Τον συνάντησα όταν ήμουν παιδί. Είχα περίπου την ηλικία σας. Πήγαινα στο σχολείο. Ήταν πρωί. Με ρωτάνε ποιόν; Μα τον ζωγράφο τραγουδιστή. Ήταν καθισμένος στο πεζοδρόμιο, ακουμπισμένος στον τοίχο μιας παλιάς μονοκατοικίας, ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου.
Είχε μακριά ξανθά μαλλιά κι ένα χλωμό πρόσωπο. Τα μάτια του ήταν γαλανά κι ονειροπόλα και τα ρούχα του πολύχρωμα όπως η ουρά του παγωνιού. Μα το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν το μαύρο καπέλο του. Έμοιαζε μ’ αυτά πού ‘χουν οι μάγισσες. Ήταν ψηλό και μακρουλό, μ’ ένα μεγάλο γείσο που έγερνε προς τα κάτω και μια μεγάλη άσπρη αγκράφα ακριβώς στη βάση του γείσου. Όλος μαζί ήταν σαν ένα μεγάλο πουλί.
Τα’ όνομά του δεν το’ μαθα ποτέ. Τον ονόμασα ζωγράφο-τραγουδιστή, γιατί ζωγράφιζε στο πεζοδρόμιο με κιμωλίες διάφορες ιστορίες κι ύστερα τραγουδούσε με μια παλιά κιθάρα.
Οι περαστικοί του ‘ριχναν λεφτά στην ανοιχτή θήκη της κιθάρας που ‘ταν ακουμπισμένη δίπλα του κι όπου σε μια ταμπελίτσα έγραφε «Για να τελειώσω το ταξίδι μου».
Οι ιστορίες του ήταν πολύχρωμες όπως τα ρούχα του και μαγικές. Και τι δεν έβλεπες μέσα σ’ αυτές. Δάση, πουλιά, πολεμιστές, εσκιμώους, διαστημόπλοια, πυραμίδες...
Έμοιαζε να ‘ ναι στ’ αλήθεια πολυταξιδεμένος.
Έτσι πριν πάω στο σχολείο κάθε πρωί μου άρεσε να περνάω απ’ τον ζωγράφο τραγουδιστή και να ονειρεύομαι μαζί του στις ιστορίες του.
Μια ιστορία κάθε μέρα. Εφτά ιστορίες τη βδομάδα, 365 ιστορίες το χρόνο. Κι αν ήταν δίσεχτος ο χρόνος, 366 ιστορίες.
Δε θυμάμαι να ‘ λειψε μια μέρα. Χειμώνα, καλοκαίρι και φθινόπωρο ζωγράφιζε και τραγουδούσε τις ιστορίες του. Κι η φωνή του ήταν νοσταλγική και γλυκιά.
Το χειμώνα τα πράγματα ήταν κάπως δύσκολα γιατί το κρύο θάμπωνε τα χρώματα και η βροχή πολλές φορές τα ‘ σβηνε κιόλας. Και ο ζωγράφος-τραγουδιστής μας τις ξαναζωγράφιζε και δύο και τρείς φορές τη μέρα.
Το καλοκαίρι όμως, ο ήλιος έκανε τα χρώματα λαμπερά. Τότε ο κόσμος σταματούσε εύκολα και η θήκη της κιθάρας, σχεδόν γέμιζε με νομίσματα που ‘ καναν γκλιγκ-γκλικ καθώς έπεφταν το ‘να πάνω στ’ άλλο.
Μα ένα πρωί δεν τον βρήκα στη θέση του. Ούτε και τα’ άλλο πρωί. Ούτε και κανένα άλλο πρωί από τότε.
Ο ζωγράφος - τραγουδιστής χάθηκε ξαφνικά κι απροειδοποίητα.
Κανείς, δεν έμαθε ποτέ από πού ήρθε.
Κανείς, δεν έμαθε ποτέ που πήγε.
Οι πιο πολλοί λέγανε πως συνέχισε το ταξίδι του. Εμένα, από κείνη τη μέρα, ο δρόμος μου φαινόταν άδειος και σιωπηλός. Έτσι αποφάσισα να γράψω όσες από τις ιστορίες του θυμόμουνα. Μόνο που Δε ξέρω να ζωγραφίζω. Ζήτησα λοιπόν από ένα φίλο να με βοηθήσει φτιάχνοντάς μου έστω κι από μια ζωγραφιά για κάθε ιστορία. Έτσι κι έγινε.
Ελπίζω όταν θα τις διαβάσετε να βρείτε ότι άξιζε τον κόπο. Τις υπόλοιπες ζωγραφιές μπορείτε να τις κάνετε εσείς. Μπορείτε επίσης να διορθώσετε τα λάθη στις δικές μας ζωγραφιές και αν ξεχάσαμε τίποτε να το συμπληρώσετε.
Εγώ μόνο που σας ζητάω είναι αν ποτέ συναντήσετε το ζωγράφο - τραγουδιστή, να του ρίξετε κάτι στη θήκη της κιθάρας του. Το ‘χει ανάγκη για το ταξίδι του.
Έχει μακριά μαλλιά ξανθά μαλλιά κι ένα χλωμό πρόσωπο.
Τα μάτια του είναι γαλανά και τα ρούχα του πολύχρωμα.
Μα το πιο περίεργο απ’ ‘όλα είναι πάντα το μαύρο του καπέλο. Μοιάζει μ’ αυτά που ‘χουν οι μάγισσες.
Κι όλος μαζί είναι σαν ένα μεγάλο ταξιδιάρικο πουλί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου