Ήταν ένα μικρό κορίτσι που ήταν άρρωστο απ’ όταν γεννήθηκε
Για να είναι καλά χρειαζόταν φως
Αλλά το φως έφυγε, όταν οι άνθρωποι το πετροβόλησαν γιατί τους έκαιγε λέει το δέρμα και τους έδειχνε τις ατέλειες του προσώπου τους, αλλοίωνε τις βαφές των μαλλιών τους και θάμπωνε τα χρώματα στα ρούχα τους
Το έδιωξαν με φωνές και ουρλιαχτά κι έβαλαν στη θέση του, προβολείς δυνατούς, μελετημένους, που δεν τους χάλαγαν την εικόνα
Στην αρχή το φώναξε, έτρεξε πίσω του, λαχάνιαζε κι έτρεχε.
Μετά κουράστηκε, δεν μπορούσε να τρέξει άλλο, δεν μπορούσε να το κυνηγήσει
Γύρισε στο σκοτάδι
Καθόταν στη γωνιά της, σ’ένα τετράγωνο κουτί, καλά γωνιασμένο κι έκλαιγε έκλαιγε έκλαιγε συνέχεια.
Τα μάτια της είχαν γίνει κόκκινα
Κι έτσουζαν
Και πονούσε
Και πού και πού
Έβγαζε μια φωνή
Έι!!!
Είναι κανείς εδώ;
Μόνο η φωνή της γύρναγε πίσω ξανά και ξανά και ξανά
Χτυπώντας στους τοίχους της μοναξιάς της
Πέρναγε ο καιρός και πια δεν έβλεπε καλά
Όλα κόκκινα τα έβλεπε και θολά πολύ
Και ίδια, τόσο μα τόσο ίδια
Δεν ήξερε αν είναι πρωί, μεσημέρι, βράδυ πια, μες στο σκοτάδι είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου
Ήξερε ότι μεγάλωνε γιατί πια όταν σηκωνόταν μες το κουτί της, κουτούλαγε το κεφάλι της και πονούσε
Κι έπρεπε να σκύβει
Κι έκλαιγε
Κι όσο έκλαιγε, τόσο μεγάλωνε και κουτούλαγε και ξαναέκλαιγε
Οι μεγάλοι το λένε φαύλο κύκλο
Κάτι σαν το γύρω γύρω όλοι που ποτέ δεν σταματάει; Αυτό!
Όμως…
Κάποτε δεν κατάλαβε πώς
Μύρισε μωβ
Κάπου γύρω
Και σηκώθηκε κάνοντας ωχ! γιατί ξαναχτύπησε
-Ψιτ! άκουσε μια σιγανή φωνή
-Ψιτ εδώ είμαι… ξανακούστηκε η φωνή και πήγε κατά κει προσεχτικά
-Ναι;
-Τι κάνεις εδώ μέσα; ρώτησε η μωβ μυρωδιά
-Τι κάνω εδώ; Μα, κρύβομαι βέβαια! Δεν μπορώ να βγω έξω, είμαι άρρωστη ξέρεις, βαριά άρρωστη και χρειάζομαι φως. Αλλά αυτοί εκεί έξω το έδιωξαν γιατί τους ενοχλούσε και έβαλαν τεχνητά φώτα και φωτογραφίζονται όλο χαρά και νάζι και πια δε μπορώ να βγω έξω γιατί θα πεθάνω στο σκοτάδι.
-Θέλεις να σε πάω στο φως;
-Στο φως; Υπάρχει φως; Αλήθεια; Αλλά πώς; Δεν μπορώ να βγω στο σκοτάδι, θα χαθώ! Δεν με ακούς;
-Σε ακούω προσεκτικά, μωβ είμαι, δεν είμαι κόκκινο. Εγώ ακούω, δε φωνάζω. Άκου τι θα κάνουμε. Θα γίνεις μικρούλα και θα σε τυλίξω καλά καλά να μη σε δει το σκοτάδι, θα σκαρφαλώσουμε σ’ ένα σύννεφο που είναι φίλος μου και θα μας πάει στο φως. Τι λες;
-Θα με τυλίξεις; Πώς; Θα χωρέσω; Αφού έχω μεγαλώσει πια. Πώς θα χωρέσω; Αναρωτήθηκε το κορίτσι και ξανάβαλε τα κλάματα κοκκινίζοντας τα πάντα
-Μην κλαις, σώπα. Ξέχασες πώς ξαναγίνεσαι μικρή τόση δα;
-Ξέχασα, ξέχασα μάλλον. Δεν μπορώ να γίνω μικρή ποτέ ξανά
-Σουτ σου λέω. Μπορείς να γελάσεις;
-Να γελάσω;
-Να γελάσεις!
-Πώς; Γελούσα; Γέλιο; Τι είν’αυτό;
-Γελούσες… δεν μπορεί… Να! Άνοιξε το στόμα όχι τόσο παιδί μου, πιο λίγο, έτσι και κάνε ΧΑ!
-ΧΑ;
-ΧΑ ναι! Και τώρα ξανακάντο πιο γρήγορα ΧΑΧΑΧΑ!
-ΧΑΧΑΧΑ;
-Ωραία! Τώρα μύρισέ με, γέμισε την ψυχή σου μένα, σκέψου το φως και ξανακάνε χαχαχα!
Το κορίτσι έκλεισε τα μάτια, άνοιξε τα ρουθούνια κι άφησε το μωβ να γεμίσει την κόκκινη ύπαρξή της, ένιωσε το μωβ να ξεπλένει τα δάκρυα, τα σκοτάδια, το κουτί, τις γωνίες, την ηχώ, τους τοίχους κι έτσι καθαρή σκέφτηκε το φως να τη ζεσταίνει, να την χαϊδεύει και να της γεμίζει τ’αυτιά με μουσική. Άνοιξε το στόμα και γέλασε με όλη τη δύναμη που είχε
-ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει, να μικραίνει
-Κι άλλο καλή μου, κι άλλο, γέλα κι άλλο.
-Φως, όχι πια κόκκινο, φως!!!!
Φώναζε και γέλαγε, μίκραινε και γέλαγε, γέλαγε και μίκραινε και σε λίγο ένιωσε να τυλίγεται με το μωβ, να γίνεται λουλουδένια και να αιωρείται.
-Θα πάω να δω το φως επιτέλους!
Φώναξε γελώντας και ξάπλωσε απολαμβάνοντας το μωβ ταξίδι της.
Ανέβηκαν στο σύννεφο, τον φίλο του μωβ και γλίστρησαν στους δρόμους του αγεριού.
–Μωβ μου, να σε ρωτήσω κάτι;
-Αμέ, ρώτα.
-Γιατί το έκανες αυτό για μένα;
-Δεν το έκανα για σένα, για μένα το έκανα. Να, κοίτα… Εγώ γεννήθηκα τυχαία κάτω από το τεχνητό φως. Ένα σποράκι έπεσε από το σύννεφο την ώρα που μασούσε πασατέμπους και φύτρωσε ένα φυτούλι που έβγαλε ένα μωβ λουλούδι. Δεν έπρεπε αλλά έγινε. Έτσι. Ήμουν πολύ μόνο όμως, πάρα πολύ. Κι εγώ καθόμουν εκεί κάτω από το φως και καιγόμουν και πονούσα κι έκλαιγα, φώναζα, τραβούσα φούστες, μπατζάκια αλλά κανείς δεν μου έδινε σημασία. Ένα βράδυ όμως, άκουσα το δικό σου κλάμα και είδα το κόκκινο που σ’έτρωγε και τρόμαξα. Αποφάσισα να έρθω να σε βρω. Ξεκάρφωσα το κορμί μου από το φυτούλι και σ’ έψαξα. Καβάλησα τον αέρα και ήρθα Και να’μαστε!
-Γιατί το έκανες όμως;
-Γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς
-Τι εννοείς;
-Δεν ξέρω, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, έπρεπε να σε βρω. Όταν άκουσα το κλάμα σου, όταν είδα το κόκκινο που σε βασάνιζε, έπρεπε να έρθω δίπλα σου, κοντά σου, μαζί σου.
-Καλά έκανες
-Το ξέρω
-Θα μείνεις μαζί μου;
-Ναι θα μείνω
-Θα με κρατάς αγκαλιά;
-Θα σε κρατάω
-Θα φύγεις;
-Όχι
-Αλήθεια;
-Ναι
-Κι αν αλλάξω;
-Γιατί ν’αλλάξεις;
-Γιατί θα ψηλώσω και δεν θα χωράω
-Θα γελάς και θα ξαναμπαίνεις στην αγκαλιά μου
-Θα με θέλεις;
-Ναι
-Καλά
-Κοιμήσου τώρα, έχουμε μακρύ ταξίδι
.