Οι πρώτοι παλμοί της καρδιάς μου χτύπησαν σε ένα μέρος γεμάτο νερό. Μιλάμε για πολύ νερό! Δεν είχα συνείδηση ακόμη. Δημιουργούσα όμως μνήμες. Μνήμες που θα με ακολουθούσαν μια ζωή…
Μια γοργόνα όμως γεμάτη περιέργεια, όπως είμαι εγώ, δεν μπορεί να μείνει για πολύ στα νερά της. Έτσι μετά από εννιά μήνες απίστευτης υπομονής, καρτερικότητας, γιόγκα και διαλογισμού, αποφάσισα ότι αρκετά κρατήθηκα και ήρθε η ώρα να κάνω το μεγάλο βήμα και να βγω έξω.
Και βγήκα!
Και ήμουν κυριολεκτικά και μεταφορικά ΕΞΩ από τα νερά μου!
Διότι πόσο εύκολα νομίζετε ότι μπορεί να τα καταφέρει στον κόσμο μας μια γοργόνα; Ένα πλάσμα που είναι μισό ψάρι και μισό γυναίκα; Βλέπετε, σε αντίθεση με το παραμύθι, εγώ όσο κι αν έψαξα δε βρήκα πουθενά μια κακιά μάγισσα να μεταμορφώσει την ουρά μου και να της δώσω έστω ως αντάλλαγμα την υπέροχη φωνή μου! Κι έτσι απέμεινα να τραγουδώ μόνη μου στο μπάνιο και να πλατσουρίζω την ουρίτσα μου δεξιά κι αριστερά!
Σύντομα το μετάνιωσα λοιπόν… τι ήθελα και βγήκα; Καλά δεν ήμουν στον κόσμο του νερού; Εκεί ανήκω! Ήμουν σίγουρη πλέον!
Αλλά… πώς επιστρέφουν τώρα;
Μια νύχτα, λοιπόν, μου ήρθε μια τρελή ιδέα… βγήκα έξω, ανέβηκα στην ταράτσα κι έκανα ωτοστόπ σε κάτι μάγισσες με σκουπόξυλα που σκούπιζαν κάθε βράδυ τον πολυσύχναστο δρόμο έξω απ’ το παράθυρό μου. Κάπως έτσι, ίσως και διαφορετικά -η νύχτα πάντα χορεύει το χορό των εφτά πέπλων με τις αναμνήσεις μας- έφτασα στη Ραφήνα.
Πρέπει να ήταν γύρω στις 4 με 5 το πρωί. Εντόπισα έναν ψαρά που πάλευε με τα δίχτυα του κι ετοιμαζόταν να βγει στ’ ανοιχτά. Τότε θυμήθηκα… κοίτα να δεις, τα πιο παράξενα πράγματα τα θυμόμαστε κάτι ώρες… Θυμήθηκα λοιπόν την καθηγήτρια των αρχαίων ελληνικών! (Μη βιάζεστε να με κρίνετε…) Θυμήθηκα που μας έλεγε ότι στα αρχαία το δίχτυ λεγόταν σαγήνη…
Χμ, γιατί όχι; Έβαλα τα μεγάλα μέσα! Σκέπασα βιαστικά την ουρά μου, κι άρχισα να ρίχνω ματιές όλο γλύκα και μέλι στον μπερδεμένο ψαρά για να με πάρει μαζί του. Άλλος είχε τα δίχτυα άλλος έριχνε σαγήνη.
Δέχτηκε.
Αφού ξανοιχτήκαμε κάμποσο, σταμάτησε τη βάρκα και άρχισε να με πλησιάζει, με βλέμμα που γυάλιζε… Πιστέψτε με, ΔΕΝ έφταιγε η αντανάκλαση του φεγγαριού στα μάτια του.
Μην ξέροντας τι να κάνω, ξεσκέπασα απότομα την ουρά μου. Για μερικά δευτερόλεπτα μείναμε να κοιταζόμαστε. Εκείνος κοιτούσε μια τα μάτια μου και μια την ουρά μου. Δεν έμεινα για πολύ έτσι… Έδωσα μια βουτιά και μπλουμ η δικιά σου στα γάργαρα νερά του Αιγαίου!
Πίσω μου, μεταξύ βουτιών, τον άκουσα να φωνάζει εκνευρισμένος: «Άει, τι να σε κάνω μπλουμ-τσι κι αλλιώς; Σπλας-σένα ούτε να σε γα-μπλουμ μπορώ ούτε να σε τηγανήσω»! Μπλουμ, σπλας, μπλουμ…
Δεν το πήρα προσωπικά. Απλώς κολύμπησα μακριά…
Τι τέλεια αίσθηση που έχει το νερό πάνω στο κορμί σου!
Κολύμπησα στα ρηχά, βούτηξα στα βαθιά, έπαιξα με το νερό, ξεκαρδίστηκα στο γέλιο χωρίς κανέναν απολύτως λόγο και μετά σκέφτηκα να πάω να κάνω γνωριμίες και φίλους… να γνωρίσω τα υπόλοιπα πλάσματα του νερού!
Όσο κι αν έψαξα όμως γοργόνες και γοργόνους δε βρήκα πουθενά! Μα τι στο καλό; Μόνη μου είμαι;
Πήγα να πιάσω κουβέντα με κάτι σπάρους αλλά μου γύρισαν την πλάτη! Τα χταπόδια το ίδιο. Δηλαδή στην αρχή με αγκάλιασαν και με τα 8 πόδια τους, με έσφιγγαν, με έσφιγγαν αλλά μόλις ανακάλυψαν ότι δεν έχω τίποτε να τους δώσω με παράτησαν κι εξαφανίστηκαν! Μόνο ένα γλυκό δελφινάκι μου εξήγησε: «Δε σε θεωρούν δικιά τους! Είσαι άνθρωπος εσύ, δεν είσαι ψάρι! Θα σου έκανα εγώ παρέα, αλλά μετακομίζουμε αύριο στο Ιόνιο με τους γονείς μου!» Αυτά μου είπε, και λίγο πριν φύγει συμπλήρωσε: «Γύρνα σπίτι σου καλύτερα»…
Κι έτσι εγώ, μισό ψάρι μισός άνθρωπος, που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πίστευα ότι θα έχω το προνόμιο να ανήκω όχι σε έναν αλλά σε δύο κόσμους παρακαλώ (τέτοιες αξιώσεις είχα!) διαπίστωσα ότι δεν ανήκω πουθενά! Κανένας από τους δυο κόσμους μου δε με δέχεται…
Πού είναι το σπίτι μου;
Έκτοτε περιπλανιέμαι στη θάλασσα του διαδικτύου! Αναζητώ φίλους-ανθρώπους ή φίλους-ψάρια και ευελπιστώ πως θα βρω τουλάχιστον έναν ακόμη του είδους μου! Μισό ψάρι και μισό άνθρωπο! Γοργόνα ή γοργόνο…
Μια γοργόνα όμως γεμάτη περιέργεια, όπως είμαι εγώ, δεν μπορεί να μείνει για πολύ στα νερά της. Έτσι μετά από εννιά μήνες απίστευτης υπομονής, καρτερικότητας, γιόγκα και διαλογισμού, αποφάσισα ότι αρκετά κρατήθηκα και ήρθε η ώρα να κάνω το μεγάλο βήμα και να βγω έξω.
Και βγήκα!
Και ήμουν κυριολεκτικά και μεταφορικά ΕΞΩ από τα νερά μου!
Διότι πόσο εύκολα νομίζετε ότι μπορεί να τα καταφέρει στον κόσμο μας μια γοργόνα; Ένα πλάσμα που είναι μισό ψάρι και μισό γυναίκα; Βλέπετε, σε αντίθεση με το παραμύθι, εγώ όσο κι αν έψαξα δε βρήκα πουθενά μια κακιά μάγισσα να μεταμορφώσει την ουρά μου και να της δώσω έστω ως αντάλλαγμα την υπέροχη φωνή μου! Κι έτσι απέμεινα να τραγουδώ μόνη μου στο μπάνιο και να πλατσουρίζω την ουρίτσα μου δεξιά κι αριστερά!
Σύντομα το μετάνιωσα λοιπόν… τι ήθελα και βγήκα; Καλά δεν ήμουν στον κόσμο του νερού; Εκεί ανήκω! Ήμουν σίγουρη πλέον!
Αλλά… πώς επιστρέφουν τώρα;
Μια νύχτα, λοιπόν, μου ήρθε μια τρελή ιδέα… βγήκα έξω, ανέβηκα στην ταράτσα κι έκανα ωτοστόπ σε κάτι μάγισσες με σκουπόξυλα που σκούπιζαν κάθε βράδυ τον πολυσύχναστο δρόμο έξω απ’ το παράθυρό μου. Κάπως έτσι, ίσως και διαφορετικά -η νύχτα πάντα χορεύει το χορό των εφτά πέπλων με τις αναμνήσεις μας- έφτασα στη Ραφήνα.
Πρέπει να ήταν γύρω στις 4 με 5 το πρωί. Εντόπισα έναν ψαρά που πάλευε με τα δίχτυα του κι ετοιμαζόταν να βγει στ’ ανοιχτά. Τότε θυμήθηκα… κοίτα να δεις, τα πιο παράξενα πράγματα τα θυμόμαστε κάτι ώρες… Θυμήθηκα λοιπόν την καθηγήτρια των αρχαίων ελληνικών! (Μη βιάζεστε να με κρίνετε…) Θυμήθηκα που μας έλεγε ότι στα αρχαία το δίχτυ λεγόταν σαγήνη…
Χμ, γιατί όχι; Έβαλα τα μεγάλα μέσα! Σκέπασα βιαστικά την ουρά μου, κι άρχισα να ρίχνω ματιές όλο γλύκα και μέλι στον μπερδεμένο ψαρά για να με πάρει μαζί του. Άλλος είχε τα δίχτυα άλλος έριχνε σαγήνη.
Δέχτηκε.
Αφού ξανοιχτήκαμε κάμποσο, σταμάτησε τη βάρκα και άρχισε να με πλησιάζει, με βλέμμα που γυάλιζε… Πιστέψτε με, ΔΕΝ έφταιγε η αντανάκλαση του φεγγαριού στα μάτια του.
Μην ξέροντας τι να κάνω, ξεσκέπασα απότομα την ουρά μου. Για μερικά δευτερόλεπτα μείναμε να κοιταζόμαστε. Εκείνος κοιτούσε μια τα μάτια μου και μια την ουρά μου. Δεν έμεινα για πολύ έτσι… Έδωσα μια βουτιά και μπλουμ η δικιά σου στα γάργαρα νερά του Αιγαίου!
Πίσω μου, μεταξύ βουτιών, τον άκουσα να φωνάζει εκνευρισμένος: «Άει, τι να σε κάνω μπλουμ-τσι κι αλλιώς; Σπλας-σένα ούτε να σε γα-μπλουμ μπορώ ούτε να σε τηγανήσω»! Μπλουμ, σπλας, μπλουμ…
Δεν το πήρα προσωπικά. Απλώς κολύμπησα μακριά…
Τι τέλεια αίσθηση που έχει το νερό πάνω στο κορμί σου!
Κολύμπησα στα ρηχά, βούτηξα στα βαθιά, έπαιξα με το νερό, ξεκαρδίστηκα στο γέλιο χωρίς κανέναν απολύτως λόγο και μετά σκέφτηκα να πάω να κάνω γνωριμίες και φίλους… να γνωρίσω τα υπόλοιπα πλάσματα του νερού!
Όσο κι αν έψαξα όμως γοργόνες και γοργόνους δε βρήκα πουθενά! Μα τι στο καλό; Μόνη μου είμαι;
Πήγα να πιάσω κουβέντα με κάτι σπάρους αλλά μου γύρισαν την πλάτη! Τα χταπόδια το ίδιο. Δηλαδή στην αρχή με αγκάλιασαν και με τα 8 πόδια τους, με έσφιγγαν, με έσφιγγαν αλλά μόλις ανακάλυψαν ότι δεν έχω τίποτε να τους δώσω με παράτησαν κι εξαφανίστηκαν! Μόνο ένα γλυκό δελφινάκι μου εξήγησε: «Δε σε θεωρούν δικιά τους! Είσαι άνθρωπος εσύ, δεν είσαι ψάρι! Θα σου έκανα εγώ παρέα, αλλά μετακομίζουμε αύριο στο Ιόνιο με τους γονείς μου!» Αυτά μου είπε, και λίγο πριν φύγει συμπλήρωσε: «Γύρνα σπίτι σου καλύτερα»…
Κι έτσι εγώ, μισό ψάρι μισός άνθρωπος, που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πίστευα ότι θα έχω το προνόμιο να ανήκω όχι σε έναν αλλά σε δύο κόσμους παρακαλώ (τέτοιες αξιώσεις είχα!) διαπίστωσα ότι δεν ανήκω πουθενά! Κανένας από τους δυο κόσμους μου δε με δέχεται…
Πού είναι το σπίτι μου;
Έκτοτε περιπλανιέμαι στη θάλασσα του διαδικτύου! Αναζητώ φίλους-ανθρώπους ή φίλους-ψάρια και ευελπιστώ πως θα βρω τουλάχιστον έναν ακόμη του είδους μου! Μισό ψάρι και μισό άνθρωπο! Γοργόνα ή γοργόνο…
from → Παραμύθια για κάθε ηλικία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου