ΙΣΤΟΡΙΕΣ και ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ για ΠΑΙΔΙΑ και για ΜΕΓΑΛΟΥΣ / ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ και ΒΙΝΤΕΟ / ΚΕΙΜΕΝΑ και ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ/ Η ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας ξεκίνησε τον 18ο αιώνα όταν αναγνωρίστηκε η παιδική ιδιαιτερότητα με το κίνημα του Διαφωτισμού ( Ρουσσώ - Αιμίλιος )
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011
To μικρό παράξενο πλαστικασημένιο στρατιωτάκι by Amelie Law
Ήταν μια φορά μια άμορφη μάζα που περίμενε τη σειρά της να γίνει παιχνίδι.
Στρατιώτης θα γινόταν! Πλαστικός! Θα είχε λέει δύο πόδια, δύο χέρια κι ένα όπλο στον ώμο. Θα τον έπαιρνε ένα παιδάκι και θα τον ζωγράφιζε με χρώματα ή θα τον άφηνε πράσινο. Δεν τον ένοιαζε! Αρκεί να γινόταν στρατιώτης! Θα έμπαινε σ’ένα κουτί που θα έγραφε «Plastic Soldier Playset-Free your Spirit-Live the Adventure» με κόκκινα μεγάλα γράμματα και όμορφες φωτογραφίες. Θα είχε κι ένα διάφανο παράθυρο το κουτί για να βλέπει τον κόσμο!
Καθώς κοιμόταν στην πρέσα περιμένοντας να πάρει σχήμα ονειρευόταν μεγάλες μάχες, σπουδαίες νίκες, πολεμικές ιαχές που θα δονούσαν τον αέρα. Είχε ακούσει ότι τα παιχνίδια-στρατιωτάκια κάνουν καλή καριέρα κι έχουν και καλό τέλος συνήθως. Είχε ακούσει ότι όταν τα παιδάκια που τ’αγοράζουν βαρεθούν να παίζουν μαζί τους τα βάζουν όλα μαζί σ’ένα κουτί και τ’αφήνουν στην ησυχία τους. Μες το κουτί τα στρατιωτάκια συναντούν όλους τους παλιούς τους φίλους και από το πρωί ως το βράδυ συζητάνε για τις μάχες που έκαναν στην πορεία της ζωής τους ως παιχνίδια.
Λένε για τους νεκρούς, τους τραυματίες, τα εδάφη που κατάκτησαν και τη στρατηγική που ακολούθησαν οι αρχηγοί τους. Έτσι είχε ακούσει ο μικρός ασημένιος στρατιώτης και ανυπομονούσε να πάρει το σχήμα του, να πιάσει το όπλο του, να δώσει μάχες, κατακτήσει, να νικήσει και μετά κουρασμένος να λέει τις ιστορίες του στους συντρόφους του και να χαίρεται.
Ένα λάθος έγινε… Ο εργάτης ήταν κουρασμένος και άυπνος! Πού να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά… Σκόνταψε κι ο πλαστικός στρατιώτης έπεσε από τα χέρια του μέσα στο λιωμένο ασήμι, που προορίζονταν γι’ άλλα πιο ακριβά και πιο σπουδαία παιχνίδια, για μεγάλους!
Ο εργάτης τον μάζεψε με την κουτάλα, τον άφησε παράμερα να στεγνώσει και τον έβαλε στο κουτί γρήγορα, να μην τον δουν για να μην τον κατσαδιάσουν. Ήταν τόσο κουρασμένος!
Κι έτσι, ο πλαστικός στρατιώτης που κατά λάθος έγινε ασημένιος και διαφορετικός απ’ όλα τ’άλλα πανομοιότυπα στρατιωτάκια πήρε το δρόμο για το παιχνιδάδικο καμαρώνοντας μες το κουτί του και τρέμοντας από χαρά!
Επιτέλους! Θα κατακτούσε κορυφές! Τραπέζια, πατώματα, μαξιλάρια, ψηλές βιβλιοθήκες!
Η κοπέλα στο μαγαζί με τα παιχνίδια μόλις τον είδε μέσα από το διαφανές παραθυράκι του κουτιού του, έμεινε να τον παρατηρεί. Τι παιχνίδι ήταν τούτο! Τόσο διαφορετικό! Φώναξε το διευθυντή καθώς κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτός άνοιξε το κουτί, περιεργάστηκε το στρατιωτάκι, το ζούληξε από δω, το πάτησε από κει και αποφάσισε! Δεν ήταν παιχνίδι. Κάποιο λάθος έγινε στη συσκευασία. Διακοσμητικό ήταν και έπρεπε να μπει σε άλλο τμήμα. Ο μικρός ασημένιος στρατιώτης φώναζε, χτυπιόταν κι έκλαιγε για το κακό που του έκαναν αλλά κανένας δεν τον άκουγε, ήταν όλοι τόσο απασχολημένοι με τις νέες παραλαβές. Στο τμήμα με τα δώρα τα διακοσμητικά τον κοιτούσαν στραβομουτσουνιάζοντας. Τι παράξενο διακοσμητικό ήταν τούτο! Ποια κυρία θ’αγόραζε έναν μικρό ασημένιο στρατιώτη για να ομορφύνει το σπίτι της; Κάτι εμπνεύσεις που έχει το τμήμα προμηθειών! Τον έβαλαν σ’ ένα ράφι πίσω από ένα τεράστιο επάργυρο ρόδι κι έμεινε εκεί να μαραζώνει. Δεν έβλεπε τίποτα! Δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε. Ήξερε όμως ότι τα πράγματα δεν είχαν πάει καλά, μα καθόλου καλά. Τις μέρες δεν άκουγε παιδικές φωνές και όσο κι αν τεντωνόταν δεν μπορούσε να δει πού βρίσκεται. Στο ράφι για παρέα του είχε μια ασημένια μικρή τσαγιέρα που της είχαν κρεμάσει μια φούντα στο χερούλι που την ενοχλούσε κι όλο γκρίνιαζε, ένα πιάτο με παράξενα φρούτα που δεν μύριζαν, δεν χαλούσαν, πάντα ίδια έμεναν κι αυτό το τεράστιο ρόδι μπροστά του που του έκοβε τη θέα! Ήθελε τόσο να σηκώσει το πόδι του να του δώσει μια κλωτσιά να είναι όλη δική του! Αλλά δεν μπορούσε, ήταν πολύ βαρύ το πόδι του, δεν μπορούσε να το κουνήσει… Τίποτα δεν άλλαζε στο ράφι τους. Κανένας πελάτης δεν κοιτούσε εκεί, κανένας δεν ήθελε το ρόδι, το πιάτο με τα ψεύτικα φρούτα, την τσαγιέρα και τον μικρό ασημένιο στρατιώτη με την πλαστική καρδιά. Το στρατιωτάκι μαράζωνε μέρα τη μέρα. Λυπημένο στεκόταν πάντα όρθιο, πάντα κρατώντας το όπλο του, πάντα έτοιμο για μάχη, περιμένοντας το χεράκι που θα του δώσει την αλλαγή που έψαχνε. «Δε φταίω εγώ» σκεφτόταν «ο εργάτης ήταν πολύ κουρασμένος, ήταν πολύ κουρασμένος» και φούσκωνε την πλαστική καρδιά του μπας και σπάσει το ασήμι και καταλάβουν όλοι ότι ήταν ίδιο με όλα τα άλλα τα στρατιωτάκια, λάθος έκαναν, δεν έπρεπε να το βάλουν στα διακοσμητικά, αυτό παιχνίδι ήταν! Να παίξει ήθελε! «Δε φταίω εγώ» φώναζε σιωπηλά «Εγώ να παίξω ήθελα» κοιτούσε ευθεία μπροστά «Εγώ να παίξω ήθελα σας λέω» έσκυβε ξανά «Εγώ δεν έπρεπε να είμαι εδώ» η τσαγιέρα γκρίνιαζε για τη φούντα που της κρέμασαν «Κανένας δε με θέλει εμένα» η πλαστική του καρδιά έσπαγε κάτω από το ασήμι που το έντυσαν.
Ο καιρός περνούσε, το στρατιωτάκι μαύριζε κι άλλαζε όψη αλλά κανένας δεν του έδινε σημασία μια που δεν φαινόταν, κανένας δεν το έβλεπε, μαράζωνε μοναχό του αλλά κανένας δεν ερχόταν να το πάρει στα χέρια του, ήθελε να φωνάξει τη θλίψη του δυνατά αλλά τα χείλη του ήταν βαριά κι αυτά, δεν μπορούσε να τα κουνήσει. Έμεινε να φωνάζει σιωπηρά «δε θέλω να είμαι μοναχό! Μ’ακούει κανείς; Θέλω να παίξω κι εγώ!»
Άλλο ένα ακίνητο πρωινό ξημέρωσε. Ένα ίδιο πρωινό με όλα τ’ άλλα, δίπλα στην τσαγιέρα, το πιάτο με τα φρούτα και το τεράστιο ρόδι. Με κλειστά μάτια γευόταν τον αέρα και κατακτούσε το τέταρτο ύψωμα στη σειρά! Άλλο ένα παράσημο για τον γενναίο μαχητή, που ο στρατηγός ήταν έτοιμος να του καρφιτσώσει στο στήθος του! Ρούφηξε την κοιλιά του, τέντωσε το στήθος του, σήκωσε το πηγούνι ψηλά και όλο περηφάνια περίμενε σε στάση προσοχής «Μη χάσεις την ισορροπία σου! Προσοχή καημένε μου! Ο στρατηγός είναι εδώ! Μη γίνεις ρεζίλι» Ξαφνικά όλα ήρθαν ανάποδα! Έβλεπε το ταβάνι για πάτωμα και το πάτωμα για ταβάνι, ο κόσμος του γέμισε νέες εικόνες, πολύχρωμες, ασημένιες, χρυσές, γυάλινα βάζα, πορσελάνινες κούκλες με πολύτιμα στολίδια, κηροπήγια με κόκκινα κεριά, άνθρωποι που κινούνταν ανάμεσα στα ράφια μιλώντας μεταξύ τους, πιάνοντας δώρα και λογής λογής αντικείμενα, ένα χέρι ζέσταινε την ασημοπλαστικένια του ύπαρξη και τον τράνταζε κουνώντας τον πάνω κάτω «Εγώ αυτό θέλω!» φώναζε ένα κορίτσι και τον έκανε ν’ανοίξει τρομαγμένος τα μάτια του «Εγώ αυτό θέλω σου λέω!» Η μητέρα του κοριτσιού προσπαθούσε να τη μεταπείσει «Τι να το κάνεις αυτό; Είναι στρατιωτάκι, δε βλέπεις; Είσαι κορίτσι! Τα κορίτσια δεν παίζουν με στρατιωτάκια! Γιατί είσαι τόσο ανάποδη; Τόσο παράξενη;» «Εγώ αυτό θέλω! Θα με φυλάει τις νύχτες από τα κακά μου όνειρα! Έχει και όπλο! Δε θ’ αφήνει κανέναν να μου κάνει κακό! Εγώ αυτό θέλω σου λέω! Θέλω να κοιμάμαι ήσυχη! Σε παρακαλώ μαμά μου!» Η γυναίκα αναγκάστηκε να υποχωρήσει καθώς το κοριτσάκι είχε ξεσηκώσει με τις φωνές του όλο το μαγαζί.
Κι έτσι το παράξενο στρατιωτάκι βρέθηκε να συντροφεύει ένα μικρό παράξενο κορίτσι που δεν έπαιζε με κούκλες, έβλεπε άσχημα όνειρα και τα βράδια φοβόταν να κοιμηθεί. Έμαθε να κρύβει το όπλο του για να μην την τρομάζει, να λέει νανουρίσματα αντί να βγάζει πολεμικές ιαχές και να σκαρφαλώνει στο μαξιλάρι δίπλα της αντί σε κακοτράχαλες βουνοκορφές. Κι έτσι το μικρό, παράξενο στρατιωτάκι που κανένας δεν το ήθελε, που κανένας δεν το έβλεπε, που κανένας δεν το διάλεγε, βρέθηκε να διώχνει εφιάλτες και να φυλάσσει το χαμόγελο ενός μικρού παράξενου κοριτσιού. Το μικρό παράξενο πλαστικασημένιο στρατιωτάκι, το λάθος ενός κουρασμένου εργάτη βρήκε τελικά το δικό του μικρό παράξενο κορίτσι.
ΕΠΙΜΕΛΩΣ ΑΜΕΛΗΣ & ΛΟΙΠΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ
ΕΠΙΜΕΛΩΣ ΑΜΕΛΗΣ & ΛΟΙΠΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ
Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010
ΧΡΙΣΤΟΎΓΕΝΝΑ
Χριστουγεννιάτικο παραμύθι με θέμα την Αγάπη και την Ευτυχία, σχεδιασμένο από τον Christian Topf
Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010
Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010
Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010
Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010
Mεσαιωνικό παραμύθι Νικολέττα Αναστασίου
Μεσαιωνικό παραμύθι ** Στίχοι ~ Μουσική: Νικολλέτα Αναστασίου ** Βασισμένο σε παραδοσιακό τσιγγάνικο τραγούδι από τη Ρωσία. ** Δίσκος: Drom - 2008 ***
Στη Γαλλία σ ένα χωριό,
στου Μεσαίωνα τον καιρό,
μία αρρώστια σπάνια πολύ,
έζωσ ένα νεαρό παιδί.
Μα το φάρμακο είν ακριβό.
Πώς να σώσ η μάνα το γιο;
Κ απ τη θλίψη που χει κυλιστεί,
πέφτει σ έναν ύπνο βαθύ.
Και μια φωνή ακούει στ΄ όνειρο,
τον παππού της το γερόλυκο:
-τη γιατρειά του γιου σου θα τη βρεις,
μια μέρα στο γεφύρι ώρα τρις.
Και βαθιά πιστεύει στ όνειρο
και βαδίζει για τ αγνώριστο,
μες το γεφύρι υπομονετικά,
στις τρις η ώρα κάθε μέρα πια.
Και μια μέρα κάποιος διαβάτης
που άκουσε ιστόρημά της,
κοίταξε περιφρονητικά
και της μίλησε ειρωνικά:
-Είχα και εγώ ονειρευτεί
πως στη ρίζα να του δέντρου εκεί,
βρήκα ένα σεντούκι με χρυσό,
μα να ψάξω θα τανε κουτό.
-Με λογική τα πάντα όριζε,
τα όνειρά του δεν τα γνώριζε.
Κ έτσι φεύγει πάει μακριά
και τρέχ αυτή στο δέντρο με χαρά.
Και βαθιά σκάβει και αναζητά,
με μια πίστη που και βουνά κυλά:
πως θα φέρει τη γιατρειά στο γιο.
Και να το, το σεντούκι το παλιό.
Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010
Ενα μωβ λουλούδι συναντά το μικρό κορίτσι, της Amelie Law
Ήταν ένα μικρό κορίτσι που ήταν άρρωστο απ’ όταν γεννήθηκε
Για να είναι καλά χρειαζόταν φως
Αλλά το φως έφυγε, όταν οι άνθρωποι το πετροβόλησαν γιατί τους έκαιγε λέει το δέρμα και τους έδειχνε τις ατέλειες του προσώπου τους, αλλοίωνε τις βαφές των μαλλιών τους και θάμπωνε τα χρώματα στα ρούχα τους
Το έδιωξαν με φωνές και ουρλιαχτά κι έβαλαν στη θέση του, προβολείς δυνατούς, μελετημένους, που δεν τους χάλαγαν την εικόνα
Στην αρχή το φώναξε, έτρεξε πίσω του, λαχάνιαζε κι έτρεχε.
Μετά κουράστηκε, δεν μπορούσε να τρέξει άλλο, δεν μπορούσε να το κυνηγήσει
Γύρισε στο σκοτάδι
Καθόταν στη γωνιά της, σ’ένα τετράγωνο κουτί, καλά γωνιασμένο κι έκλαιγε έκλαιγε έκλαιγε συνέχεια.
Τα μάτια της είχαν γίνει κόκκινα
Κι έτσουζαν
Και πονούσε
Και πού και πού
Έβγαζε μια φωνή
Έι!!!
Είναι κανείς εδώ;
Μόνο η φωνή της γύρναγε πίσω ξανά και ξανά και ξανά
Χτυπώντας στους τοίχους της μοναξιάς της
Πέρναγε ο καιρός και πια δεν έβλεπε καλά
Όλα κόκκινα τα έβλεπε και θολά πολύ
Και ίδια, τόσο μα τόσο ίδια
Δεν ήξερε αν είναι πρωί, μεσημέρι, βράδυ πια, μες στο σκοτάδι είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου
Ήξερε ότι μεγάλωνε γιατί πια όταν σηκωνόταν μες το κουτί της, κουτούλαγε το κεφάλι της και πονούσε
Κι έπρεπε να σκύβει
Κι έκλαιγε
Κι όσο έκλαιγε, τόσο μεγάλωνε και κουτούλαγε και ξαναέκλαιγε
Οι μεγάλοι το λένε φαύλο κύκλο
Κάτι σαν το γύρω γύρω όλοι που ποτέ δεν σταματάει; Αυτό!
Όμως…
Κάποτε δεν κατάλαβε πώς
Μύρισε μωβ
Κάπου γύρω
Και σηκώθηκε κάνοντας ωχ! γιατί ξαναχτύπησε
-Ψιτ! άκουσε μια σιγανή φωνή
-Ψιτ εδώ είμαι… ξανακούστηκε η φωνή και πήγε κατά κει προσεχτικά
-Ναι;
-Τι κάνεις εδώ μέσα; ρώτησε η μωβ μυρωδιά
-Τι κάνω εδώ; Μα, κρύβομαι βέβαια! Δεν μπορώ να βγω έξω, είμαι άρρωστη ξέρεις, βαριά άρρωστη και χρειάζομαι φως. Αλλά αυτοί εκεί έξω το έδιωξαν γιατί τους ενοχλούσε και έβαλαν τεχνητά φώτα και φωτογραφίζονται όλο χαρά και νάζι και πια δε μπορώ να βγω έξω γιατί θα πεθάνω στο σκοτάδι.
-Θέλεις να σε πάω στο φως;
-Στο φως; Υπάρχει φως; Αλήθεια; Αλλά πώς; Δεν μπορώ να βγω στο σκοτάδι, θα χαθώ! Δεν με ακούς;
-Σε ακούω προσεκτικά, μωβ είμαι, δεν είμαι κόκκινο. Εγώ ακούω, δε φωνάζω. Άκου τι θα κάνουμε. Θα γίνεις μικρούλα και θα σε τυλίξω καλά καλά να μη σε δει το σκοτάδι, θα σκαρφαλώσουμε σ’ ένα σύννεφο που είναι φίλος μου και θα μας πάει στο φως. Τι λες;
-Θα με τυλίξεις; Πώς; Θα χωρέσω; Αφού έχω μεγαλώσει πια. Πώς θα χωρέσω; Αναρωτήθηκε το κορίτσι και ξανάβαλε τα κλάματα κοκκινίζοντας τα πάντα
-Μην κλαις, σώπα. Ξέχασες πώς ξαναγίνεσαι μικρή τόση δα;
-Ξέχασα, ξέχασα μάλλον. Δεν μπορώ να γίνω μικρή ποτέ ξανά
-Σουτ σου λέω. Μπορείς να γελάσεις;
-Να γελάσω;
-Να γελάσεις!
-Πώς; Γελούσα; Γέλιο; Τι είν’αυτό;
-Γελούσες… δεν μπορεί… Να! Άνοιξε το στόμα όχι τόσο παιδί μου, πιο λίγο, έτσι και κάνε ΧΑ!
-ΧΑ;
-ΧΑ ναι! Και τώρα ξανακάντο πιο γρήγορα ΧΑΧΑΧΑ!
-ΧΑΧΑΧΑ;
-Ωραία! Τώρα μύρισέ με, γέμισε την ψυχή σου μένα, σκέψου το φως και ξανακάνε χαχαχα!
Το κορίτσι έκλεισε τα μάτια, άνοιξε τα ρουθούνια κι άφησε το μωβ να γεμίσει την κόκκινη ύπαρξή της, ένιωσε το μωβ να ξεπλένει τα δάκρυα, τα σκοτάδια, το κουτί, τις γωνίες, την ηχώ, τους τοίχους κι έτσι καθαρή σκέφτηκε το φως να τη ζεσταίνει, να την χαϊδεύει και να της γεμίζει τ’αυτιά με μουσική. Άνοιξε το στόμα και γέλασε με όλη τη δύναμη που είχε
-ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει, να μικραίνει
-Κι άλλο καλή μου, κι άλλο, γέλα κι άλλο.
-Φως, όχι πια κόκκινο, φως!!!!
Φώναζε και γέλαγε, μίκραινε και γέλαγε, γέλαγε και μίκραινε και σε λίγο ένιωσε να τυλίγεται με το μωβ, να γίνεται λουλουδένια και να αιωρείται.
-Θα πάω να δω το φως επιτέλους!
Φώναξε γελώντας και ξάπλωσε απολαμβάνοντας το μωβ ταξίδι της.
Ανέβηκαν στο σύννεφο, τον φίλο του μωβ και γλίστρησαν στους δρόμους του αγεριού.
–Μωβ μου, να σε ρωτήσω κάτι;
-Αμέ, ρώτα.
-Γιατί το έκανες αυτό για μένα;
-Δεν το έκανα για σένα, για μένα το έκανα. Να, κοίτα… Εγώ γεννήθηκα τυχαία κάτω από το τεχνητό φως. Ένα σποράκι έπεσε από το σύννεφο την ώρα που μασούσε πασατέμπους και φύτρωσε ένα φυτούλι που έβγαλε ένα μωβ λουλούδι. Δεν έπρεπε αλλά έγινε. Έτσι. Ήμουν πολύ μόνο όμως, πάρα πολύ. Κι εγώ καθόμουν εκεί κάτω από το φως και καιγόμουν και πονούσα κι έκλαιγα, φώναζα, τραβούσα φούστες, μπατζάκια αλλά κανείς δεν μου έδινε σημασία. Ένα βράδυ όμως, άκουσα το δικό σου κλάμα και είδα το κόκκινο που σ’έτρωγε και τρόμαξα. Αποφάσισα να έρθω να σε βρω. Ξεκάρφωσα το κορμί μου από το φυτούλι και σ’ έψαξα. Καβάλησα τον αέρα και ήρθα Και να’μαστε!
-Γιατί το έκανες όμως;
-Γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς
-Τι εννοείς;
-Δεν ξέρω, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, έπρεπε να σε βρω. Όταν άκουσα το κλάμα σου, όταν είδα το κόκκινο που σε βασάνιζε, έπρεπε να έρθω δίπλα σου, κοντά σου, μαζί σου.
-Καλά έκανες
-Το ξέρω
-Θα μείνεις μαζί μου;
-Ναι θα μείνω
-Θα με κρατάς αγκαλιά;
-Θα σε κρατάω
-Θα φύγεις;
-Όχι
-Αλήθεια;
-Ναι
-Κι αν αλλάξω;
-Γιατί ν’αλλάξεις;
-Γιατί θα ψηλώσω και δεν θα χωράω
-Θα γελάς και θα ξαναμπαίνεις στην αγκαλιά μου
-Θα με θέλεις;
-Ναι
-Καλά
-Κοιμήσου τώρα, έχουμε μακρύ ταξίδι
.
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
To κορίτσι με τ'αστερένιο μάτι, της Amelie Law
Ήταν ένα μικρό κορίτσι που κάθε βράδυ κοίταζε τ' αστέρια
Όταν έχανε κάποιο, άρχιζε να τα μετράει
Κι ας φώναζε η μητέρα της ότι αυτό δεν είναι σωστό
Τ' αστέρια τής έκαναν την καλύτερη παρέα
Και κάποιες φορές κατέβαιναν και έπαιζαν με τα δάχτυλά της
Άλλες πάλι, φορούσε τ'άστρα στα μάτια της για να δει τον κόσμο αλλιώς
Και ο κόσμος της άλλαζε, γινόταν λαμπερός & πολύχρωμος
Το μικρό κορίτσι μεγάλωνε και ήταν πολύ μόνη όταν δεν ήταν νύχτα
Όλοι θεωρούσαν ότι το μικρό κορίτσι που κοίταζε τ' αστέρια ήταν πολύ παράξενο
Και το κορίτσι περίμενε να έρθει η νύχτα ξανά, να βρεθεί κοντά στ'αστέρια της
Τα χρόνια περνούσαν και το κορίτσι περίμενε να βραδυάσει για να είναι χαρούμενο
Το κορίτσι έγινε γυναίκα και πια, δεν είχε ελεύθερο χρόνο. Έπρεπε να δουλέψει. Την ημέρα...
Κάθε μέρα έβλεπε οθόνες και νούμερα
Και τα μάτια της σιγά σιγά στρογγύλεψαν
και μίκρυναν
Αναγκάστηκε να φορέσει γυαλιά
και πια τα αστέρια όταν κατέβαιναν να της κάνουν παρέα
δεν έβρισκαν τα μάτια της
Τα γυαλιά της τα φορούσε πάντα. Τα έβγαζε μόνο όταν κοιμόταν
Ένα βράδυ ένα μικρό αστεράκι αποφάσισε να την ξυπνήσει
Κατέβηκε στο πρόσωπό της και πήρε φωτιά
Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της νιώθοντας τη ζέστη
Παραξενεμένη κοίταξε το μικρό αστέρι που καιγόταν
Και θυμήθηκε τις νυχτιές που ήταν χαρούμενη
Το μικρό αστέρι καιγόταν για κείνη
Θα το κάνεις αυτό για μένα; Ρώτησε η γυναίκα... Θα καείς για να μου θυμίσεις τις νύχτες που ήμουν χαρούμενη;
Θα έκανα τα πάντα για να δω ξανά αστέρια στα μάτια σου, είπε αυτό
Ένα δάκρυ κύλησε κι έσβησε τη φωτιά του μικρού αστεριού
Και τότε, το αστεράκι σκαρφάλωσε πάλι στα μάτια της
Την επόμενη μέρα η γυναίκα πήγε στη δουλειά με καλυμμένο το μάτι
Και τις νύχτες κοιτούσε τον ουρανό με τ'αστερένιο της μάτι
Όταν έχανε κάποιο, άρχιζε να τα μετράει
Κι ας φώναζε η μητέρα της ότι αυτό δεν είναι σωστό
Τ' αστέρια τής έκαναν την καλύτερη παρέα
Και κάποιες φορές κατέβαιναν και έπαιζαν με τα δάχτυλά της
Άλλες πάλι, φορούσε τ'άστρα στα μάτια της για να δει τον κόσμο αλλιώς
Και ο κόσμος της άλλαζε, γινόταν λαμπερός & πολύχρωμος
Το μικρό κορίτσι μεγάλωνε και ήταν πολύ μόνη όταν δεν ήταν νύχτα
Όλοι θεωρούσαν ότι το μικρό κορίτσι που κοίταζε τ' αστέρια ήταν πολύ παράξενο
Και το κορίτσι περίμενε να έρθει η νύχτα ξανά, να βρεθεί κοντά στ'αστέρια της
Τα χρόνια περνούσαν και το κορίτσι περίμενε να βραδυάσει για να είναι χαρούμενο
Το κορίτσι έγινε γυναίκα και πια, δεν είχε ελεύθερο χρόνο. Έπρεπε να δουλέψει. Την ημέρα...
Κάθε μέρα έβλεπε οθόνες και νούμερα
Και τα μάτια της σιγά σιγά στρογγύλεψαν
και μίκρυναν
Αναγκάστηκε να φορέσει γυαλιά
και πια τα αστέρια όταν κατέβαιναν να της κάνουν παρέα
δεν έβρισκαν τα μάτια της
Τα γυαλιά της τα φορούσε πάντα. Τα έβγαζε μόνο όταν κοιμόταν
Ένα βράδυ ένα μικρό αστεράκι αποφάσισε να την ξυπνήσει
Κατέβηκε στο πρόσωπό της και πήρε φωτιά
Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της νιώθοντας τη ζέστη
Παραξενεμένη κοίταξε το μικρό αστέρι που καιγόταν
Και θυμήθηκε τις νυχτιές που ήταν χαρούμενη
Το μικρό αστέρι καιγόταν για κείνη
Θα το κάνεις αυτό για μένα; Ρώτησε η γυναίκα... Θα καείς για να μου θυμίσεις τις νύχτες που ήμουν χαρούμενη;
Θα έκανα τα πάντα για να δω ξανά αστέρια στα μάτια σου, είπε αυτό
Ένα δάκρυ κύλησε κι έσβησε τη φωτιά του μικρού αστεριού
Και τότε, το αστεράκι σκαρφάλωσε πάλι στα μάτια της
Την επόμενη μέρα η γυναίκα πήγε στη δουλειά με καλυμμένο το μάτι
Και τις νύχτες κοιτούσε τον ουρανό με τ'αστερένιο της μάτι
Ετικέτες
ΒΙΝΤΕΟΠΑΡΑΜΥΘΙΑ,
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΦΙΛΩΝ
Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010
Ο Άνθρωπος είναι ένα ψάρι με μαγιό του μπάνιου.
Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνον νερό. Όλη η γη ήταν μια απέραντη θάλασσα. Ώσπου μια μέρα, βγήκε απ΄το νερό ένα ψάρι, που το έλεγαν Γουαντα, και ξάπλωσε στην αμμουδιά για να κάνει ηλιοθεραπεία. Όταν γύρισε το βράδυ στην θαλάσσια γειτονιά του όλα τα ψάρια ξετρελάθηκαν και προκειμένου να μάθουν που απέκτησε αυτό το ωραίο σοκολατί χρώμα, τον κερνούσαν ποτά μέχρι το πρωί στο τοπικό μπαράκι. Ο Γουαντα όμως, που ήτανε και λίγο πονηρός, σκέφτηκε πως αν πει το μυστικό του θα τρέξουν όλοι να μαυρίσουν και τότε θα πάψει να είναι το κέντρο της προσοχής. Αυτό κράτησε λίγο καιρό. Ο Γουάντα σεργιανούσε περήφανος στη γειτονιά και όλοι τον κοιτούσαν με θαυμασμό και ζήλια, και για να πούμε την αλήθεια, με περισσότερη ζήλια και λιγότερο θαυμασμό. Όλα τα κορίτσια ήταν ερωτευμένα μαζί του και ο Γουάντα δεν έχασε την ευκαιρία και έκανε ότι θα έκανε και κάθε έξυπνο ψάρι αν βρισκόταν στη θέση του, παντρεύτηκε την ωραιότερη. Δεν σας είπα όμως ότι ο Γουαντα είχε ένα μικρό ελάττωμα, παραμιλούσε στον ύπνο του. Κάποια στιγμή, επόμενο ήταν, τον άκουσε ένα βράδυ η γυναίκα του και την άλλη μέρα το πρωί το είπε εμπιστευτικά σε μια από τις φιλενάδες της κι αυτή με σειρά της σε μια άλλη και μέχρι το μεσημέρι, όπως λέει κι ο λόγος, το μάθανε και οι γάτες. Έτσι όταν ο Γουαντα αποφάσισε να ξαναπάει για ηλιοθεραπεία βρήκε όλη την παραλία γεμάτη με ψάρια.
Από τότε η ηλιοθεραπεία έγινε μια ευχάριστη διασκέδαση για τα ψάρια που συναγωνίζονταν ποιο θα μαυρίσει περισσότερο και καλύτερα. Κάθονταν στην παραλία και λιαζόντουσαν με τις ώρες, αλείφοντας τα κορμιά τους με διάφορες κρέμες μαυρίσματος, και επειδή η μέρα δεν περνούσε εύκολα κάποιο απ΄τα ψάρια που το έλεγαν Γουίλιαμ Μόργκαν, εφεύρε το βόλεϊ, και κάποιο άλλο, δεν θυμάμαι ακριβώς πιο, τις ρακέτες και ένα τρίτο το τένις- το όνομα του ήταν Γουόλτερ Γουίγκφιλντ, και ένα τέταρτο το σερφινκ, και ο καιρός περνούσε ευχάριστα τόσο που κανείς δεν πρόσεξε, παρά μόνον όταν ήταν πια πολύ αργά, ότι τα βράγχια τους έγιναν πνευμόνια, ότι τα λέπια τους χάθηκαν και αντικαταστάθηκαν με δέρμα, ότι τα πτερύγια τους έγιναν χέρια για να παίζουν καλύτερα βόλεϊ και ότι απέκτησαν πόδια για να μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες. Όχι ότι στεναχωρέθηκε και κανείς ιδιαίτερα απ΄ αυτές τις μικροαλλαγές. Θα μου πείτε, ΄΄κι εσύ που το ξέρεις;΄΄ Και όμως, το ξέρω γιατί διαφορετικά δεν θα αγόραζαν αυτοκίνητα, ούτε θα φορούσαν μαγιό και βερμούδες, και οπωσδήποτε δεν θα βάζανε γυαλιά για τον ήλιο ή για την τηλεόραση. Και για να μην σας καθυστερώ, θα σας το πω με δυο μόνον λόγια: Eτσι μας προέκυψε ο άνθρωπος.
Από τότε έχει περάσει πολύς καιρός και όλοι μας έχουμε ξεχάσει την πραγματική καταγωγή μας, και πρώτος και καλύτερος ο Δαρβίνος, που ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Αλλά η απόδειξη, ότι κάποτε ο άνθρωπος ήταν ψάρι, είναι το γεγονός ότι κάνουμε ότι μπορούμε για να είμαστε κοντά στη θάλασσα και στο νερό. Είμαστε ικανοί να διανύσουμε πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα, ειδικά το καλοκαίρι στις διακοπές, για να περάσουμε λίγες μέρες σε μια όμορφη παραλία με καθαρά νερά και να κολυμπήσουμε. Και τις άλλες, όμως, εποχές του έτους βουτάμε στις πισίνες, κάνουμε ντους ή μουλιάζουμε σε κάποια μπανιέρα ή σάουνα, χωρίς να υπολογίσουμε τα θερμά ή ιαματικά λουτρά, το τζακουζι, το χαμάμ, το μπάνιο στα ποτάμια και στις λίμνες και φυσικά, πάνω απ΄ όλα, μας αρέσει να πίνουμε πολύ νερό. Επιβεβαιώνουμε έτσι την προέλευση μας από τη θάλασσα και το νερό, που μας δροσίζει, μας ηρεμεί, μας κάνει καλό στην υγειά μας και γενικά δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό.
Αν λοιπόν ποτέ συναντήσετε αυτόν τον εξυπνάκια που λέγεται Δαρβίνος, είναι ένας γέρος με μακριά γένια που παριστάνει τον επιστήμονα, και σας ρωτήσει ΄΄γιατί ο άνθρωπος τρώει τα ψάρια;΄΄ εσείς να του απαντήσετε ΄΄ότι και στη θάλασσα ακόμα, το μεγαλύτερο ψάρι τρώει το πιο μικρό΄΄. Κι αν αυτός σας ξαναρωτήσει ΄΄πίνουν τα ψάρια νερό;΄΄ εσείς να του πείτε ότι ΄΄και βέβαια πίνουν, ειδικά όταν κάνουν ηλιοθεραπεία τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού΄΄. Και για να τον ξεφορτωθείτε, ώστε να μην σας ενοχλήσει άλλο, ζητήστε του να σας εξηγήσει ΄΄πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος να κατάγεται από τον πίθηκο αφού ο πίθηκος ούτε πλένεται, ούτε ξέρει να κολυμπάει;΄΄.
ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΘΗΝΑ
Ετικέτες
ΟΛΟΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΚΑΡΑΜΕΛΟΚΟΣΜΟΣ
Κα ΜΑΤΙΛΝΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΑΚΗ
Υπουργό Πολιτισμού
Κοιν:
Κο Σοφόκλη Παλαιοντολογίδη
Γενικό Γραμματέα Αναπανταχού Αρχαιοτήτων
9 Σεπτεμβρίου 2010
Αγαπητή μου κα Υπουργού,
Στο πλαίσιο της επιστημονικής ανενημέρωσής σας, οφείλω να σας επαναφέρω συνοπτικά τα εξής:
Παρακολουθώντας τις έρευνες των επιφανών αμελετητών της υποθετικής αρχαιολογίας, κυρίους – κυρίες, Μ. Ανασκαφόγλου και Ν.Τυμβοριχοπούλου, επανακαλύψαμε σε μια ανακατασκαφή στον ποταμό Ιορδάνη (ψευδώνυμο), ένα μάτσο από παλιούς αλλά καλοκακοδιατηρημένους χοιρόγραφους παπύρους. Όταν αποανακωδικοποιήσαμε τα κείμενα, (Μινωική σφηνοειδής γραφή Νο 4), αντιληφτήκαμε ότι πρόκειται για χαμένα κεφάλαια της Βίβλου που χάθηκαν. Ο συγγραφέας τους, αυτός που τα έγραψε δηλ., για κάποιο λόγο, άγνωστο σε μας, θεόρησε σκόπιμο να μην τα συμπεριλάβει στην πρώτη έκδοση, ούτε και σε καμία άλλη από τις 695.442 εκδόσεις έκτοτε. Το γεγονός όμως ότι τα φύλαξε κρυμμένα, μας οδηγεί στο ανασφαλές συμπέρασμα ότι μάλλον τα κείμενα αυτά απορρίφτηκαν από κάποια επιτροπή λογοκρατισίας της μακρινής εκείνης εποχής, για λόγους, το τονίζω πάλι, αγνώστους ακόμα και σε μας. Φυσικά μιλάμε για πολλά χρόνια πριν την γέννηση του Χριστού και όχι μόνον, γιατί μόνο τότε συνέβαιναν τόσο αποτρόπαια και φρυχτά πράγματα στην Ανθρωπότητα.
Στα χειρόγραφα αυτά, εν συντομογραφία, επαναφέρεται ότι ο Θεός είχε ένα γιο που του άρεσαν πολύ οι καραμέλες και όχι μόνον, αλλά κυρίως. Όταν, λοιπόν, Αυτός αποφάσισε να δημιουργήσει τον Κόσμο, όπως τον ξέρουμε σήμερα, (σχετικά με τα προβλήματα του, θα μιλήσουμε άλλη φορά), ο γιος αποφάσισε να φτιάξει ένα άλλο μικρότερο κόσμο μέσα στον Μεγάλο Κόσμο του Πατέρα του. Αυτό, μην σας φαίνεται καθόλου παράξενο, υπερβολικό, και όχι μόνον, γιατί ο γιος ήταν εξίσου παντοδύναμος με τον Πατέρα του, (το μήλο κάτω από την μηλιά δεν λένε;) και για να ανακριβολογούμε, όταν επαναφερόμαστε στις ιδιότητες του γιου που ήταν μικρός, δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο Παντοδύναμος, αλλά τον όρο παντοδυναμούλης, με πεζό π.
Έφτιαχνε, λοιπόν, ο Μπαμπάς τον Κόσμο του, έφτιαχνε και ο πιτσιρικάς τον δικό του, ίδιο κι απαράλλακτο, τόσο που κανείς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τους δυο κόσμους, αν του γιου δεν ήταν φτιαγμένος από καραμέλα.
Για να μην μακρολογώ, γνωρίζοντας τον περιορισμένο χρόνο που έχετε στην διάθεση σας λόγω υπερβολικά πολλών ανθυποχρεώσεων και για να μην γίνομαι και βαρετός, μετά από κοπιώδεις έρευνες, ο καραμελόκοσμος βρέθηκε. Σ΄αυτό συνέβαλαν και συνετέλεσαν, οι σχεδιασμένοι χάρτες που υπήρχαν στα χειρόγραφα και όχι μόνον. Βέβαια, δεν ήταν και τόσο εύκολο, παρ΄ όλο που είχαμε την ακριβή διεύθυνση (Οδό και αριθμό), γιατί το φυσικό περιβάλλον υπέστη σημαντικές, κοσμογονικού μεγέθους, αγιολογικές και γεωλογικές αλλαγές και άλλες αλιεύσεις και αλλοιώσεις, και τα ονόματα των δρόμων επίσης. Το χειρότερο απ΄ όλα όμως, ήταν ότι κάποιοι χάλασαν το πάρκο για να κτίσουν ένα μεγάλο Σουπερμάρκετ, (δεν παραλείπω να πω ότι έχει εξαιρετικές τιμές και πλούσιο ρεπερτόριο προϊόντων). Ευτυχώς όμως δεν πείραξαν καθόλου τη μικρή πλατεία με το σιντριβάνι και τα λιονταράκια που φτύνουν νερό, οπότε αν ακολουθήσεις τον δρόμο που περνάει ακριβώς από πάνω και μετά από τριάντα μέτρα στρίψεις αριστερά και στο πρώτο λουλουδένιο, αυτό που είναι απέναντι από την ταβέρνα του ‘’Λευτέρη’’ με τα νόστιμα καφεδάκια, πάλι αριστερά μέχρι την πέτρινη σκάλα και μετά δεξιά και ευθεία όπως πάει ο δρόμος, θα φτάσεις σε ένα μικρό άλσος με μια λιμνούλα στη μέση (όχι και πολύ μικρή). Μην αφήσεις να παρασυρθείς από εύκολα συμπεράσματα, να μην ξεγελαστείς από το άγριο τοπίο και την πλούσια βλάστηση, γιατί εκεί είναι ο καραμελόκοσμος. Αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά, θα δεις κροκόδειλους, φίδια, τηγανητά αυγά, αριθμούς, λαγουδάκια, γοργόνες, φασόλια, γράμματα, μούσμουλα, σφραγίδες, δελφίνια, ανοιχτήρια, λουλούδια, γουρουνάκια, κι ένας θεός ξέρει τι ακόμα. Όλα από καραμέλα. Τυχαίο;
Παρέλειψα να σας αναφέρω, ότι οι εργασίες αποκατάστασης καθυστερούν, γιατί το προσωπικό κωλυσιεργεί και κλυδωνίζεται από πολιτικές και ανοικονόμητες δι΄ εκδικήσεις και το κοινό είναι ιδιαίτερα ανυπόμονο. Αν δεν δοθεί σε ευρεία διάθεση μέχρι το τέλος του Ιουνίου οι επιπτώσεις για τον τουρισμό μας θα είναι μοιραία, και όχι μόνον, καταστροφολογικές. Χιλιάδες άνθρωποι, και όχι μόνο, απ΄ όλο τον πλανήτη επιθυμούν να τον επισκεφτούν, κυρίως όμως επιστήμονες και παιδιά. Οι πρώτοι για να μελετήσουν τη μεγαλύτερη αρχαιολογική ανακάλυψη των τελευταίων και βαλε δεκαετιών και οι δεύτεροι για να γευτούν τις καραμέλες με την θεϊκή γεύση.
Ως αναμνηστικό, σας εσωκλείω ένα σακουλάκι με μερικά αρχαιολογικά ευρήματα και σας εύχομαι απόλαυση, λαιμαργία, γνώση και όχι μόνον.
Σας υπόσχομαι ότι θα επανέλθω με νέα σημαντικά αρχα’ι’κολογικά ευρήματα.
Μετά τιμής και δικός σας,
Βύρων Αρχαιοκαπηλίδης
Εξέχων μέλος Ε.Ε.Ξ.Α.
(Ένωση Ερευνητών Ξεχασμένων Ανακαταλήψεων).
Υ.Γ.
Θα παραλείψετε και όχι να με ενημερώσετε για την τιμή του εισιτηρίου
Ετικέτες
ΟΛΟΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010
ΚΑΤ΄ ΕΙΚΟΝΑ (του Δημοσθένη ΒΟΥΤΥΡΑ)
Γιγάντια λουλούδια, πολύχρωμα, που κάτω χοροπηδούσαν εκατοντάδες χερουβίμ, λόφοι κάτασπροι σαν από χιόνι, γεμάτοι από λουλούδια μεγάλα όσο τα δέντρα της γης, που ’χαν μαζί με τη μυρουδιά τους και φως σαν άπειροι μικροί ήλιοι. Και πάνω πλανόντανε σιγά σύννεφα με διάφορους χρωματισμούς και μαζί τους τρέχανε παίζοντας και ψάλλοντας πολλά χερουβίμ...
Μια μέρα όμως, τα σύννεφα δε γυρίζανε, δεν πλανόντουσαν, αλλ’ ακίνητα μένανε, και τα χερουβίμ καθισμένα πάνω τους, δεν τραγουδούσαν, δεν παίζανε, αλλά κοίταζαν κάτω κάτι που ο Πλάστης κατασκεύαζε. Και οι άγγελοι κι αυτοί καθισμένοι στην πολύχρωμη χλόη γύρω απ’ τον Πλάστη, κοιτάζανε με προσοχή. Όμοια έκαναν και τα χερουβίμ που τους άρεσε να παίζουν κάτω από τα γιγάντια λουλούδια. Είχανε μάλιστα ανέβει επάνω τους, επάνω στα γιγάντια λουλούδια, για να βλέπουν καλά. Κι έμεναν σιωπηλά.
Ο Πλάστης είχε χαμογελάσει, το ’δαν όλοι, οι άγγελοι και τα χερουβίμ και όλα τ’ άλλα, την ώρα που κάτι έφκιαχνε....
— Μα τι να φκιάχνει;
Όλοι είχαν την περιέργεια να δουν.
Από μέρες ο Πλάστης είχε αρχίσει την κατασκευή ζώων. Και άμα τα έπλαθε, φυσούσε και πέρνανε ζωή, ύστερα τα πετούσε στη γη που κάτω γύριζε σα ζητιάνος ζητώντας ελεημοσύνη.
Και είχε κάνει τόσα και τόσα που φαινότανε να τρέχουνε στον πλανήτη που πριν ήταν έρημος.
Αυτή την ημέρα έφκιαχνε ουραγκοτάγκους, μαϊμούδες, όταν για μια στιγμή χαμογέλασε, ενώ ήταν πάντα σοβαρός.
Μια μαϊμού με κεφάλι άλλου ζώου μακρουλό, βγήκε απ’ τα χέρια του.
Τα χερουβίμ βάλανε τα γέλια, οι άγγελοι χειροκροτούσαν, και ο Εωσφόρος, που καθόταν κάτω από ένα κίτρινο λουλούδι, χαμογέλασε...
Ο Πλάστης άμα τα ’στειλε στη γη, χωρίς να πάψει να χαμογελά, γρήγορα άρχισε άλλο ζώο να φκιάχνει. Και σε λίγο ήταν έτοιμο. Αυτό το ζώο είχε το κεφάλι όμοιο, ομοιότατο με της μαϊμούς που είχε κάνει πριν. Το φύσηξε. Το ζώο κινήθηκε και άρχισε να γαβγίζει...
Έκανε και το ταίρι του και τα πέταξε στη γη.
Άρχισε ο Πλάστης άλλο. Αλλά τώρα δε χαμογελούσε, ξεκαρδιζόταν απ’ τα γέλια. Ο Εωσφόρος κοίταζε με προσοχή, ενώ τα χερουβίμ και οι άγγελοι γελούσαν βλέποντας τον Πλάστη να γελά.
Κάτι που έμοιαζε με ουραγκοτάγκο και ουραγκοτάγκος δεν ήταν, είχε παρουσιαστεί....
Και ο Πλάστης γελούσε. Το έστησε όρθιο.
— Τι ’ναι αυτό; ρώτησαν οι άγγελοι....
— Αυτό, αυτό, άστε το αυτό, έκανε ο Πλάστης ξεκαρδισμένος απ’ τα γέλια και κρατώντας την κοιλιά του, τώρα θα σας πω.....
Και θέλησε να φυσήξει, να δώσει πνοή στο παράδοξο ζώο, αλλά δεν μπόρεσε απ’ τα γέλια.
— Μπα! είπε και κοίταξε γύρω του.
Είδε τον Εωσφόρο να μη γελά, αλλά να κοιτάζει με προσοχή.
— Έλα, συ, του φώναξε, και φύσηξε δω!... Εγώ δεν μπορώ, το βλέπεις!..
Ο Εωσφόρος έτρεξε και φύσηξε μ’ όλη του τη δύναμη.
Το ζώο το δίποδο, το άψυχο μεμιάς πήρε ζωή και κινήθηκε. Τα μάτια του γενήκαν υπερήφανα και κοίταξε γύρω του περιφρονητικά.
Οι άγγελοι, τα χερουβίμ γελούσαν.
— Μα τι ’ναι αυτό; ρώτησε ένας άγγελος τον Πλάστη.
— Αυτός, αυτός είναι ο σύντροφος του ζώου εκείνου που γάβγιζε..., του απάντησε ο Πλάστης. Και ακούτε, ακούτε! Θα λέει ότι μου μοιάζει, ότι τον έκανα κοιτάζοντας τη μορφή μου!.....
Τα γέλια ξέσπασαν πιο δυνατά, πιο ορμητικά. Αλλά δε γελούσαν μόνο αυτοί· γελούσαν τώρα και τα σύννεφα, τα λουλούδια, η χλόη, τα πάντα. Μόνο κάτω απ’ τη γη ήρθε ένα ασθενικό κλάψιμο.
Το ζώο όμως το δίποδο κοίταξε όλους περιφρονητικά και αυτόν ακόμα τον Πλάστη που είχε πέσει κάτω στην πολύχρωμη χλόη απ’ τα γέλια...
Και κινήθηκε έπειτα το δίποδο και βάδισε μες στον παράδεισο σαν σε δικό του σπίτι, ή μέρος. Αλλά δεν έκανε και πολλά βήματα γιατί το πόδι του Πλάστη το βρήκε στα οπίσθια...Το δίποδο ζώο έτσι τινάχτηκε στη γη.
• περιοδικό «Νέα Γράμματα», Ιαν. 1924
Ο Πλάστης είχε χαμογελάσει, το ’δαν όλοι, οι άγγελοι και τα χερουβίμ και όλα τ’ άλλα, την ώρα που κάτι έφκιαχνε....
— Μα τι να φκιάχνει;
Όλοι είχαν την περιέργεια να δουν.
Από μέρες ο Πλάστης είχε αρχίσει την κατασκευή ζώων. Και άμα τα έπλαθε, φυσούσε και πέρνανε ζωή, ύστερα τα πετούσε στη γη που κάτω γύριζε σα ζητιάνος ζητώντας ελεημοσύνη.
Και είχε κάνει τόσα και τόσα που φαινότανε να τρέχουνε στον πλανήτη που πριν ήταν έρημος.
Αυτή την ημέρα έφκιαχνε ουραγκοτάγκους, μαϊμούδες, όταν για μια στιγμή χαμογέλασε, ενώ ήταν πάντα σοβαρός.
Μια μαϊμού με κεφάλι άλλου ζώου μακρουλό, βγήκε απ’ τα χέρια του.
Τα χερουβίμ βάλανε τα γέλια, οι άγγελοι χειροκροτούσαν, και ο Εωσφόρος, που καθόταν κάτω από ένα κίτρινο λουλούδι, χαμογέλασε...
Ο Πλάστης άμα τα ’στειλε στη γη, χωρίς να πάψει να χαμογελά, γρήγορα άρχισε άλλο ζώο να φκιάχνει. Και σε λίγο ήταν έτοιμο. Αυτό το ζώο είχε το κεφάλι όμοιο, ομοιότατο με της μαϊμούς που είχε κάνει πριν. Το φύσηξε. Το ζώο κινήθηκε και άρχισε να γαβγίζει...
Έκανε και το ταίρι του και τα πέταξε στη γη.
Άρχισε ο Πλάστης άλλο. Αλλά τώρα δε χαμογελούσε, ξεκαρδιζόταν απ’ τα γέλια. Ο Εωσφόρος κοίταζε με προσοχή, ενώ τα χερουβίμ και οι άγγελοι γελούσαν βλέποντας τον Πλάστη να γελά.
Κάτι που έμοιαζε με ουραγκοτάγκο και ουραγκοτάγκος δεν ήταν, είχε παρουσιαστεί....
Και ο Πλάστης γελούσε. Το έστησε όρθιο.
— Τι ’ναι αυτό; ρώτησαν οι άγγελοι....
— Αυτό, αυτό, άστε το αυτό, έκανε ο Πλάστης ξεκαρδισμένος απ’ τα γέλια και κρατώντας την κοιλιά του, τώρα θα σας πω.....
Και θέλησε να φυσήξει, να δώσει πνοή στο παράδοξο ζώο, αλλά δεν μπόρεσε απ’ τα γέλια.
— Μπα! είπε και κοίταξε γύρω του.
Είδε τον Εωσφόρο να μη γελά, αλλά να κοιτάζει με προσοχή.
— Έλα, συ, του φώναξε, και φύσηξε δω!... Εγώ δεν μπορώ, το βλέπεις!..
Ο Εωσφόρος έτρεξε και φύσηξε μ’ όλη του τη δύναμη.
Το ζώο το δίποδο, το άψυχο μεμιάς πήρε ζωή και κινήθηκε. Τα μάτια του γενήκαν υπερήφανα και κοίταξε γύρω του περιφρονητικά.
Οι άγγελοι, τα χερουβίμ γελούσαν.
— Μα τι ’ναι αυτό; ρώτησε ένας άγγελος τον Πλάστη.
— Αυτός, αυτός είναι ο σύντροφος του ζώου εκείνου που γάβγιζε..., του απάντησε ο Πλάστης. Και ακούτε, ακούτε! Θα λέει ότι μου μοιάζει, ότι τον έκανα κοιτάζοντας τη μορφή μου!.....
Τα γέλια ξέσπασαν πιο δυνατά, πιο ορμητικά. Αλλά δε γελούσαν μόνο αυτοί· γελούσαν τώρα και τα σύννεφα, τα λουλούδια, η χλόη, τα πάντα. Μόνο κάτω απ’ τη γη ήρθε ένα ασθενικό κλάψιμο.
Το ζώο όμως το δίποδο κοίταξε όλους περιφρονητικά και αυτόν ακόμα τον Πλάστη που είχε πέσει κάτω στην πολύχρωμη χλόη απ’ τα γέλια...
Και κινήθηκε έπειτα το δίποδο και βάδισε μες στον παράδεισο σαν σε δικό του σπίτι, ή μέρος. Αλλά δεν έκανε και πολλά βήματα γιατί το πόδι του Πλάστη το βρήκε στα οπίσθια...Το δίποδο ζώο έτσι τινάχτηκε στη γη.
• περιοδικό «Νέα Γράμματα», Ιαν. 1924
Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010
Σάββατο 10 Ιουλίου 2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)