Γιγάντια λουλούδια, πολύχρωμα, που κάτω χοροπηδούσαν εκατοντάδες χερουβίμ, λόφοι κάτασπροι σαν από χιόνι, γεμάτοι από λουλούδια μεγάλα όσο τα δέντρα της γης, που ’χαν μαζί με τη μυρουδιά τους και φως σαν άπειροι μικροί ήλιοι. Και πάνω πλανόντανε σιγά σύννεφα με διάφορους χρωματισμούς και μαζί τους τρέχανε παίζοντας και ψάλλοντας πολλά χερουβίμ...
Μια μέρα όμως, τα σύννεφα δε γυρίζανε, δεν πλανόντουσαν, αλλ’ ακίνητα μένανε, και τα χερουβίμ καθισμένα πάνω τους, δεν τραγουδούσαν, δεν παίζανε, αλλά κοίταζαν κάτω κάτι που ο Πλάστης κατασκεύαζε. Και οι άγγελοι κι αυτοί καθισμένοι στην πολύχρωμη χλόη γύρω απ’ τον Πλάστη, κοιτάζανε με προσοχή. Όμοια έκαναν και τα χερουβίμ που τους άρεσε να παίζουν κάτω από τα γιγάντια λουλούδια. Είχανε μάλιστα ανέβει επάνω τους, επάνω στα γιγάντια λουλούδια, για να βλέπουν καλά. Κι έμεναν σιωπηλά.
Ο Πλάστης είχε χαμογελάσει, το ’δαν όλοι, οι άγγελοι και τα χερουβίμ και όλα τ’ άλλα, την ώρα που κάτι έφκιαχνε....
— Μα τι να φκιάχνει;
Όλοι είχαν την περιέργεια να δουν.
Από μέρες ο Πλάστης είχε αρχίσει την κατασκευή ζώων. Και άμα τα έπλαθε, φυσούσε και πέρνανε ζωή, ύστερα τα πετούσε στη γη που κάτω γύριζε σα ζητιάνος ζητώντας ελεημοσύνη.
Και είχε κάνει τόσα και τόσα που φαινότανε να τρέχουνε στον πλανήτη που πριν ήταν έρημος.
Αυτή την ημέρα έφκιαχνε ουραγκοτάγκους, μαϊμούδες, όταν για μια στιγμή χαμογέλασε, ενώ ήταν πάντα σοβαρός.
Μια μαϊμού με κεφάλι άλλου ζώου μακρουλό, βγήκε απ’ τα χέρια του.
Τα χερουβίμ βάλανε τα γέλια, οι άγγελοι χειροκροτούσαν, και ο Εωσφόρος, που καθόταν κάτω από ένα κίτρινο λουλούδι, χαμογέλασε...
Ο Πλάστης άμα τα ’στειλε στη γη, χωρίς να πάψει να χαμογελά, γρήγορα άρχισε άλλο ζώο να φκιάχνει. Και σε λίγο ήταν έτοιμο. Αυτό το ζώο είχε το κεφάλι όμοιο, ομοιότατο με της μαϊμούς που είχε κάνει πριν. Το φύσηξε. Το ζώο κινήθηκε και άρχισε να γαβγίζει...
Έκανε και το ταίρι του και τα πέταξε στη γη.
Άρχισε ο Πλάστης άλλο. Αλλά τώρα δε χαμογελούσε, ξεκαρδιζόταν απ’ τα γέλια. Ο Εωσφόρος κοίταζε με προσοχή, ενώ τα χερουβίμ και οι άγγελοι γελούσαν βλέποντας τον Πλάστη να γελά.
Κάτι που έμοιαζε με ουραγκοτάγκο και ουραγκοτάγκος δεν ήταν, είχε παρουσιαστεί....
Και ο Πλάστης γελούσε. Το έστησε όρθιο.
— Τι ’ναι αυτό; ρώτησαν οι άγγελοι....
— Αυτό, αυτό, άστε το αυτό, έκανε ο Πλάστης ξεκαρδισμένος απ’ τα γέλια και κρατώντας την κοιλιά του, τώρα θα σας πω.....
Και θέλησε να φυσήξει, να δώσει πνοή στο παράδοξο ζώο, αλλά δεν μπόρεσε απ’ τα γέλια.
— Μπα! είπε και κοίταξε γύρω του.
Είδε τον Εωσφόρο να μη γελά, αλλά να κοιτάζει με προσοχή.
— Έλα, συ, του φώναξε, και φύσηξε δω!... Εγώ δεν μπορώ, το βλέπεις!..
Ο Εωσφόρος έτρεξε και φύσηξε μ’ όλη του τη δύναμη.
Το ζώο το δίποδο, το άψυχο μεμιάς πήρε ζωή και κινήθηκε. Τα μάτια του γενήκαν υπερήφανα και κοίταξε γύρω του περιφρονητικά.
Οι άγγελοι, τα χερουβίμ γελούσαν.
— Μα τι ’ναι αυτό; ρώτησε ένας άγγελος τον Πλάστη.
— Αυτός, αυτός είναι ο σύντροφος του ζώου εκείνου που γάβγιζε..., του απάντησε ο Πλάστης. Και ακούτε, ακούτε! Θα λέει ότι μου μοιάζει, ότι τον έκανα κοιτάζοντας τη μορφή μου!.....
Τα γέλια ξέσπασαν πιο δυνατά, πιο ορμητικά. Αλλά δε γελούσαν μόνο αυτοί· γελούσαν τώρα και τα σύννεφα, τα λουλούδια, η χλόη, τα πάντα. Μόνο κάτω απ’ τη γη ήρθε ένα ασθενικό κλάψιμο.
Το ζώο όμως το δίποδο κοίταξε όλους περιφρονητικά και αυτόν ακόμα τον Πλάστη που είχε πέσει κάτω στην πολύχρωμη χλόη απ’ τα γέλια...
Και κινήθηκε έπειτα το δίποδο και βάδισε μες στον παράδεισο σαν σε δικό του σπίτι, ή μέρος. Αλλά δεν έκανε και πολλά βήματα γιατί το πόδι του Πλάστη το βρήκε στα οπίσθια...Το δίποδο ζώο έτσι τινάχτηκε στη γη.
• περιοδικό «Νέα Γράμματα», Ιαν. 1924
Ο Πλάστης είχε χαμογελάσει, το ’δαν όλοι, οι άγγελοι και τα χερουβίμ και όλα τ’ άλλα, την ώρα που κάτι έφκιαχνε....
— Μα τι να φκιάχνει;
Όλοι είχαν την περιέργεια να δουν.
Από μέρες ο Πλάστης είχε αρχίσει την κατασκευή ζώων. Και άμα τα έπλαθε, φυσούσε και πέρνανε ζωή, ύστερα τα πετούσε στη γη που κάτω γύριζε σα ζητιάνος ζητώντας ελεημοσύνη.
Και είχε κάνει τόσα και τόσα που φαινότανε να τρέχουνε στον πλανήτη που πριν ήταν έρημος.
Αυτή την ημέρα έφκιαχνε ουραγκοτάγκους, μαϊμούδες, όταν για μια στιγμή χαμογέλασε, ενώ ήταν πάντα σοβαρός.
Μια μαϊμού με κεφάλι άλλου ζώου μακρουλό, βγήκε απ’ τα χέρια του.
Τα χερουβίμ βάλανε τα γέλια, οι άγγελοι χειροκροτούσαν, και ο Εωσφόρος, που καθόταν κάτω από ένα κίτρινο λουλούδι, χαμογέλασε...
Ο Πλάστης άμα τα ’στειλε στη γη, χωρίς να πάψει να χαμογελά, γρήγορα άρχισε άλλο ζώο να φκιάχνει. Και σε λίγο ήταν έτοιμο. Αυτό το ζώο είχε το κεφάλι όμοιο, ομοιότατο με της μαϊμούς που είχε κάνει πριν. Το φύσηξε. Το ζώο κινήθηκε και άρχισε να γαβγίζει...
Έκανε και το ταίρι του και τα πέταξε στη γη.
Άρχισε ο Πλάστης άλλο. Αλλά τώρα δε χαμογελούσε, ξεκαρδιζόταν απ’ τα γέλια. Ο Εωσφόρος κοίταζε με προσοχή, ενώ τα χερουβίμ και οι άγγελοι γελούσαν βλέποντας τον Πλάστη να γελά.
Κάτι που έμοιαζε με ουραγκοτάγκο και ουραγκοτάγκος δεν ήταν, είχε παρουσιαστεί....
Και ο Πλάστης γελούσε. Το έστησε όρθιο.
— Τι ’ναι αυτό; ρώτησαν οι άγγελοι....
— Αυτό, αυτό, άστε το αυτό, έκανε ο Πλάστης ξεκαρδισμένος απ’ τα γέλια και κρατώντας την κοιλιά του, τώρα θα σας πω.....
Και θέλησε να φυσήξει, να δώσει πνοή στο παράδοξο ζώο, αλλά δεν μπόρεσε απ’ τα γέλια.
— Μπα! είπε και κοίταξε γύρω του.
Είδε τον Εωσφόρο να μη γελά, αλλά να κοιτάζει με προσοχή.
— Έλα, συ, του φώναξε, και φύσηξε δω!... Εγώ δεν μπορώ, το βλέπεις!..
Ο Εωσφόρος έτρεξε και φύσηξε μ’ όλη του τη δύναμη.
Το ζώο το δίποδο, το άψυχο μεμιάς πήρε ζωή και κινήθηκε. Τα μάτια του γενήκαν υπερήφανα και κοίταξε γύρω του περιφρονητικά.
Οι άγγελοι, τα χερουβίμ γελούσαν.
— Μα τι ’ναι αυτό; ρώτησε ένας άγγελος τον Πλάστη.
— Αυτός, αυτός είναι ο σύντροφος του ζώου εκείνου που γάβγιζε..., του απάντησε ο Πλάστης. Και ακούτε, ακούτε! Θα λέει ότι μου μοιάζει, ότι τον έκανα κοιτάζοντας τη μορφή μου!.....
Τα γέλια ξέσπασαν πιο δυνατά, πιο ορμητικά. Αλλά δε γελούσαν μόνο αυτοί· γελούσαν τώρα και τα σύννεφα, τα λουλούδια, η χλόη, τα πάντα. Μόνο κάτω απ’ τη γη ήρθε ένα ασθενικό κλάψιμο.
Το ζώο όμως το δίποδο κοίταξε όλους περιφρονητικά και αυτόν ακόμα τον Πλάστη που είχε πέσει κάτω στην πολύχρωμη χλόη απ’ τα γέλια...
Και κινήθηκε έπειτα το δίποδο και βάδισε μες στον παράδεισο σαν σε δικό του σπίτι, ή μέρος. Αλλά δεν έκανε και πολλά βήματα γιατί το πόδι του Πλάστη το βρήκε στα οπίσθια...Το δίποδο ζώο έτσι τινάχτηκε στη γη.
• περιοδικό «Νέα Γράμματα», Ιαν. 1924
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου