Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Ιστορια 23: Το όνειρο

                                           
        Πριν λίγες μέρες, ο μικρός Γιαννάκης, είδε στον ύπνο του ένα όνειρο. Ήταν, λέει, ταξιδιώτης, εξοπλισμένος μ’ όλα τα σύνεργα του ταξιδιώτη: αρβύλες, παντελόνι από Τζην, αδιάβροχο σακάκι, πουλόβερ μάλλινο κι ένα μεγάλο σακίδιο στην πλάτη, δε θυμάμαι τι χρώμα ακριβώς. 
          Ταξίδευε, λέει, όλη τη νύχτα και το πρωί έφτασε στη «χώρα των δημητριακών». Βρήκε όλους τους κατοίκους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, στα χωράφια να θερίζουν. Όλοι τους ήταν βιαστικοί. Έπρεπε λέει να τελειώσουν πριν αρχίσουν οι μεγάλες βροχές. Γιατί η δυνατή βροχή, όπως ξέρουμε, καταστρέφει τα σπαρτά γιατί ρίχνει τον καρπό στο χώμα και μένουν τα στάχυα γυμνά.
          Ο Γιαννάκης, πρόθυμος όπως πάντα για δουλειά, έβγαλε το σακάκι του, το ταχτοποίησε σε μια γωνιά μαζί με το σακίδιό του κι έτρεξε να βοηθήσει όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Τόσο χάρηκαν οι κάτοικοι της «χώρας των δημητριακών» από την ανέλπιστη αυτή βοήθεια που όταν τέλειωσε το θέρισμα, ευτυχώς πριν πιάσουν οι μεγάλες βροχές, τον φίλεψαν με τα καλύτερα φαγητά και του δώσανε και μπόλικο άσπρο ψωμί  για το δρόμο του. Ο Γιαννάκης τους ευχαρίστησε και συνέχισε χαρούμενος το δρόμο μου. Ταξίδευε, λέει, όλη τη νύχτα και το πρωί έφτασε στη «χώρα των οπωροφόρων δέντρων», Βρήκε όλους τους κατοίκους άντρες, γυναίκες και παιδιά στους οπωρώνες να μαζεύουν τα φρούτα. Ήταν όλοι του βιαστικοί. Έπρεπε, λέει, να τελειώσουν πριν φυσήξουν οι μεγάλοι αέρηδες. Γιατί ο δυνατός αέρας, όπως ξέρουμε, ρίχνει τα φρούτα από τα δέντρα στο χώμα κι αυτά χτυπιούνται  στο πέσιμο και σαπίζουν!
Ο Γιαννάκης πρόθυμος όπως  ήταν πάντα  για δουλειά, αφού ταχτοποίησε τα πράγματά του, έτρεξε να βοηθήσει παντού όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Τόσο χάρηκαν οι κάτοικοι της «χώρας των οπωροφόρων δέντρων» που όταν τέλειωσε η συγκομιδή, ευτυχώς  πριν φυσήξουν οι μεγάλοι αέρηδες, τον φιλέψανε με εξαίσιες μαρμελάδες και κομπόστες, και του δώσανε μπόλικα και γλυκά φρούτα για το δρόμο του.
Ο Γιαννάκης τους ευχαρίστησε και χαρούμενος συνέχισε το δρόμο του. Ταξίδευε, λέει όλη τη νύχτα και το πρωί έφτασε στη «χώρα των ξύλων» . Βρήκε όλους τους κατοίκους να κόβουν ξύλα στο δάσος. Ήταν όλοι τους πολύ βιαστικοί. Έπρεπε, λέει, να τελειώσουν το κόψιμο των ξύλων πριν πιάσουν τα μεγάλα κρύα. Γιατί όπως όλοι μας ξέρουμε, αν στο δυνατό κρύο δεν έχουμε κομμένα ξύλα, το τζάκι θα’ ναι σβηστό και το σπίτι παγωμένο.
     Ο Γιαννάκης πάλι έτρεξε να βοηθήσει παντού όπου υπήρχε ανάγκη.
     Τόσο χάρηκαν οι κάτοικοι της «χώρας των ξύλων» από την ανέλπιστη αυτή βοήθεια, που όταν τέλειωσε το κόψιμο των ξύλων, ευτυχώς πριν πιάσουν τα μεγάλα κρύα, του τραγούδησαν όλοι μαζί ένα όμορφο τραγούδι κι ο πιο γέρος του χωριού του χάιδεψε στο κεφάλι και του ‘πε: «Ευχαριστούμε για τη βοήθειά σου Γιαννάκη!»... 
     Ο Γιαννάκης σαν τ΄ άκουσε στεναχωρέθηκε. «Άδικα κουράστηκα, συλλογίστηκε. Έχασα τον καιρό μου για το τίποτα. Θα μπορούσα να πάω σε μια χώρα πιο φιλόξενη. Χωρίς φαί πως θα συνεχίσω το ταξίδι μου;»
     Και η στεναχώρια του έγινε  θυμός. Και θύμωσε τόσο πολύ που ξύπνησε. Όλη τη μέρα ήταν κατσούφης.
     «Τι αφιλόξενοι άνθρωποι σκεφτόταν. Δε θέλω ποτέ να τους ξαναδώ.»Και ο θυμός του έγινε πείσμα. Και πεισμάτωσε τόσο πολύ που το βράδυ δε μπορούσε να κοιμηθεί. «Αδικία, έλεγε και ξανάλεγε. Αυτό λέγεται αδικία...» 
     Μα η κούραση που είναι πιο δυνατή κι από το πιο μεγάλο πείσμα, του βάρυνε τα βλέφαρα και στο τέλος τον ξαναπήρε ο ύπνος.
     Τότε είδε ένα όνειρο.
     Ήταν λέει ταξιδιώτης, εξοπλισμένος μ’ όλα τα σύνεργα του ταξιδιώτη. Ταξίδευε λέει όλη τη νύχτα και το πρωί έφτασε στη «χώρα των ξύλων». Κι όταν τέλειωσε το κόψιμο των ξύλων ο πιο γέρος του χωριού πλησίασε το Γιαννάκη, του χάιδεψε το κεφάλι και του ‘πε: «Ευχαριστούμε για τη βοήθειά σου Γιαννάκη. Αυτή σου την πράξη θα τη θυμόμαστε πάντα.
     Εμείς στον τόπο μας δεν έχουμε ούτε δημητριακά , ούτε φρούτα να σου δώσουμε για το δρόμο σου. Μόνο λίγα άγρια χόρτα του δάσους. Ξέρουμε πως είσαι μαθημένος να τρως καλύτερα. Ίσως τα χόρτα να μην σου αρέσουν και τόσο. Θα μπορέσεις όμως να συνεχίσεις το ταξίδι σου χωρίς να πεινάσεις, μέχρι να φτάσεις σε κάποια χώρα πλουσιότερη όπου θα σε φιλέψουν καλύτερα φαγητά.  
Ο Γιαννάκης δεν είπε τίποτα. Χαιρέτησε αμήχανα τους κατοίκους και συνέχισε το δρόμο του.
Όταν έφαγε τα χόρτα του φάνηκαν νοστιμότερα κι από τα φρούτα, κι από τα δημητριακά.
Ίσως γιατί οι κάτοικοι της «χώρας των ξύλων» είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από τη βοήθειά του.
Η αλήθεια ολόκληρη, συλλογίστηκε, δε χωράει ποτέ σ’ ένα μόνο όνειρο, παρά σε πολλά και συνέχισε χαρούμενος το δρόμο του.  

Μα κι εγώ τώρα που τέλειωσα και την τελευταία ιστορία αυτού του βιβλίου, σκέφτομαι και σας το λέω κι εσάς να το ξέρετε. Η αλήθεια ολόκληρη δε χωράει ποτέ σε μία μόνο ιστορία, παρά σε πολλές.
    
Ο 
           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου