η γάτα. 
-Κι είναι και μια στάλα στο μπόι, λέει το άλογο.
Κι είπανε κι άλλα πολλά γιατί ο άνθρωπος δεν τους γέμιζε στο μάτι, Κι αναρωτιόντουσαν γιατί και πώς ώσπου ο άνθρωπος σέλωσε το άλογο, έκανε φύλακά του το σκύλο, έβαλε τη γάτα να κυνηγάει τους ποντικούς, το βόδι να οργώνει τα χωράφια του την αγελάδα, το πρόβατο, το γουρούνι, και την κατσίκα να του δίνουν το μαλλί, το κρέας και το γάλα τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου