Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Το Aναρχικό Όμικρον (by Apollonia)

Από μικρό παιδί το Όμικρον ήταν πολύ απείθαρχο. Δεν άκουγε ποτέ κανέναν και… κλεινόταν πάντα στον εαυτό του! Ένα σαράκι όμως το έτρωγε μέσα του… Ένας μεγάλος καημός τον οποίο δεν τολμούσε να εκφράσει σε κανέναν… Μα πώς μπόρεσαν να του το κάνουν αυτό; Ήταν δυνατόν να μη βλέπει κανένας από τους συγγενείς του πόσο ξεχωριστό ήταν; Πόσο Όμορφο, πόσο Ολοκληρωμένο μέσα στην ίδια του την ύπαρξη;



Μα πώς μπόρεσαν να με βάλουν δέκατο πέμπτο στη σειρά; αναρωτιόταν μέσα του και μούτρωνε όλο και περισσότερο. Πώς; Γιατί;



Αλλά πού να βρεις άκρη με τέτοιο σόι; Είκοσι τέσσερις ήταν, ζωή να ‘χουν! Καθένας για τον εαυτό του!



Όταν έκλεισε τα Οχτώ τόλμησε να υψώσει τη φωνή του!



Τι Οικογένεια είστε εσείς, μου λέτε; Δεν είναι έτσι οι ελληνικές οικογένειες! Δεν έχετε ακούσει το «ένας για Όλους και Όλοι για το Όμικρον;» γκρίνιαξε με πείσμα όπως κάνουν όλα τα οχτάχρονα.



Κανείς όμως δεν του ‘δωσε σημασία. Το Άλφα τον κοίταξε αφ’ υψηλού.



-Άκου να σου πω μικρέ, οι αναρχίες δεν περνάνε εδώ. Αλλού αυτά.



Αυτό ήταν. Στα δεκαπέντε του το Όμικρον είχε γίνει ήδη αναρχικό! Δεν υπήρχε πορεία για πορεία που να μην συμμετείχε… για την ακρίβεια έπαιρνε πάντα τη δεύτερη θέση στις πορείες, ακριβώς πίσω από τον μεγάλο αρχηγό, το Πι. Μεγάλη διάνοια ο αρχηγός! Μέχρι και το μικρό Όμικρον του το αναγνώριζε αυτό!



Εξάλλου, δεν είχε πρόβλημα με το Πι αλλά με το Άλφα. Με τη συμπεριφορά του Άμυαλου Άλφα, με τη δήθεν Ανωτερότητά του. Ποτέ του δεν μπόρεσε να ξεχάσει τον τρόπο με τον οποίο του είχε μιλήσει το Άλφα. Θα σου δείξω εγώ, σκεφτόταν το μικρό όμικρον μανιασμένο.



Στα δεκαέξι του φορούσε κουκούλες και έγραφε στους walls και στα κείμενα word ένα Άλφα κεφαλαίο κλεισμένο μέσα σε ένα Όμικρον. Χα! Ήθελε να του δείξει πόσο καλύτερο και μεγαλύτερο ήταν το Όμικρον από το Άλφα. Κάτω στα Άλφα! φώναζε.



Έφτασε δεκαοχτώ και όμως, το κρυφό του Όνειρο τον βασάνιζε ακόμη. Είχε ένα μεγάλο Όραμα το οποίο δεν ξεχνούσε στιγμή. Αν μπορούσα να φύγω από δω… αν μπορούσα να την κάνω… θα τους έδειχνα εγώ. Τότε θα εκτιμούσαν την αξία μου. Τότε θα τους έλειπα πραγματικά, και θα με παρακαλούσαν να γυρίσω. Τι λέω; Θα με ικέτευαν γονατιστοί. Θα έφτιαχναν έναν μεγάλο Οργανισμό με τίτλο: «ΟΟΟ». Οπαδοί του Όμορφου Όμικρον. Μέχρι και το όνομα θα μου άλλαζαν οι οπαδοί μου. Όχι πια μικρός! Θα με φώναζαν Ομέγαλον! Τέτοια όνειρα με μεγαλεία σκεφτόταν το Όμικρον. Ώσπου μια μέρα…



-Ουουουου!!! Ψιιιιιιιτ! Έι! Ξυπνήστε βρε παιδιά! το όμικρον άρχισε να φωνάζει δεξιά κι αριστερά. Σκούντησε το Ιώτα στ’ αριστερά του που κοιμόταν πάντα όρθιο. Έι, ξέχασε το καπάκι ανοιχτό!



-Ποιο καπάκι, καλέ; Ποιος το ξέχασε; ρώτησε το Ιώτα.



-Αυτή! Πώς το λένε; Το λάπτοπ! Το άφησε ανοιχτό! Ξέχασε να μας σκεπάσει! Ευκαιρία να την κάνουμε!



-Εγώ δεν το κουνάω ρούπι! Να μου κάνεις τη χάρη. Αν θες ξεσήκωσε το Ήτα και το Ύψιλον να τα πάρεις μαζί σου. Ευκαιρία να μας αδειάσουν τη γωνιά!



-Σ’ έπιασαν πάλι οι Ιωτακισμοί; Τρομάρα σου! Μεγάλη Ιδέα έχεις για τον εαυτό σου! Είσαι… είσαι… ένα Ιδιότροπο, Ιδιόμορφο, Ιδιοπαθή Ιώτα… Το όμικρον φούσκωσε κι άλλο από το άχτι του. Αφού τον στόλισε με όσα κοσμητικά επίθετα μπόρεσε να βρει, στράφηκε στο Πι. Κι από κει όμως δεν πήρε καλύτερη απάντηση.



-Θα μείνω εδώ να συνεχίσω τον αγώνα. Αν δεν είμαι εγώ, ποιος θα πηγαίνει μπροστά στις Πορείες; Πρέπει να Προσπαθήσω και να Παλέψω. Είμαι Παλικάρι εγώ! Πρέπει να Πολεμήσω για την Πατρίδα, για το Περιβάλλον και την Παγκοσμιοποίηση…



Πάει το ‘χασε και το Πι… Κρίμα. Αυτά παθαίνουν οι ιδιοφυίες. Απ’ το πολύ μυαλό στο τέλος τα χάνουν… σκέφτηκε στενοχωρημένο το Όμικρον. Αλλά δεν απογοητεύτηκε.



Είχε μπροστά του μια μεγάλη ευκαιρία. Το Όνειρό του θα γινόταν πραγματικότητα. Ή τώρα ή ποτέ.



Άρχισε να τραμπαλίζεται μπρος πίσω για να πάρει φόρα. Έι…οπ! Έι…οπ! Μια, δυο, τρεις και επιτέλους… κύλησε!!! Κύλησε κάτω από το κουτάκι του, συνέχισε να κυλάει κι όταν έφτασε στην άκρη του πληκτρολογίου, έδωσε έναν πήδο κι αυτό ήταν.



Εξαφανίστηκε!








Και είχε δίκι_! ΄_λα τα γράμματα κατάλαβαν την αξία τ_υ. Και τα είκ_σι τέσσερα! Τ_  σ΄_ι  τ_υ  αγωνι_ύσε για την τύχη τ_υ και περίμενε π_΄τε θα γυρίσει πίσω. Ένα δυ_ μήνες μετά, ένα φτερ_΄ π_υ ήταν περαστικ_΄ απ’ τη γειτ_νιά των γραμμάτων (τ_ πρ_σέλαβαν για να τ_υς ξεσκ_νίσει λίγ_), τ_υς είπε _΄τι είχε δει τ_  _΄μικρ_ν  στην άκρη εν_΄ς πεζ_δρ_μί_υ.



_λ_μ_΄ναχ_ και λυπημέν_.



Τ_ν ρώτησε τι είχε κι εκείν_ τ_υ εκμυστηρεύτηκε _΄τι χωρίς την _ικ_γένειά τ_υ ήταν ένα τίπ_τε. Ένα μηδενικ_΄. ΄_χι πρ_΄ταση, _ύτε λέξη δεν μπ_ρ_ύσε να βγάλει τώρα. Ακ_΄μη κι αν έρχεται πρώτ_ς, τι να το κάνει; Τι αξία έχει ένα άρθρ_ χωρίς τ_ _υσιαστικ_΄ τ_υ;



Τ_ φτερ_΄ τ_υ πρ_΄τεινε να τ_ σπρώξει και να τ_ β_ηθήσει να επιστρέψει στη θέση τ_υ. Αλλά τ_  _΄μικρ_ν  ντρεπ_΄ταν π_λύ. Πώς να ρίξει τα μ_ύτρα τ_υ και να γυρίσει πίσω; ΄_χι δε γιν_΄ταν.



Αυτά τ_υς είπε τ_ φτερ_΄ και έπεσε σε κατάθλιψη η _ικ_γένειά τ_υ.



Γιατί παρά τα _΄σα πίστευε εκείν_, είναι αγαπημένη _ικ_γένεια. Με ισχυρ_ύς δεσμ_ύς… και αγαπά βαθιά _ ένας τ_ν άλλ_ν.



Ακ_΄μη κι εγώ, η ιδι_κτήτρια τ_υ λάπτ_π, π_υ έκανα τ_ λάθ_ς μια φ_ρά να τ_ αφήσω ξεσκέπαστ_, ακ_΄μη κι εγώ έχω λυπηθεί π_λύ με την απ_υσία τ_υ. Αν τ_ δείτε π_υθενά πείτε τ_υ πως τ_ παρακαλ_ύμε π_λύ  ΄_λ_ι  να γυρίσει πίσω. Κ_ντά μας…



Αν τ_ δείτε δώστε τ_υ παρακαλώ αυτ_΄ τ_ μήνυμα απ_΄ μένα:
«Τø μøνø πøυ έχøυμε είναι ø ένας τøν άλλøν!»







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου