Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Ιστορία 16: Η καμήλα Αράχας

                       
Η μεγάλη  έρημος είναι πολύ μα πολύ όμορφη. Δεν έχει δέντρα ούτε νερά. Μόνο έχει άμμο ψιλή και κίτρινη κι έναν ήλιο που καίει τη μέρα και το βράδυ κοιμάται στο κρύο. 
          Εκεί ζούσε μια μικρή καμήλα με δύο καμπούρες. Τη λέγαν Αράχας. Περνούσε ανέμελα τις μέρες της τριγυρνώντας από δω και από κει. Όταν βαριόταν ανέβαινε στους αμμόλοφους και χάζευε από μακριά τα μεγάλα ή μικρά καραβάνια που διέσχιζαν την έρημο.
          Προχωρούσαν αργά γιατί τους εμπόδιζε η άμμος, αλλά βιαστικά γιατί έπρεπε να περάσουν την έρημο πριν τελειώσουν οι τροφές τους και το νερό τους.  
           Η Αράχας βέβαια δεν είχε τέτοιο πρόβλημα. Αυτή έπινε νερό δύο φορές τη βδομάδα κι έτρωγε ακόμη πιο σπάνια. Οι καμπούρες της ήταν όπως και σε κάθε άλλη καμήλα δυο αποθήκες με τρόφιμα.
          Έτσι μπορούσε να τριγυρνάει σε μέρη που ποτέ ανθρώπου πόδι δεν πάτησε παρ’ όλο που πολλοί από τους ταξιδιώτες των καραβανιών θα το  ‘θελαν πολύ.
          Μα ότι και να πω δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο ευτυχισμένη ένιωθε αφού η έρημος ήταν, αν όχι ατελείωτη, τουλάχιστον πολύ μεγαλύτερη από τους χώρους που ‘ χουμε εμείς για να παίζουμε στις πόλεις και στα χωριά. Ύστερα η άμμος μαλάκωνε το πέσιμο κι ο ήλιος έδινε στο δέρμα ένα χρώμα καφέ γυαλιστερό που μόνο το καλοκαίρι στα μπάνια της θάλασσας μπορούμε ν’ αποχτήσουμε. Κι ενώ εμάς μας πειράζει ο δυνατός ήλιος της μέρας και το τσουχτερό κρύο της νύχτας, η Αράχας δεν είχε ανάγκη ούτε από καπέλο ούτε  από πουλόβερ. Γεννημένη καθώς ήταν στην έρημο έμαθε ν’ αντέχει τη μεγάλη ζέστη όπως και το δυνατό κρύο. 
          Άστε που αυτή η αλλαγή έδινε κάποια ποικιλία στη ζωή της αφού στην έρημο έτσι κι αλλιώς δεν είχε  να κάνει και πολλά πράγματα εκτός από τους περιπάτους, τα παιχνίδια στον ανοιχτό χώρο και το χάζεμα των καραβανιών που περνάνε, και τον ήλιο που ανατέλλει και δύει. 
          Ώσπου ένα πρωί κι ενώ έκανε κουτρουβάλες  στην άμμο ένιωσε μια όμορφη μυρωδιά να πλανιέται στον αέρα. 
          Ήταν παράξενο. Ποτέ της δεν ξαναμύρισε μια τέτοια μυρωδιά στη ζωή της. Στη μικρή όαση με τους φοίνικες και τη λιμνούλα όπου πήγαινε να βοσκήσει και να πιει νερό, οι μυρωδιές ήταν διαφορετικές. 
          Βάλθηκε λοιπόν να ψάχνει δεξιά κι αριστερά να βρει τη πηγή τούτης της μυρουδιάς. Και δεν ήταν δύσκολο. Ένα μικρό κόκκινο τριαντάφυλλο φύτρωνε στη μέση της μεγάλης ερήμου, αψηφώντας θαρραλέα τον ήλιο της μέρας, το κρύο της νύχτας και την απουσία του νερού. Ήταν πράγματι παράξενο. Νόμιζες ότι έπεσε από τον ουρανό. Αλλά αυτό δεν απασχόλησε καθόλου τη μικρή μας Αράχας. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να βρει που βρίσκεται αυτή η εξαίσια μυρουδιά που το κόκκινο τριαντάφυλλο μπορούσε και σκόρπιζε απλόχερα γύρω του.     
          Χμ... σκέφτηκε, θα βρίσκεται σίγουρα μέσα στο χώμα. Κι αφού το λουλούδι αυτό τη σκορπάει τόσο απλόχερα, σκέψου πόση θα βρίσκεται ακόμα θαμμένη. 
          Και χωρίς να διστάσει στιγμή, βάλθηκε να σκάβει στο σημείο που φύτρωνε  το τριαντάφυλλο. Για να διευκολυνθεί μάλιστα περισσότερο το ξερίζωσε τελείως και το πέταξε λίγα μέτρα πιο πέρα.
          Μα όσο κι αν έσκαψε δε βρήκε ούτε ίχνος από τη μυρουδιά. Κι όταν το  βράδυ κουρασμένη έκατσε να ξαποστάσει όλο απορία το βλέμμα της έπεσε στο τριαντάφυλλο που είχε πια μαραθεί κι αποκοιμήθηκε.    
          Οι επόμενες μέρες περνούσαν το ίδιο απαράλλαχτες με τις προηγούμενες. Μόνο που κανένα τριαντάφυλλο δεν ξαναφύτρωσε στη Μεγάλη  Έρημο να κρατήσει συντροφιά με τη μυρουδιά του στην καμήλα Αράχας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου