Το ποτάμι κύλαγε πάντα χαμογελαστό και παιχνιδιάρικο .Το νερό του διάφανο έτρεχε τραγουδώντας από δω κι από κει, χαρούμενο. Κάθε στιγμή κι άλλο τραγούδι. Κι έτσι κάποτε έφτανε και χυνόταν όλο μαζί στην ατέλειωτη θάλασσα που το’ παιρνε αγκαλιά και το νανούριζε.
Όμως η χαρά είναι μεταδοτική, Και η χαρά του ποταμού γινόταν πηγή χαράς για τους ανθρώπους που μαζεύονταν στις όχθες του να κολυμπήσουν, να κάνουν βαρκάδα, να ψαρέψουν, ή να ξαπλώσουν, να φάνε, να γελάσουν και να τραγουδήσουν.
Μα για τον ποταμό πηγή χαράς ήταν μια μαργαρίτα κάπου στην όχθη. Τόσο μικρή που ανθρώπου μάτι μέχρι τότε δεν την είχε δει παρά μόνον ο ήλιος, γιατί όπως είναι γνωστό , τίποτα δε μένει κρυφό από τον ήλιο.
Η μικρή μαργαρίτα λύγιζε χαριτωμένα το λαιμό της κι έριχνε λοξές ματιές στο ποτάμι που ξετρελαινόταν από τη χαρά του, έριχνε το νερό του κυματάκια-κυματάκια πάνω στις πέτρες, γινόταν λεπτή βροχή από φιλιά και τη δρόσιζε.
Χρόνια πολλά βάσταξε αυτός ο έρωτας ανάμεσα στο ποτάμι και τη μικρή μαργαρίτα.
Κάποιος ζωγράφος τον ζωγράφισε και κάποιος τραγουδιστής τον τραγούδησε.
Όμως ο έρωτας είναι μεταδοτικός και ο έρωτας του ποταμού και της μαργαρίτας μάζευε στις όχθες του τους ερωτευμένους .
Ας πούμε πως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο Στέφανος με τη Σοφία. Ναι, ο Στέφανος αγαπούσε τη Σοφία όσο το ποτάμι τη μικρή μαργαρίτα.
Ήταν χαρούμενος και γλυκός μαζί της και αυτή γελούσε λυγίζοντας ναζιάρικα το λαιμό της όπως ακριβώς κι η μαργαρίτα το δικό της. Μα όποιος είναι ερωτευμένος δε νοιάζεται παρά μόνο για το δικό του έρωτα. Έτσι ο Στέφανος αγνοώντας τον έρωτα του ποταμού έκοψε τη μικρή μαργαρίτα και την πρόσφερε στη Σοφία του.
Τότε ο ποταμός θόλωσε το νερό του κι όλη η χαρά του έγινε ας πούμε θλίψη όμοια μ’ αυτή των ανθρώπων όταν χάνουν αγαπημένα πρόσωπα. Ο καιρός περνούσε, ο ήλιος λυπόταν κι ο ποταμός αμίλητος και μόνος δεν έδινε πια σημασία στις χαρές και στα γέλια αυτών που χόρευαν, που έκαναν βουτιές, βαρκάδα ή που ρέμβαζαν ξαπλωμένοι στην όχθη του.
Μα η θλίψη είναι σαν την καλοκαιριάτικη βροχή. Όσο πιο δυνατή είναι τόσο πιο γρήγορα τελειώνει και το ποτάμι είδε για πρώτη φορά πόσες πολλές κι όμορφες μαργαρίτες υπήρχαν στην όχθη του. Ξανάγινε χαμογελαστό και παιχνιδιάρικο .
Ο καιρός περνούσε, ο ήλιος έστριβε τα μουστάκια του ευχαριστημένος κι οι ερωτευμένοι έκοβαν μαργαρίτες απ’ τις όχθες του ποταμιού. Το ποτάμι ποτέ μα ποτέ από τότε δεν ξαναστενοχωρέθηκε. Καθώς οι μικρές μαργαρίτες λύγιζαν το λαιμό τους και του’ ριχναν λοξές ματιές, το ποτάμι ξετρελαμένο έριχνε το καθαρό νερό του κυματάκια-κυματάκια πάνω στις πέτρες, γινόταν λεπτή βροχή από φιλιά και τις δρόσιζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου