ΙΣΤΟΡΙΕΣ και ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ για ΠΑΙΔΙΑ και για ΜΕΓΑΛΟΥΣ / ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ και ΒΙΝΤΕΟ / ΚΕΙΜΕΝΑ και ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ/ Η ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας ξεκίνησε τον 18ο αιώνα όταν αναγνωρίστηκε η παιδική ιδιαιτερότητα με το κίνημα του Διαφωτισμού ( Ρουσσώ - Αιμίλιος )
Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010
Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
http://www.scribd.com/doc/28449100/i-Topia
Πατήστε το URL για να διαβάσετε όλο το βιβλίο.
Ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σολωμιστής φιλόλογος, παλαιογράφος, αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Λίνος Πολίτης, γεννήθηκε το 1906 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου το 1931 αναγορεύτηκε διδάκτορας. Συνέχισε με σπουδές κλασικής και βυζαντινής φιλολογίας στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Επιμελητής στο τμήμα χαρτογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης από το 1929 έως το 1948 και έφορος αρχαιοτήτων στην Πάτρα από το 1943 έως το 1945. Το 1948 αναλαμβάνει την έδρα Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έως και την παραίτησή του το 1969. Ιδρυτής και πρόεδρος της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας "Τέχνη" (1951-1976), συνδιευθυντής με τον Κυριακίδη του περιοδικού Ελληνικά. Το 1980 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ιδρυτικό μέλος του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (1966) και εμπνευστής του Παλαιογραφικού Αρχείου του ιδρύματος. Άρθρα και μελέτες του δημοσιεύθηκαν σε πρακτικά, επετηρίδες και περιοδικά (Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, ΕΕΦΣΠΘ, Ελληνικά, Κρητικά Χρονικά, Νέα Εστία, Παρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, Φιλόλογος κ.ά.). Χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα Α.Ε., Ερασιτέχνης αρχαιολόγος, Απλός Αναγνώστης, Δάσκαλος, Ο Αθηναίος. Ο Λίνος Πολίτης πέθανε το 1982 στην Αθήνα.
Πατήστε το URL για να διαβάσετε όλο το βιβλίο.
Ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σολωμιστής φιλόλογος, παλαιογράφος, αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Λίνος Πολίτης, γεννήθηκε το 1906 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου το 1931 αναγορεύτηκε διδάκτορας. Συνέχισε με σπουδές κλασικής και βυζαντινής φιλολογίας στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Επιμελητής στο τμήμα χαρτογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης από το 1929 έως το 1948 και έφορος αρχαιοτήτων στην Πάτρα από το 1943 έως το 1945. Το 1948 αναλαμβάνει την έδρα Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έως και την παραίτησή του το 1969. Ιδρυτής και πρόεδρος της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας "Τέχνη" (1951-1976), συνδιευθυντής με τον Κυριακίδη του περιοδικού Ελληνικά. Το 1980 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ιδρυτικό μέλος του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (1966) και εμπνευστής του Παλαιογραφικού Αρχείου του ιδρύματος. Άρθρα και μελέτες του δημοσιεύθηκαν σε πρακτικά, επετηρίδες και περιοδικά (Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, ΕΕΦΣΠΘ, Ελληνικά, Κρητικά Χρονικά, Νέα Εστία, Παρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, Φιλόλογος κ.ά.). Χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα Α.Ε., Ερασιτέχνης αρχαιολόγος, Απλός Αναγνώστης, Δάσκαλος, Ο Αθηναίος. Ο Λίνος Πολίτης πέθανε το 1982 στην Αθήνα.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
http://www.scribd.com/doc/28450253/i-Topiath-Neoeaahnikh-Aorotexnia
Πατήστε το URL για να διαβάσετε όλο το βιβλίο.
O Iταλός νεοελληνιστής φιλόλογος MAPIO BITTI γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη το 1936. Σπούδασε στη Pώμη όπου άρχισε να εργάζεται ως μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας και το 1947 δημοσιεύει το πρώτο άρθρο του με νεοελληνικό θέμα. Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Θεσσαλονίκης και της Σορβόνης. Tο έργο του περιλαμβάνει μελέτες, δοκίμια, καθώς και μεταφράσεις στην ιταλική πολλών έργων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Πατήστε το URL για να διαβάσετε όλο το βιβλίο.
O Iταλός νεοελληνιστής φιλόλογος MAPIO BITTI γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη το 1936. Σπούδασε στη Pώμη όπου άρχισε να εργάζεται ως μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας και το 1947 δημοσιεύει το πρώτο άρθρο του με νεοελληνικό θέμα. Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Θεσσαλονίκης και της Σορβόνης. Tο έργο του περιλαμβάνει μελέτες, δοκίμια, καθώς και μεταφράσεις στην ιταλική πολλών έργων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ
http://www.scribd.com/doc/28520862/5ο-φύλλο-της-Book-Press-Ευγένιος-Τριβιζάς
Πατήστε το URL για να διαβάσετε.
O Eυγένιος Τριβιζάς είναι εξερευνητής, εφευρέτης και ζογκλέρ μελάτων αυγών. Έχει ανακαλύψει το Nησί των Πυροτεχνημάτων, τη Φρουτοπία, το Πιπερού, το Κουτσουλιστάν, την Κουμασιλάνδη, τη Xώρα των Xαμένων Xαρταετών και την Πολιτεία με Όλα τα Xρώματα εκτός από το Pοζ. Οι γνωστότερες εφευρέσεις του Ευγένιου είναι: ο γαργαλιός (ένα μηχάνημα που σε γαργαλάει όταν είσαι λυπημένος), το ηλεκτρικό ρουφοσκόπιο (ένας συνδυασμός τηλεσκόπιου και ηλεκτρικής σκούπας, με το οποίο όχι μόνο βλέπει κανείς τα αστέρια αλλά άμα θέλει τα ρουφάει και τα κάνει γιρλάντες), ο φαγώσιμος χαρτοπόλεμος, η μπανιέρα με τις δώδεκα τρύπες, ο ιπτάμενος ανεμόμυλος, η τσουλήθρα με τα σκαλοπάτια, η μελωδική ομπρέλα, το παπιγιόν για νάνους και ο αναδρομικός καθρέφτης (που σε δείχνει όπως ήσουνα πριν από δέκα χρόνια). Ο Ευγένιος ζει στο Nησί των Πυροτεχνημάτων με τον παπαγάλο του, τη Σύνθια, τον άσπρο του ελέφαντα, τον Πουκιπόν, τη Λιλή, την παρδαλή λεοπάρδαλη, τον Οράτιο Αοράτιο, το αόρατο πράσινο καγκουρό, και άλλους πολλούς γνωστούς και φίλους. Ο Ευγένιος έχει μία μοναδική συλλογή από κομμάτια παλιών παραμυθιών. Η σπάνια συλλογή του περιλαμβάνει: ένα πούπουλο από το μαξιλάρι που κοιμόταν η Πεντάμορφη, το κορδόνι από το δεξί παπούτσι του Παπουτσωμένου Γάτου, ένα τούβλο απ' το σπίτι που είχαν χτίσει τα τρία γουρουνάκια, τα γυαλιά της γιαγιάς της Kοκκινοσκουφίτσας και το φιτίλι από το λυχνάρι του Αλαντίν.
Πατήστε το URL για να διαβάσετε.
O Eυγένιος Τριβιζάς είναι εξερευνητής, εφευρέτης και ζογκλέρ μελάτων αυγών. Έχει ανακαλύψει το Nησί των Πυροτεχνημάτων, τη Φρουτοπία, το Πιπερού, το Κουτσουλιστάν, την Κουμασιλάνδη, τη Xώρα των Xαμένων Xαρταετών και την Πολιτεία με Όλα τα Xρώματα εκτός από το Pοζ. Οι γνωστότερες εφευρέσεις του Ευγένιου είναι: ο γαργαλιός (ένα μηχάνημα που σε γαργαλάει όταν είσαι λυπημένος), το ηλεκτρικό ρουφοσκόπιο (ένας συνδυασμός τηλεσκόπιου και ηλεκτρικής σκούπας, με το οποίο όχι μόνο βλέπει κανείς τα αστέρια αλλά άμα θέλει τα ρουφάει και τα κάνει γιρλάντες), ο φαγώσιμος χαρτοπόλεμος, η μπανιέρα με τις δώδεκα τρύπες, ο ιπτάμενος ανεμόμυλος, η τσουλήθρα με τα σκαλοπάτια, η μελωδική ομπρέλα, το παπιγιόν για νάνους και ο αναδρομικός καθρέφτης (που σε δείχνει όπως ήσουνα πριν από δέκα χρόνια). Ο Ευγένιος ζει στο Nησί των Πυροτεχνημάτων με τον παπαγάλο του, τη Σύνθια, τον άσπρο του ελέφαντα, τον Πουκιπόν, τη Λιλή, την παρδαλή λεοπάρδαλη, τον Οράτιο Αοράτιο, το αόρατο πράσινο καγκουρό, και άλλους πολλούς γνωστούς και φίλους. Ο Ευγένιος έχει μία μοναδική συλλογή από κομμάτια παλιών παραμυθιών. Η σπάνια συλλογή του περιλαμβάνει: ένα πούπουλο από το μαξιλάρι που κοιμόταν η Πεντάμορφη, το κορδόνι από το δεξί παπούτσι του Παπουτσωμένου Γάτου, ένα τούβλο απ' το σπίτι που είχαν χτίσει τα τρία γουρουνάκια, τα γυαλιά της γιαγιάς της Kοκκινοσκουφίτσας και το φιτίλι από το λυχνάρι του Αλαντίν.
Σάββατο 20 Μαρτίου 2010
Νανούρισμα
Το κομμάτι είναι απο τους τίτλους τέλους της ταινίας "Γαλάζιο Φόρεμα". Ένα απ' τα καλύτερα νανουρίσματα που έχουν γραφτεί ποτέ...
Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010
Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Anchored - Lindsey Olivares sélectionné dans Cinéma et Court métrage
(πατηστε δυο φορες για να το δειτε)
(πατηστε δυο φορες για να το δειτε)
Ένα εξαιρετικό κινούμενο σχέδιο που αφηγείται πως η αγάπη μιας γυναίκας έδειξε τον δρόμο της επιστροφής στον ναυτικό άνδρα της .
Οι μύγες βλέπεις....
Η πεταλουδίτσα μεθυσμένη από όλο το νέκταρ των λουλουδιών που είχε ρουφήξει άρχισε να αισθάνεται μια ελαφριά ζάλη... αχ να βρω ένα όμορφο λουλουδάκι να ξαποστάσω λίγο σκέφτηκε.. είχε όμως απομακρυνθεί από το κήπο και κοιτάζοντας κάτω έβλεπε μόνο το χωματόδρομο που ύστερα από μια ανοιξιάτικη βροχούλα είχε μετατραπεί σε λασποδρομο...και ξαφνικά.. εκεί στην άκρη του δρόμου κάτι σαν να κινείται.. πέταξε λίγο πιο χαμηλά και βλέπει δυο τεράστια αυτιά να προεξέχουν.. ααα.. το ξέρω αυτό το πλάσμα σκέφτηκε.. οι άνθρωποι το λένε γαϊδουράκι.. ήσυχο και καλοκάγαθο. Κάνει μια γερή βουτιά και πλαζ.. προσγειώνεται πάνω του.
- Γιατί μ' ενοχλείς ανόητη μικρή μου; ρωτάει το γαϊδουράκι...
- Γιατί μ' ενοχλείς ανόητη μικρή μου; ρωτάει το γαϊδουράκι...
- Θέλω λίγο να ξεκουραστώ και να σου δώσω ένα φιλάκι...
- Χμμμ.. λέει το γαϊδουράκι προβληματισμένο. Υπάρχουν κάτι ζουζούνια σα και σένα που κάθονται πάνω μου και με τσομπάνε κι όσο κι αν ενοχλούμαι και κουνώ την ουρά μου..δε φεύγουν με τίποτα!
- Εγώ καλό μου γαϊδουράκι θα σου δώσω ένα φιλάκι και θα καθίσω λίγο να ξαποστάσω.. όταν βαρεθείς.. μου λες και φεύγω.
Το γαϊδουράκι όμως συνηθισμένο στις μύγες που το ενοχλούσαν αφόρητα και όπως ήταν και δύσπιστο.. τινάζει μια την ουρά του και πετάξει τη πεταλουδίτσα μέσα στις λάσπες. Τα λεπτεπίλεπτα ποδαράκια της καημενούλας χώθηκαν βαθειά στη λάσπη. η μια της φτερούγα.. η αριστερή.. τσαλακώθηκε κι έγειρε προς τα κάτω.. κολλημένη μέσα στη λάσπη περίμενε έναν αργό θάνατο. Κοιτάζοντας την το γαϊδουράκι της ψιθύρισε...
- Δε φταίω εγώ πεταλουδίτσα μου... η συνηθεια που απέκτησα από τις μύγες βλέπεις...
Ellas Kalamida
http://www.facebook.com/notes/ellas-kalamida/oi-myges-blepeis/404116080189
Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010
Το μικρό καρδερινάκι
Στίχοι: Χάρης&Πάνος Κατσιμίχας
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Πρώτη εκτέλεση: Χάρης&Πάνος Κατσιμίχας
Το μικρό καρδερινάκι στο απέναντι παρκάκι
φεύγει νύχτα όταν όλοι κοιμούνται
Με το μαύρο παλτουδάκι πάει πίνει εδώ πάει πίνει εκεί
και γυρίζει σπίτι του κουνουπίδι
Βρε γυναίκα τι τρέχει εδώ έχω αρχίσει ν' ανησυχώ
λέει ο πατέρας του θυμωμένος
Και εκείνη του απαντάει Μήτσο το παιδί αγαπάει
στοίχημα πως είναι ερωτευμένος
Το μικρό καρδερινάκι στο απέναντι παρκάκι
φεύγει νύχτα όταν όλοι κοιμούνται
Με το μαύρο παλτουδάκι πάει πίνει εδώ πάει πίνει εκεί
και γυρίζει σπίτι του κουνουπίδι
Κοίτα χάλια παραπατάει πού γυρνούσε πού είχε πάει
λέει ο πατέρας του ο γκρινιάρης
Κι η μαμά του χαμογελάει Μήτσο το παιδί αγαπάει
πήρε απ' τον μπαμπά του κι είναι ερωτιάρης
Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΔΕΝΔΡΟ
Σκεφτήκατε ποτέ ότι μπορεί να υπάρχει ένα δένδρο που οι καρποί του να είναι βιβλία;
Ένα ακόμα βραβευμένο υπέροχο κινούμενο σχέδιο.
ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ
Ένα αστείο κινούμενο σχέδιο με κάποιον ο οποίος ξυπνά πρωί και όλα του πάνε ανάποδα……
Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010
ΑΛΜΑ
Η περιπέτεια ενός μικρού κοριτσιού που επισκέπτεται ένα μαγαζί με κούκλες
Μια παραγωγή της PIXAR
Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Watch more cool animation and creative cartoons at Aniboom
Η αστεία ιστορία ενός τουρίστα που προσπαθεί να αυτοφωτογραφηθεί με φόντο ένα πλοίο..
Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΒΥΘΙ
Το ΑΜΠΡΑ ΚΑΤΑΜΠΡΑ, ένα πλούσιο έργο με την έγκριση του Υπ.Παιδείας και Θρησκευμάτων, περιλαμβάνει τον κόσμο της παιδικής λογοτεχνίας σε 26 πολύχρωμα βιβλία με υπέροχη εικονογράφηση
ΤΟ ΕΛΕΦΑΝΤΑΚΙ
Watch more cool animation and creative cartoons at Aniboom
Μια ιστορία για την διαφορετικότητα. Για ένα ελέφαντα που προκειμένου να μην διαφέρει από τα άλλα ζώα σκάφτεται να κάνει πλαστική εγχείριση όταν καταλαβαίνει ότι αυτή ακριβώς η διαφορετικότητα τον κάνει μοναδικό στην καρδιά ενός άλλου ζώου
Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010
Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010
ΤΟ ΚΑΛΩΔΙΟ
Watch more cool animation and creative cartoons at Aniboom
Σε μια μοναχική πόλη ένα αγόρι και ένα κορίτσι γνωρίζονται.
ΕΝΑ ΜΑΓΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ
Mnet "Magic Studios" from panic embryo on Vimeo.
Ένα μαγικό Κινηματογραφικό Στούντιο γεμάτο με τους γνωστούς μας κινηματογραφικούς ήρωες
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΓΑΛΑΝΕ ΟΥΡΑΝΕ
Watch more cool animation and creative cartoons at Aniboom
Ένα κινούμενο σχέδιο που εικονογραφεί το πολύ ωραίο τραγούδι των Pink Floyd
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Ένα υπέροχο ρωσικό κινούμενο σχέδιο για την περιπέτεια ενός μικρού παιδιού που συλλέγει πεταλούδες
Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Watch more cool animation and creative cartoons at Aniboom
Ένα καταπληκτικό κινούμενο σχέδιο όπου όλες οι φιγούρες είναι γιαπωνέζικα ιερογλυφικά.
Ο εγωιστής γίγαντας – Όσκαρ Γουάιλντ
Κάθε απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, τα παιδιά πήγαιναν να παίξουν στον κήπο του γίγαντα. Ήταν ένας μεγάλος, πανέμορφος κήπος με απαλό πράσινο γρασίδι. Εδώ κι εκεί στο χορτάρι ορθώνονταν ωραία λουλούδια σαν αστέρια, υπήρχαν δώδεκα ροδακινιές που την γέμιζαν ρόδινα μαργαριταρένια ανθάκια, το φθινόπωρο βάραιναν από τους πλουσιους καρπούς. Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα τραγουδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν τα παιχνίδια τους για να τ' ακούσουν. «Τι ευτυχισμένα που είμαστε εδώ!» φώναζαν το ένα στ' άλλο.
Μια μέρα, ο γίγαντας γύρισε. Είχε πάει να επισκεφτεί το φίλο του, το δράκο της Κορνουάλλης, είχε μείνει μαζί του εφτά χρόνια. 'Όταν τέλειωσαν τα εφτά χρόνια, είχε πει όλα όσα ήθελε να πει, μια και τα ενδιαφέροντα του ήταν περιορισμένα, και αποφάσισε να γυρίσει στο κάστρο του. Όταν έφτασε, είδε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο. «Τι κάνετε εδώ;» φώναξε με πολύ άγρια φωνή, και τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας.
«Ο κήπος μου είναι δικός μου» είπε ο γίγαντας «δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς αυτό, και δε θα επιτρέψω να παίζει κανείς εδώ μέσα εκτός από μένα». Έχτισε λοιπόν μια ψηλή μάντρα ολόγυρα κι έστησε μια ταμπέλα. ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΘΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ.
Ήταν ένας γίγαντας πολύ εγωιστής. Τα καημένα τα παιδιά τώρα δεν είχαν πουθενά να παίξουν. Προσπάθησαν να παίξουν στο δρόμο, αλλά ο δρόμος ήταν γεμάτος σκόνη και κοφτερές πέτρες, και δεν τους άρεσε. Περιτριγύριζαν την ψηλή μάντρα όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους και μιλούσαν για τον όμορφο κήπο πίσω της. «Τι ευτυχισμένα που ήμασταν εκεί!» έλεγαν το ένα στ' άλλο.
Ύστερα ήρθε η άνοιξη κι ολόκληρη η χώρα γέμισε μπουμπούκια και μικρά πουλιά. Μόνο στον κήπο του εγωιστή γίγαντα ήταν ακόμη χειμώνας. Τα πουλιά δεν είχαν όρεξη να τραγουδήσουν εκεί μέσα, γιατί δεν υπήρχαν καθόλου παιδιά, και τα δέντρα ξέχασαν να βγάλουν μπουμπούκια. Μια μέρα, ένα όμορφο λουλούδι πρόβαλε το κεφάλι του απ' το χορτάρι, μα μόλις είδε την ταμπέλα, λυπήθηκε τόσο πολύ για τα παιδιά, που τρύπωσε πάλι στο χώμα κι αποκοιμήθηκε. Οι μόνοι που χάρηκαν ήταν το χιόνι κι η παγωνιά. «Η άνοιξη τον ξέχασε αυτό τον κήπο» αναφώνησαν, «θα ζήσουμε λοιπόν εδώ όλο το χρόνο». Το χιόνι σκέπασε το χορτάρι με το φαρδύ λευκό μανδύα του, και η παγωνιά έβαψε όλα τα δέντρα ασημένια. Έπειτα κάλεσαν το βοριά να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε. Ήταν τυλιγμένος με γούνες κι όλη τη μέρα βρυχιόταν στον κήπο και γκρέμιζε τις καμινάδες. «Θαυμάσιο μέρος» είπε, «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι». Ήρθε λοιπόν και το χαλάζι. Τρεις ώρες κάθε μέρα σφυροκοπούσε τη στέγη του κάστρου κι έσπασε τις περισσότερες πλάκες, κι ύστερα έτρεχε γύρω γύρω στον κήπο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ήταν ντυμένο στα γκρίζα, κι η ανάσα του ήταν πάγος.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί καθυστερεί τόσο πολύ η άνοιξη» έλεγε ο εγωιστής γίγαντας, καθισμένος στο παράθυρο και κοιτάζοντας τον παγωμένο κατάλευκο κήπο του-«ελπίζω ν' αλλάξει ο καιρός».
Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ, ούτε το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο έφερε χρυσούς καρπούς σ' όλους τους κήπους, αλλά στον κήπο του γίγαντα δεν έδωσε κανέναν. «Είναι υπερβολικά εγωιστής» είπε. Κι έτσι, βασίλευε πάντα ο χειμώνας, κι ο βοριάς και το χαλάζι κι η παγωνιά και το χιόνι χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Ένα πρωί, ο γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του όταν άκουσε μια πολύ όμορφη μουσική. Ηχούσε τόσο γλυκιά στ' αυτιά του, που νόμιζε ότι περνούσαν από κει οι μουσικοί του βασιλιά. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά μια μικρή καρδερίνα που τραγουδούσε έξω απ' το παράθυρο του, αλλά είχε τόσο καιρό ν' ακούσει πουλί να κελαηδάει στον κήπο του, που του φάνηκε η πιο όμορφη μουσική στον κόσμο. Έπειτα το χαλάζι σταμάτησε να χορεύει πάνω από το κεφάλι του, ο βοριάς έπαψε να βρυχιέται κι ένα εξαίσιο άρωμα έφτασε από τ' ανοιχτό τζάμι. «Μου φαίνεται πως ήρθε επιτέλους η άνοιξη» είπε ο γίγαντας και πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και κοίταξε έξω. Τι είδε; Είδε ένα υπέροχο θέαμα. Από ένα μικρό άνοιγμα στη μάντρα τα παιδιά είχαν τρυπώσει στον κήπο κι ήταν σκαρφαλωμένα στα κλαδιά των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που έβλεπε ήταν κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα χαίρονταν τόσο πολύ που ξανάβλεπαν τα παιδιά, που είχαν σκεπαστεί με μπουμπούκια και ανέμιζαν απαλά τα μπράτσα τους πάνω από τα κεφάλια των παιδιών. Τα πουλιά πετούσαν ολόγυρα τιτιβίζοντας ξετρελαμένα, και τα λουλούδια σήκωναν το κεφάλι τους απ' το πράσινο χορτάρι και γελούσαν. Ήταν μια πανέμορφη σκηνή, και μόνο σε μια γωνιά ήταν ακόμη χειμώνας. Ήταν η πιο μακρινή γωνιά του κήπου, κι εκεί στεκόταν ένα αγοράκι. Ήταν τόσο μικροκαμωμένο, που δεν μπορούσε να φτάσει τα κλαδιά του δέντρου κι έκανε κύκλους γύρω του κλαίγοντας πικραμένο. Το καημένο το δέντρο ήταν ακόμη σκεπασμένο με χιόνι και πάγο, κι ο βοριάς φύσαγε και βρυχιόταν από πάνω του. «Ανέβα, αγοράκι!» έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο πιο χαμηλά μπορούσε-αλλά το αγόρι ήταν υπερβολικά μικροκαμωμένο.
Κι η καρδιά του γίγαντα έλιωσε καθώς κοίταξε έξω. «Τι εγωιστής που ήμουν!» είπε- «τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν ερχόταν εδώ η άνοιξη. Θ' ανεβάσω το αγοράκι στο δέντρο κι έπειτα θα γκρεμίσω τη μάντρα, κι ο κήπος μου θα μείνει για πάντα παιχνιδότοπος για τα παιδιά». Μετάνιωνε στ' αλήθεια πολύ γι' αυτό που είχε κάνει.
Κατέβηκε λοιπόν τη σκάλα, άνοιξε αθόρυβα την εξώπορτα και βγήκε στον κήπο. Μα μόλις τον είδαν τα παιδιά, τρόμαξαν όλα τόσο πολύ, που το 'βαλαν στα πόδια, και στον κήπο ξανάγινε χειμώνας. Μόνο το αγοράκι δεν έτρεξε να φύγει, γιατί το τύφλωναν τα δάκρυα και δεν είδε το γίγαντα να έρχεται. Κι ο γίγαντας το πλησίασε κλεφτά από πίσω, το πήρε απαλά στο χέρι του και το απόθεσε πάνω στο δέντρο. Και το δέντρο αμέσως μπουμπούκιασε, και τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω στα κλαδιά του, και το αγοράκι άπλωσε τα δυο του χέρια, τα τύλιξε γύρω απ' το λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε. Τ' άλλα παιδιά, όταν είδαν ότι ο γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας πίσω και μαζί τους ήρθε κι η άνοιξη. «Είναι δικός σας ο κήπος τώρα, παιδάκια» είπε ο γίγαντας, και πήρε ένα μεγάλο τσεκούρι και γκρέμισε τη μάντρα. Και την ώρα που οι άνθρωποι πήγαιναν για ψώνια, στις δώδεκα, βρήκαν το γίγαντα να παίζει με τα παιδάκια στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ. Όλη μέρα έπαιζαν, και το απόγευμα πήγαν στο γίγαντα να τον αποχαιρετήσουν. «Μα πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε, «το αγόρι που έβαλα πάνω στο δέντρο». Ο γίγαντας το αγαπούσε περισσότερο απ' όλα, γιατί τον είχε φιλήσει. «Δεν ξέρουμε» απάντησαν τα παιδιά- «έφυγε». «Πρέπει να του πείτε να έρθει οπωσδήποτε αύριο» είπε ο γίγαντας. Αλλά τα παιδιά είπαν ότι δεν ήξεραν πού έμενε, δεν το είχαν ξαναδεί ποτέ πριν κι ο γίγαντας ένιωσε μεγάλη θλίψη. Κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε το σχολείο, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το γίγαντα. Μα το αγοράκι που αγαπούσε ο γίγαντας δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Ο γίγαντας ήταν πολύ καλός με όλα τα παιδιά, ωστόσο λαχταρούσε να δει τον πρώτο μικρό του φίλο και μιλούσε συχνά γι' αυτόν. «Πόσο θα 'θελα να τον δω!» έλεγε. Πέρασαν χρόνια, κι ο γίγαντας γέρασε κι έχασε τις δυνάμεις του. Δεν μπορούσε πια να παίζει, καθόταν λοιπόν σε μια πελώρια πολυθρόνα και κοιτούσε τα παιδιά και θαύμαζε τον κήπο του.
«Έχω πολλά όμορφα λουλούδια» έλεγε• «μα τα παιδιά είναι τα πιο όμορφα απ' όλα τα λουλούδια». Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, καθώς ντυνόταν, κοίταξε έξω απ' το παράθυρο του. Δε μισούσε πια το χειμώνα, γιατί ήξερε ότι ήταν απλώς η άνοιξη κοιμισμένη και τα λουλούδια ξεκουράζονταν. Ξαφνικά, έτριψε με απορία τα μάτια του και κοιτούσε και δε χόρταινε. Ήταν στ' αλήθεια ένα υπέροχο θέαμα. Στην πιο μακρινή γωνιά του κήπου έβλεπε ένα δέντρο σκεπασμένο ολόκληρο με όμορφα άσπρα μπουμπούκια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσά, και ασημένιοι καρποί κρέμονταν απ' αυτά, και στη ρίζα του στεκόταν το αγοράκι που είχε αγαπήσει.
Γεμάτος χαρά κατέβηκε τρέχοντας ο γίγαντας και βγήκε στον κήπο. Διέσχισε βιαστικά την πρασιά και πλησίασε το παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε από την οργή και είπε «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» Γιατί στις παλάμες των χεριών του παιδιού υπήρχαν τα σημάδια από δυο καρφιά, και σημάδια από δυο καρφιά είχαν και τα ποδαράκια του. «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο γίγαντας «πες μου, για να πάρω το μεγάλο σπαθί μου και να τον σκοτώσω». «Όχι!» απάντησε το παιδί- «γιατί αυτές είναι οι πληγές της αγάπης». «Ποιος είσαι;» ρώτησε ο γίγαντας, και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο δέος και γονάτισε μπροστά στο παιδάκι. Και το παιδάκι χαμογέλασε στο γίγαντα και του είπε: «Με άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, που είναι ο παράδεισος». Κι όταν τα παιδάκια έτρεξαν στον κήπο εκείνο το απόγευμα, βρήκαν το γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένον ολόκληρο με κατάλευκα μπουμπούκια.
Μια μέρα, ο γίγαντας γύρισε. Είχε πάει να επισκεφτεί το φίλο του, το δράκο της Κορνουάλλης, είχε μείνει μαζί του εφτά χρόνια. 'Όταν τέλειωσαν τα εφτά χρόνια, είχε πει όλα όσα ήθελε να πει, μια και τα ενδιαφέροντα του ήταν περιορισμένα, και αποφάσισε να γυρίσει στο κάστρο του. Όταν έφτασε, είδε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο. «Τι κάνετε εδώ;» φώναξε με πολύ άγρια φωνή, και τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας.
«Ο κήπος μου είναι δικός μου» είπε ο γίγαντας «δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς αυτό, και δε θα επιτρέψω να παίζει κανείς εδώ μέσα εκτός από μένα». Έχτισε λοιπόν μια ψηλή μάντρα ολόγυρα κι έστησε μια ταμπέλα. ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΘΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ.
Ήταν ένας γίγαντας πολύ εγωιστής. Τα καημένα τα παιδιά τώρα δεν είχαν πουθενά να παίξουν. Προσπάθησαν να παίξουν στο δρόμο, αλλά ο δρόμος ήταν γεμάτος σκόνη και κοφτερές πέτρες, και δεν τους άρεσε. Περιτριγύριζαν την ψηλή μάντρα όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους και μιλούσαν για τον όμορφο κήπο πίσω της. «Τι ευτυχισμένα που ήμασταν εκεί!» έλεγαν το ένα στ' άλλο.
Ύστερα ήρθε η άνοιξη κι ολόκληρη η χώρα γέμισε μπουμπούκια και μικρά πουλιά. Μόνο στον κήπο του εγωιστή γίγαντα ήταν ακόμη χειμώνας. Τα πουλιά δεν είχαν όρεξη να τραγουδήσουν εκεί μέσα, γιατί δεν υπήρχαν καθόλου παιδιά, και τα δέντρα ξέχασαν να βγάλουν μπουμπούκια. Μια μέρα, ένα όμορφο λουλούδι πρόβαλε το κεφάλι του απ' το χορτάρι, μα μόλις είδε την ταμπέλα, λυπήθηκε τόσο πολύ για τα παιδιά, που τρύπωσε πάλι στο χώμα κι αποκοιμήθηκε. Οι μόνοι που χάρηκαν ήταν το χιόνι κι η παγωνιά. «Η άνοιξη τον ξέχασε αυτό τον κήπο» αναφώνησαν, «θα ζήσουμε λοιπόν εδώ όλο το χρόνο». Το χιόνι σκέπασε το χορτάρι με το φαρδύ λευκό μανδύα του, και η παγωνιά έβαψε όλα τα δέντρα ασημένια. Έπειτα κάλεσαν το βοριά να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε. Ήταν τυλιγμένος με γούνες κι όλη τη μέρα βρυχιόταν στον κήπο και γκρέμιζε τις καμινάδες. «Θαυμάσιο μέρος» είπε, «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι». Ήρθε λοιπόν και το χαλάζι. Τρεις ώρες κάθε μέρα σφυροκοπούσε τη στέγη του κάστρου κι έσπασε τις περισσότερες πλάκες, κι ύστερα έτρεχε γύρω γύρω στον κήπο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ήταν ντυμένο στα γκρίζα, κι η ανάσα του ήταν πάγος.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί καθυστερεί τόσο πολύ η άνοιξη» έλεγε ο εγωιστής γίγαντας, καθισμένος στο παράθυρο και κοιτάζοντας τον παγωμένο κατάλευκο κήπο του-«ελπίζω ν' αλλάξει ο καιρός».
Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ, ούτε το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο έφερε χρυσούς καρπούς σ' όλους τους κήπους, αλλά στον κήπο του γίγαντα δεν έδωσε κανέναν. «Είναι υπερβολικά εγωιστής» είπε. Κι έτσι, βασίλευε πάντα ο χειμώνας, κι ο βοριάς και το χαλάζι κι η παγωνιά και το χιόνι χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Ένα πρωί, ο γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του όταν άκουσε μια πολύ όμορφη μουσική. Ηχούσε τόσο γλυκιά στ' αυτιά του, που νόμιζε ότι περνούσαν από κει οι μουσικοί του βασιλιά. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά μια μικρή καρδερίνα που τραγουδούσε έξω απ' το παράθυρο του, αλλά είχε τόσο καιρό ν' ακούσει πουλί να κελαηδάει στον κήπο του, που του φάνηκε η πιο όμορφη μουσική στον κόσμο. Έπειτα το χαλάζι σταμάτησε να χορεύει πάνω από το κεφάλι του, ο βοριάς έπαψε να βρυχιέται κι ένα εξαίσιο άρωμα έφτασε από τ' ανοιχτό τζάμι. «Μου φαίνεται πως ήρθε επιτέλους η άνοιξη» είπε ο γίγαντας και πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και κοίταξε έξω. Τι είδε; Είδε ένα υπέροχο θέαμα. Από ένα μικρό άνοιγμα στη μάντρα τα παιδιά είχαν τρυπώσει στον κήπο κι ήταν σκαρφαλωμένα στα κλαδιά των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που έβλεπε ήταν κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα χαίρονταν τόσο πολύ που ξανάβλεπαν τα παιδιά, που είχαν σκεπαστεί με μπουμπούκια και ανέμιζαν απαλά τα μπράτσα τους πάνω από τα κεφάλια των παιδιών. Τα πουλιά πετούσαν ολόγυρα τιτιβίζοντας ξετρελαμένα, και τα λουλούδια σήκωναν το κεφάλι τους απ' το πράσινο χορτάρι και γελούσαν. Ήταν μια πανέμορφη σκηνή, και μόνο σε μια γωνιά ήταν ακόμη χειμώνας. Ήταν η πιο μακρινή γωνιά του κήπου, κι εκεί στεκόταν ένα αγοράκι. Ήταν τόσο μικροκαμωμένο, που δεν μπορούσε να φτάσει τα κλαδιά του δέντρου κι έκανε κύκλους γύρω του κλαίγοντας πικραμένο. Το καημένο το δέντρο ήταν ακόμη σκεπασμένο με χιόνι και πάγο, κι ο βοριάς φύσαγε και βρυχιόταν από πάνω του. «Ανέβα, αγοράκι!» έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο πιο χαμηλά μπορούσε-αλλά το αγόρι ήταν υπερβολικά μικροκαμωμένο.
Κι η καρδιά του γίγαντα έλιωσε καθώς κοίταξε έξω. «Τι εγωιστής που ήμουν!» είπε- «τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν ερχόταν εδώ η άνοιξη. Θ' ανεβάσω το αγοράκι στο δέντρο κι έπειτα θα γκρεμίσω τη μάντρα, κι ο κήπος μου θα μείνει για πάντα παιχνιδότοπος για τα παιδιά». Μετάνιωνε στ' αλήθεια πολύ γι' αυτό που είχε κάνει.
Κατέβηκε λοιπόν τη σκάλα, άνοιξε αθόρυβα την εξώπορτα και βγήκε στον κήπο. Μα μόλις τον είδαν τα παιδιά, τρόμαξαν όλα τόσο πολύ, που το 'βαλαν στα πόδια, και στον κήπο ξανάγινε χειμώνας. Μόνο το αγοράκι δεν έτρεξε να φύγει, γιατί το τύφλωναν τα δάκρυα και δεν είδε το γίγαντα να έρχεται. Κι ο γίγαντας το πλησίασε κλεφτά από πίσω, το πήρε απαλά στο χέρι του και το απόθεσε πάνω στο δέντρο. Και το δέντρο αμέσως μπουμπούκιασε, και τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω στα κλαδιά του, και το αγοράκι άπλωσε τα δυο του χέρια, τα τύλιξε γύρω απ' το λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε. Τ' άλλα παιδιά, όταν είδαν ότι ο γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας πίσω και μαζί τους ήρθε κι η άνοιξη. «Είναι δικός σας ο κήπος τώρα, παιδάκια» είπε ο γίγαντας, και πήρε ένα μεγάλο τσεκούρι και γκρέμισε τη μάντρα. Και την ώρα που οι άνθρωποι πήγαιναν για ψώνια, στις δώδεκα, βρήκαν το γίγαντα να παίζει με τα παιδάκια στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ. Όλη μέρα έπαιζαν, και το απόγευμα πήγαν στο γίγαντα να τον αποχαιρετήσουν. «Μα πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε, «το αγόρι που έβαλα πάνω στο δέντρο». Ο γίγαντας το αγαπούσε περισσότερο απ' όλα, γιατί τον είχε φιλήσει. «Δεν ξέρουμε» απάντησαν τα παιδιά- «έφυγε». «Πρέπει να του πείτε να έρθει οπωσδήποτε αύριο» είπε ο γίγαντας. Αλλά τα παιδιά είπαν ότι δεν ήξεραν πού έμενε, δεν το είχαν ξαναδεί ποτέ πριν κι ο γίγαντας ένιωσε μεγάλη θλίψη. Κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε το σχολείο, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το γίγαντα. Μα το αγοράκι που αγαπούσε ο γίγαντας δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Ο γίγαντας ήταν πολύ καλός με όλα τα παιδιά, ωστόσο λαχταρούσε να δει τον πρώτο μικρό του φίλο και μιλούσε συχνά γι' αυτόν. «Πόσο θα 'θελα να τον δω!» έλεγε. Πέρασαν χρόνια, κι ο γίγαντας γέρασε κι έχασε τις δυνάμεις του. Δεν μπορούσε πια να παίζει, καθόταν λοιπόν σε μια πελώρια πολυθρόνα και κοιτούσε τα παιδιά και θαύμαζε τον κήπο του.
«Έχω πολλά όμορφα λουλούδια» έλεγε• «μα τα παιδιά είναι τα πιο όμορφα απ' όλα τα λουλούδια». Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, καθώς ντυνόταν, κοίταξε έξω απ' το παράθυρο του. Δε μισούσε πια το χειμώνα, γιατί ήξερε ότι ήταν απλώς η άνοιξη κοιμισμένη και τα λουλούδια ξεκουράζονταν. Ξαφνικά, έτριψε με απορία τα μάτια του και κοιτούσε και δε χόρταινε. Ήταν στ' αλήθεια ένα υπέροχο θέαμα. Στην πιο μακρινή γωνιά του κήπου έβλεπε ένα δέντρο σκεπασμένο ολόκληρο με όμορφα άσπρα μπουμπούκια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσά, και ασημένιοι καρποί κρέμονταν απ' αυτά, και στη ρίζα του στεκόταν το αγοράκι που είχε αγαπήσει.
Γεμάτος χαρά κατέβηκε τρέχοντας ο γίγαντας και βγήκε στον κήπο. Διέσχισε βιαστικά την πρασιά και πλησίασε το παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε από την οργή και είπε «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» Γιατί στις παλάμες των χεριών του παιδιού υπήρχαν τα σημάδια από δυο καρφιά, και σημάδια από δυο καρφιά είχαν και τα ποδαράκια του. «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο γίγαντας «πες μου, για να πάρω το μεγάλο σπαθί μου και να τον σκοτώσω». «Όχι!» απάντησε το παιδί- «γιατί αυτές είναι οι πληγές της αγάπης». «Ποιος είσαι;» ρώτησε ο γίγαντας, και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο δέος και γονάτισε μπροστά στο παιδάκι. Και το παιδάκι χαμογέλασε στο γίγαντα και του είπε: «Με άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, που είναι ο παράδεισος». Κι όταν τα παιδάκια έτρεξαν στον κήπο εκείνο το απόγευμα, βρήκαν το γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένον ολόκληρο με κατάλευκα μπουμπούκια.
Τρίτη 2 Μαρτίου 2010
Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)