΄΄Είτε μόνος είσαι, είτε με παρέα,
είναι καλό να έχεις παρέα.΄΄
Αμβρόσιος Σακάδας
Ο Ζωτρα και η Σκιά του πάνω στο ποδήλατο έτρεχαν σε μονοπάτια καινούρ-για και παλιά που χάραξε το πέρασμα των ταξιδιωτών που πέρασαν πριν ή λίγο πριν ή πολύ πριν από αυτούς. Στα δέντρα, στην άκρη των μονοπατιών, με μαχαίρι ή κάποιο άλλο αιχμηρό αντικείμενο, σκάλισαν οι ταξιδιώτες τα ονόματά τους καθώς και τον προορισμό του ταξιδιού τους, όμοια με τους ερω-τευμένους που σκαλίζουν κι αυτοί τον έρωτά τους, σύμφωνα με μια συνήθεια πιο παλιά κι απ’ τον Παρθενώνα.
Μάρκο Πόλο, προς Κίνα,
Μέγας Αλέξανδρος, προς Ινδίες,
Μικρός Πρίγκιπας, προς Αστεροειδή 328,
Αλίκη, προς Χώρα των Θαυμάτων,
Κολόμβος, προς Ινδίες,
Μινχάουζεν, προς Τυρονήσι,
Σεβάχ ο Θαλασσινός, προς Βεγγάζη,
Ιάσονας, προς Κολχίδα,
Ηρακλής, προς Ατλαντίδα,
Οδυσσέας, προς Ιθάκη,
Τρυποκάρυδος, προς Πυραμίδες,
Γκιούλιβερ, προς Λιλιπούτη,
Γιαχίν Μποάζ, αναζητώντας το Λιοντάρι,
Χανς Πφάαλ, προς Σελήνη,
Δον Κιχώτης, προς Τόβολο,
Ξαβιέ ντε Μαιτρ, προς Πολυθρόνα,
Μπίλμπο Μπάνκινς, προς χώρα των Χόμπιτ,
Φιλέας Φογκ, προς Κίνα,
……………………………………………………………………..
Τα δέντρα ήταν γεμάτα με τόσα πολλά ονόματα ταξιδιωτών που διψούσαν για γνώση, πλούτη και περιπέτεια, άλλα γνωστά και άλλα άγνωστα στον Ζω-τρα που από ένα σημείο κι ύστερα δεν μπορούσε πια να τα απομνημονεύσει.
Διαπίστωσε όμως ότι ο καθένας απ’ αυτούς ταξίδευε με κάποιο από τα γνωστά μεταφορικά μέσα όπως το πλοίο, το τρένο, το αερόστατο, το αεροπλάνο, το άλογο, ο πύραυλος, το αυτοκίνητο, η καμήλα, η βάρκα, ο ελέφαντας, το έλκη-θρο, η άμαξα…
Αλλά κανένας με ποδήλατο.
Ήταν, λοιπόν, ο πρώτος και ίσως ο μόνος που έκανε ταξίδι με ποδήλατο και μάλιστα με τέτοιο ποδήλατο.
Του έκανε εντύπωση πόσο καλοδιατηρημένο και καθαρό ήταν. Το τιμόνι του, οι ζάντες και οι αχτίνες γυάλιζαν νύχτα και μέρα. Παρόλο που το μέταλλο από το οποίο ήταν κατασκευασμένο ήταν βαρύ κι ανθεκτικό, το ίδιο το ποδή-λατο είχε ένα σχήμα κομψό και θηλυκό, μα ταυτόχρονα στιβαρό και καλογυ-μνασμένο που το έκανε να μοιάζει πιο πολύ με λυγερό και θαρραλέο βασιλικό άλογο παρά με άγαρμπο και βρώμικο γουρούνι. Η σέλα του θύμιζε πρόσωπο. Ήταν φτιαγμένη από γνήσιο δέρμα, μαλακό όπως το δέρμα ενός μωρού και η όψη της είχε μια έκφραση φιλόξενη, ευγενική και ήρεμη, χωρίς σημάδια και ρυτίδες. Τα πετάλια έμοιαζαν με χέρια δυνατά και το φανάρι με φωτεινό μά-τι. Τότε πρόσεξε για πρώτη φορά ότι στο δρόμο εμφανίστηκε και μια δεύτερη πίσω ρόδα που μεγάλωνε, κι αυτό του έδωσε την αίσθηση ότι το ποδήλατο ή-ταν ζωντανό γιατί μόνον ότι είναι ζωντανό αλλάζει.
Τελικά, το αγαπούσε αυτό το ποδήλατο κι ας μη γνώριζε ποιος του το έστειλε, από πού και γιατί. Αγαπούσε τη σεμνότητα και την ημεράδα του, το φιλικό του βλέμμα, την αξιοπρέπεια με την οποία τον φιλοξενούσε στη σέλα του, την ηρεμία με την οποία ταξίδευε, τη γρηγοράδα του, την ελαφράδα του, την ε-τοιμότητά του, την τέλεια γνώση που είχε για τους δρόμους και τα μονοπάτια που έπρεπε ν’ ακολουθήσουν. Αγαπούσε επίσης τη φρονιμάδα του, το ότι δεν γκρίνιαζε και δεν παραπονιόταν παρά αντίθετα ο ήχος του καλολαδωμένου μηχανισμού του έμοιαζε με χαρούμενο τραγούδι καθώς τίναζε σα φτερούγες τις ρόδες του ανάλογα με το τρέξιμο του ανέμου, του φωτός και των περιστά-σεων.
Είχε λοιπόν ακόμα ένα φίλο. Πιστό και σίγουρο όπως και η σκιά του και με τίποτα στον κόσμο δεν θα’ θελε να χάσει.
Καθώς τα μονοπάτια έσβηναν στο πέρασμά τους σαν τις υδάτινες γραμμές που αφήνουν πίσω τους τα πλοία ταξιδεύοντας, ο ουρανός έγερνε σαν κλαδί κάτω από το βάρος του Ήλιου που ωρίμαζε γρήγορα στη Δύση.
Μια ευχάριστη νυχτερινή δροσιά άρχισε να φυτρώνει από το έδαφος τυλίγοντας τον Ζωτρα, τη Σκιά και το Ποδήλατο με μια κουβέρτα νυσταλέα και ονειροπό-λα.
Η Νύχτα τους βρήκε να κοιμούνται κάτω από ένα δέντρο, ξαπλωμένους πάνω στην κούρασή τους, αγκαλιά με τα όνειρα που φέρνει ο Άνεμος. Στο ίδιο δέντρο τους βρήκε και η Αυγή.
Στη χώρα όπου τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη.
«Κύριοι, ας τo ξεκαθαρίσουμε:
Ο αστυνομικός δεν βρίσκεται εδώ για να δημιουργήσει αταξία.
Ο αστυνομικός βρίσκεται εδώ για να διατηρεί την αταξία».
Ρίτσαρντ Τ. Ντάνλευ
Ο Ζωτρα άνοιξε τα μάτια σχεδόν ταυτόχρονα με τη Σκιά του. Άπλωσε το χέρι του ν’ αγγίξει το ποδήλατο αλλά αυτό δεν ήταν στη θέση του. Πετάχτηκε όρθι-ος και άρχισε να ψάχνει δεξιά και αριστερά αλλά το ποδήλατο ήταν άφαντο..
Το τοπίο αμέριμνο δεν έδειχνε να κρύβει κάτι και ο Ήλιος κρυμμένος πίσω απ’ τα σύννεφα είχε μάλλον αδιάφορο ύφος. Ο Ζωτρα έψαξε αρκετή ώρα. Κοίταξε πίσω από τα δέντρα, τους θάμνους και τους βράχους. Έψαξε προσεκτικά για ίχνη ή άλλα σημάδια αλλά τίποτα. Το ποδήλατο είχε εξαφανιστεί! Κάποτε κά-θισε κουρασμένος σ’ ένα μικρό βράχο και είπε με απόγνωση μεγαλόφωνα:
- Να πάρει η ευχή! Είναι σα να άνοιξε η γη και να το κατάπιε……
- Όπως η φάλαινα άνοιξε το στόμα της και κατάπιε τον Ιωνά, τον Μινχάουζεν και τον Πινόκιο, συνέχισε μια βαριά ανδρική φωνή.
Ο Ζωτρα σήκωσε το κεφάλι του και είδε μια σκιά ξαπλωμένη στη ρίζα ενός δέντρου.
- Έτσι όπως ψάχνεις, συνέχισε η σκιά με τη βαριά φωνή, δεν πρόκειται να το βρεις ποτέ, όπως ο Αλόνσο Χέηγκεν δεν μπόρεσε να πιάσει τις 2231 πέστροφες παρόλο που προσπάθησε πολύ. Για να βρεις το ποδήλατό σου χρειάζεται σύ-στημα και σκέψη. Αλλιώς το πιο απλό μοιάζει δύσκολο μυστήριο, απ’ αυτά που ο κοινός νους του ανθρώπου δεν μπορεί να χωρέσει όπως ένα Φολκς-Βάγκεν δεν μπορεί να χωρέσει τέσσερις ελέφαντες.
- Δεν καταλαβαίνω, είπε απότομα ο Ζωτρα. Και δεν μου αρέσουν τα μυστήρια. Ούτε μου αρέσει να μιλάω με σκιές που δεν ξέρω από που προέρχονται.
- Δεν υπάρχουν μυστήρια, απάντησε η σκιά. Όλα είναι μυστήρια αν τ’ αφήσεις στην τύχη. Υπάρχουν μόνο σωστοί και λάθος συλλογισμοί. Αν σκεφτείς ότι όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά θα καταλάβεις αμέσως ότι όπου υπάρχει σκιά υπάρχει και κάποιος άνθρωπος.
Ο Ζωτρα σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε στη σκιά στο δέντρο και τότε είδε έναν περίεργο άνθρωπο. Ήταν περίπου 40 χρονών. Φορούσε ένα στενό μαύρο παλτό με ουρά σαν χελιδονιού, μαύρο κοντό παντελόνι από κασμίρι, κίτρινες κάλτσες και κοντόχοντρα σκαρπίνια με φιόγκους. Ήταν αδύνατος σα σκιάχτρο, με μια μακριά γαμψή μύτη και μάτια σα μπιζέλια. Φορούσε ένα σκληρό μαύρο καπέλο με κίτρινη κορδέλα και τα μουστάκια του ήταν τόσο μεγάλα που δε φαινόταν σχεδόν τίποτα άλλο από το πρόσωπό του. Κάπνιζε πίπα.
΄΄Η πίπα΄΄, σκέφτηκε ο Ζωτρα, ΄΄δίνει πάντα στους άλλους την εντύπωση ανθρώ-που βαθυστόχαστου και σοβαρού ακόμα κι αν αυτός που την έχει είναι ένας ανό-ητος που δεν σκέφτεται τίποτα΄΄.
- Αυτό που έκανες ήταν μια σωστή κίνηση, είπε ο περίεργος άνθρωπος. Αλλά μια σωστή κίνηση δε προέρχεται απαραίτητα από κάποιο σωστό συλλογισμό. Μπορεί να είναι αποτέλεσμα περιέργειας, σύμπτωσης ή και τύχης ακόμα. Αλ-λά και μια και το’ φερε η κουβέντα, μου φαίνεται ότι ψάχνεις το ποδήλατό σου μόνο που δε ξέρεις που είναι.
- Σωστά, απάντησε καχύποπτα ο Ζωτρα. Δεν ξέρω που είναι.
- Εμπρός λοιπόν, τον παρότρυνε ο περίεργος άνθρωπος μ’ ένα καλόκαρδο χαμόγελο γεμάτο χρυσά και ασημένια δόντια. Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει λίγο. Μπορείς ν’ αρχίσεις απ’ οπουδήποτε. Για παράδειγμα, αν το ποδήλατό σου ήταν άλογο θα μπορούσε να έχει φύγει για να βοσκήσει. Αν ήταν πουλί θα είχε πετάξει. Αν ήταν πάγος θα είχε λιώσει κι αν ήταν ο Αόρατος άνθρω-πος θα αρκούσε να βγάλει τα ρούχα του. Εκείνο όμως που έχει σημασία να σκεφτείς είναι ότι σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις θα υπήρχαν ί-χνη σαν τις πατημασιές που αφήνει ο ελέφαντας στο βούτυρο ή το γιέτι στα χιόνια. Το άλογο αφήνει απορρίμματα. Απ’ το πουλί πέφτουν φτερά. Ο πά-γος όταν λιώνει γίνεται νερό και ο Αόρατος άνθρωπος όταν ξεντύνεται αφή-νει μία στοίβα με ρούχα. Όλα πρέπει να τα εξετάζεις και τίποτα να μην αφή-νεις στην τύχη.
- Νομίζω ότι με κοροϊδεύεις, είπε θυμωμένα ο Ζωτρα. Το ποδήλατό μου δεν εί-ναι άλογο, ούτε πουλί, ούτε ελέφαντας, ούτε πάγος, ούτε Αόρατος άνθρωπος. Είναι το πιο σπάνιο και το πιο γλυκό ποδήλατο και δεν μοιάζει με κανένα άλ-λο ποδήλατο.
- Δε σε κοροϊδεύω καθόλου, είπε ο περίεργος άνθρωπος και φύσηξε τούφες κα-πνού έτσι που θα νόμιζε κανείς ότι τα μουστάκια του πήραν φωτιά. Όλα αυτά σου τα είπα για να καταλήξω στο γνωστό λογικό συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος για να χαθεί κάτι είναι ή να χαθεί μόνο του ή να το κλέψουν. Πως εί-ναι οι σχέσεις σου με το ποδήλατο τελευταία; ρώτησε τον Ζωτρα.
- Οι σχέσεις μου με το ποδήλατο ήταν και είναι πολύ καλύτερες από τις σχέσεις που μπορεί να έχει κανείς μ’ ένα άλλο οποιοδήποτε ποδήλατο, απάντησε με ορμή ο Ζωτρα. Αγαπιόμαστε πολύ και δεν έχουμε μαλώσει ποτέ. Άλλωστε ο μόνος λόγος για τον οποίο ταξιδεύω είναι αυτό το ποδήλατο. Ήρθε και με πήρε από το σπίτι μου. Μαζί ήρθαμε εδώ και μαζί θα πάμε μέχρι τον Ήλιο.
- Μάλιστα, είπε ο 40άρης κύριος κι έστειλε στο Ζωτρα ένα βλέμμα γεμάτο βα-θυστόχαστη σκέψη και καπνούς απ’ την πίπα του. Δεν αμφιβάλλω καθόλου γι’ αυτά που λες, όπως δεν αμφιβάλλω καθόλου για το ότι η γη είναι στρογγυ-λή και για το ότι ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται. Αλλά για να συνεχίσεις το τα-ξίδι σου, νεαρέ μου, χρειάζεται να βρούμε το ποδήλατο κι απ’ ότι φαίνεται εγώ είμαι ο πιο κατάλληλος για να σε βοηθήσω σ’ αυτό.
- Και ποιος το λέει αυτό; ρώτησε ειρωνικά ο Ζωτρα.
- Εγώ το λέω, νεαρέ μου. Γιατί όταν χάσεις κάτι φωνάζεις την αστυνομία να σου το βρει κι εγώ είμαι ο πιο διάσημος αστυνόμος που γεννήθηκε και θα γεν-νηθεί ποτέ σ’ αυτήν τη στρογγυλή γη.
- Μα εγώ δε σας φώναξα ακόμα! είπε ο Ζωτρα.
- Ακριβώς, είπε ο αστυνόμος. Δε με φώναξες αλλά εγώ είμαι εδώ έτοιμος να σε βοηθήσω κι αυτό είναι ένα ακόμα γεγονός που επιβεβαιώνει πόσο καλός είμαι στη δουλειά μου, μια που σύμφωνα με το νόμο των πιθανοτήτων θα μπορού-σες και να μην με φωνάξεις καθόλου. Δεν αφήνω τίποτα στην τύχη εγώ!
- Αν και η μετριοφροσύνη σας είναι πιο ψηλή κι από τον πύργο του Άιφελ, πα-ραλείψατε να μου πείτε τ’ όνομά σας; είπε με ειρωνεία ο Ζωτρα.
- Επειδή όπως πολύ καλά κατάλαβες είμαι μετριόφρων και θα προτιμούσα να σ’ αφήσω να το μαντέψεις μόνος σου. Και για να σε διευκολύνω θα επαναλά-βω αυτό που είπα και προηγούμενα, ότι είμαι δηλ. ο καλύτερος και ο πιο γνωστός αστυνόμος που υπάρχει στον κόσμο. Τουλάχιστον σ΄ αυτόν τον κό-σμο που υπάρχει σ’ αυτή την γωνία του Σύμπαντος . Μπορώ να ξεχωρίσω τον κλέφτη από χίλια μέτρα μακριά ότι κι αν είναι: άνθρωπος ή ζώο, πουλί ή ψά-ρι. Αν και για να λέμε την αλήθεια δε χρειάζεται να κουράζομαι και πολύ γιατί ο κακοποιός πάντοτε επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος κι εγώ τότε τον συλλαμβάνω. Είμαι πιο γνωστός και από τον πύργο του Άιφελ, όπως εί-πες, πιο γνωστός κι απ’ την Ακρόπολη, από τον Πύργο της Πίζας, από τους Μπητλς και από την Κόκα-Κόλα ακόμα, είπε αυτάρεσκα ο Αστυνόμος.
΄΄Έχει όρεξη για παιχνίδια΄΄, σκέφτηκε ο Ζωτρα, ΄΄αλλά αν είναι να μου βρει το ποδήλατό μου… Γι’ αυτό θα του αραδιάσω έναν κατάλογο ονομάτων, όσα μου’ ρχονται πρόχειρα στο μυαλό τούτη την ώρα΄΄.
- Σε λένε Σέρλοκ Χολμς, του είπε μεγαλόφωνα.
- Όχι βέβαια , διαμαρτυρήθηκε ο αστυνόμος. Είναι γνωστός αυτός ο κύριος από την διαλεύκανση μερικών και μόνο μυστηρίων αλλά όπως πρέπει να ξέρεις, δεν κατάφερε να λύσει το μυστήριο της Κούφιας Βελόνας. Άρα δεν είμαι ο Σέρλοκ Χολμς.
- Τότε είσαι η Μις Μαρπλ!
- Θα αστειεύεσαι βέβαια! Αυτή είναι γυναίκα και μάλιστα γριά.
- Είσαι ο Φίλιπ Μάρλοου!
- Μα αυτός είναι Αμερικάνος. Eνώ εγώ είμαι Γερμανός.
- Τότε είσαι ο Ηρακλής Πουαρό.
- Ο στριμμένος Βέλγος, εννοείς. Όχι βέβαια!
- Είσαι ο πατήρ Μπράουν!
- Μα αυτός είναι παπάς.
- Είσαι ο Φιξ!
- Αυτός ο βλάκας που κυνηγούσε τον Φιλέα Φογκ γύρω απ’ τον κόσμο ενώ ο κλέφτης τριγύριζε ελεύθερος. Δεν είμαστε καλά!
- Είσαι ο Γουλιέλμος της Μπάσκερβιλ.
- Μα αυτός είναι καλόγερος.
- Ο αστυνόμος Πασάουφ!
- Ούτε που τον έχω ακουστά παρόλο που φαίνεται να είναι συμπατριώτης μου.
- Είσαι ο Δον Ισίδωρο Παρόδι.
- Στον κουρέα αναφέρεσαι. Αυτός έλυσε μερικά μυστήρια αλλά μέσα απ’ τη φυλακή. Εγώ δεν έχω πάει ποτέ φυλακή.
- Τότε είσαι ο Μπωτρελλέ ή μήπως ο Τεν-Τεν;
- Λάθος. Και οι δύο είναι παιδιά και δημοσιογράφοι.
- Μήπως είσαι ο Αστυνόμος Μαιγκρέ;
- Όχι. Αυτός είναι χοντρός, γέρος και Γάλλος.
- Μήπως είσαι ο Άνταμ Νταλγκίς;
- Αυτός είναι και άρρωστος και Άγγλος.
- Τότε μπορεί να είσαι ο Πήτερ Μπροκ…
- Αυτός είχε αμνησία.
- … ή ο Τζέιμς Μποντ…
- Αυτός ήταν κατάσκοπος.
- Ο Μακ Κρούσκιν;
- Τον ξέρω αυτόν. Είναι Ιρλανδός. Ο επονομαζόμενος τρίτος αστυνόμος. Μα και βέβαια δεν είμαι ο Μακ Κρούσκιν.
- Ο Δικαστής Τι.
- Είναι Κινέζος.
- Τότε είσαι ο Σαμ Σπέιντ ή ο Γουόλτερ Νας ή ο Μάικ Χάμερ ή ο Ρικ Ντεκάρντ ή ο Πωλ Ντρέηκ ή ο Λεμυ Κωσιον ή ο Άγιος ή ο Σαϊνης ή ο Κλουζω ή… δεν νομίζω ότι ξέρω άλλους, είπε ξεφυσώντας ο Ζωτρα.
- Μου φαίνεται ότι χάνουμε άδικα την ώρα μας, είπε θυμωμένος ο Αστυνόμος., και η ώρα είναι πολύτιμη αν σκεφτούμε ότι ο κλέφτης όση ώρα δεν μπορείς να βρεις το όνομα μου απομακρύνεται. Όσο για σένα νεαρέ δεν ξέρεις τι σου γί-νεται, αν και μεταξύ μας βλέπεις πολύ τηλεόραση, αλλιώς που στην ευχή έμα-θες τόσα άχρηστα ονόματα. Εγώ είμαι ο Γουστάυος ο Μυστηριοφάγος με τ’ όνομα! Κι αυτό γιατί δεν αφήνω τίποτα στην τύχη.
- Αχ, ωραία! είπε ο Ζωτρα με ανακούφιση. Επειδή έχω μάθει να είμαι ευγενι-κός με τους ηλικιωμένους ανθρώπους, θα ήθελα να σας ρωτήσω: Και τώρα κύριε Γουστάυε τι κάνουμε; Θα μου βρεις το ποδήλατο;
Ο Γουστάυος σάλιωσε λίγο το δάκτυλό του στην άκρη και το σήκωσε ψηλά. Κατόπιν τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από την πίπα του κι άφησε τον καπνό να βγει από τη μύτη του σα να’ ταν δράκος.
- Νομίζω, είπε αργά, ότι θα είναι το πιο εύκολο μυστήριο που έλυσα ποτέ. Πρόσεξε τους συλλογισμούς μου. Δεν αφήνω τίποτα στην τύχη εγώ. Ε, λοιπόν, ας αρ-χίσουμε από τις ρόδες.
Σταμάτησε, τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά καπνό, μόνο που αυτή τη φορά τον έβγαλε απ’ τ’ αυτιά του και συνέχισε σα δάσκαλος που ξεχειλίζει από κατανόηση και υπομονή.
- Οι ρόδες είναι στρογγυλές. Ο ήλιος είναι στρογγυλός. Ο ήλιος είναι ψηλά. Άρα οι ρόδες πρέπει να’ ναι κάπου ψηλά.
Ακούμπησε την πίπα του στο χορτάρι. Σκαρφάλωσε στο δέντρο κάτω από το οποίο κουβεντιάζανε και κατέβασε δύο ρόδες.
- Μα αυτές είναι οι ρόδες του ποδηλάτου μου! φώναξε ο Ζωτρα.
- Και βέβαια είναι οι ρόδες του ποδηλάτου σου, απάντησε ο Γουσταυος. Αυτό δε ψάχνουμε να βρούμε; Έχει κι άλλα πράγματα πάνω στο δέντρο αλλά εγώ κατέβασα μόνο τις ρόδες για να μη ξεφεύγουμε από την έρευνά μας.
Ο Ζωτρα κούνησε με απορία το κεφάλι του χωρίς να πει τίποτα.
- Και τώρα, είπε ο Γουσταυος, θα ψάξουμε για τον σκελετό. Όταν ένα ζώο πε-θάνει από δίψα, που βρίσκουμε το σκελετό του;
- Στην έρημο, απάντησε ο Ζωτρα.
- Ε, λοιπόν ο σκελετός του ποδηλάτου σου πρέπει να είναι στην έρημο, είπε ο Γουσταυος. Περίμενέ
με εδώ.
Έφυγε τρέχοντας και ύστερα από μισή περίπου ώρα γύρισε πίσω, σκονισμένος και ιδρωμένος, κουβαλώντας το σκελετό του ποδηλάτου.
- Τον βρήκα! φώναξε θριαμβευτικά. Η εξυπνάδα έχει σαν ανταμοιβή τον ίδιο της τον εαυτό και η επιτυχία είναι η ανύπαντρη μητέρα της εφευρετικότητας. Είδες πόσο εύκολο ήταν; Και τώρα τι μένει να βρούμε; ρώτησε τον Ζωτρα.
- Το τιμόνι, τα πετάλια, το φανάρι, τη σέλα και την τρόμπα, απάντησε ανυπό-μονα αυτός.
- Θαύμα - θαύμα, είπε ευχαριστημένος ο Γουσταυος και έτριψε την πίπα του με τα δυο του χέρια.
- Ας ψάξουμε πρώτα για το τιμόνι και τα πετάλια. Όπου βρίσκονται τα χέρια μου βρίσκονται και τα πόδια μου, άρα όπου βρίσκεται το τιμόνι βρίσκονται και τα πετάλια και τα ανάποδο, είπε με στόμφο.
Πήγε λοιπόν πίσω από ένα βράχο και γύρισε με τα πετάλια και το τιμόνι.
- Ωραία, είπε ο Ζωτρα. Αλλά πως ήξερες ότι βρίσκονται πίσω απ’ το βράχο;
- Πολύ εύκολο, απάντησε ο Γουσταυος. Σύμφωνα με μια εξ΄ αποκλεισμού μέ-θοδο που λέει ότι εφόσον δεν ήταν ούτε στο δέντρο ούτε στην έρημο, θα πρέ-πει να είναι στο βράχο. Δεν αφήνω τίποτα στην τύχη εγώ.
- Αν και δεν έχω ακουστά αυτή τη μέθοδο, είπε ο Ζωτρα, υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω. Πριν από λίγο κοίταξα κι εγώ πίσω από το βράχο αλλά δεν υπήρχε τίποτα.
- Σωστά, αποκρίθηκε ο Γουσταυος. Κοίταξες πίσω από το βράχο αλλά δεν κοί-ταξες κάτω από το βράχο.
- Α!, είπε ο Ζωτρα. Και η σέλα; Που βρίσκεται η σέλα;
- Σέλα, μασέλα, κασέλα, γαζέλα, είπε ο Γουσταυος. Η σέλα βρίσκεται σ’ αυτόν τον θάμνο.
Και βούτηξε στον θάμνο όπως οι κλεφτοκοτάδες βουτάνε για να πιάσουν τα κο-τόπουλα. Σε δυο λεπτά ξαναβγήκε με τη σέλα.
- Μα κι εγώ, είπε έκπληκτος ο Ζωτρα, κοίταξα μέσα σ’ αυτόν τον θάμνο αλλά δεν υπήρχε η σέλα.
- Φυσικά και δεν υπήρχε, απάντησε ο Γουσταυος. Ο κλέφτης την έκρυψε μετά.
- Και το φανάρι; ρώτησε πάλι ο Ζωτρά.
- Το φανάρι βρίσκεται κρυμμένο σ’ ένα σημείο που δεν έψαξες ποτέ.
Έβαλε το χέρι του στη μέσα τσέπη του πανωφοριού του και έβγαλε το φανάρι.
- Στην τσέπη αυτή βάζουμε συνήθως τα γυαλιά μας, εξήγησε ο Γουσταυος. Τα γυαλιά τα χρησιμοποιούμε για να βλέπουμε καλύτερα. Το φανάρι του ποδη-λάτου το χρησιμοποιούμε για να βλέπουμε καλύτερα. Άρα κάποιος το έβαλε κατά λάθος στην τσέπη που βάζουμε τα γυαλιά κι επειδή εγώ δε φοράω γυα-λιά αλλά η τσέπη μου ήταν γεμάτη, κατάλαβα αμέσως ότι το φανάρι δεν μπο-ρεί παρά να βρίσκεται εκεί. Τίποτα να μην αφήνεις στην τύχη.
- Καταπληκτικό, είπε ο Ζωτρα. Μένω με ανοιχτό το στόμα μπροστά στις απί-στευτες ικανότητές σου αν και δεν κατάλαβα ούτε τους συλλογισμούς σου ού-τε τη μέθοδο που ακολουθείς. Αλλά νομίζω ότι μια και βρήκαμε το ποδήλατο δεν μένει παρά να βρούμε τον κλέφτη.
- Να βρούμε τον κλέφτη! φώναξε ενθουσιασμένος ο Γουσταυος. Ε, λοιπόν, αυ-τό είναι το πιο εύκολο. Έχω συλλάβει τόσους κλέφτες σ’ αυτήν τη χώρα ώστε δεν έμεινε κανείς.
- Και τότε ποιος έκλεψε το ποδήλατό μου; ρώτησε ο Ζωτρα.
- Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε, είπε ο Γουσταυος. Γιατί, όπως είπα και πριν, ο κακοποιός γυρίζει πάντοτε στον τόπο του εγκλήματος.
- Θα περιμένουμε πολύ; ρώτησε πάλι ο Ζωτρα.
- Ο καλύτερος τρόπος για να λύσεις ένα μυστήριο, όσο δύσκολο κι αν είναι, εί-ναι να το δημιουργείς εσύ, είπε βαθυστόχαστα ο Γουσταυος. Να μην αφήνεις ποτέ τα πράγματα στην τύχη. Ο κλέφτης δεν έφυγε ποτέ. Ήταν πάντα εδώ.
- Δηλαδή; είπε ο Ζωτρα. Μη μου πεις ότι ο κλέφτης είσαι συ;
- Μα και βέβαια είμαι εγώ! είπε με περηφάνια ο Γουσταυος. Είδες με πόση επι-δεξιότητα έλυσα αυτό το δύσκολο μυστήριο; Δεν αφήνω τίποτα στην τύχη ε-γώ, κι άρχισε να γελάει δυνατά ευχαριστημένος.
- Α! Ώστε γι’ αυτό το ποδήλατό μου χάθηκε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη, είπε ο Ζωτρα κι αμέσως σκέφτηκε:΄΄Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να’ ναι τρελός΄΄.
- Θα σκέφτεσαι σίγουρα ότι πρέπει να’ μαι τρελός, είπε ο Γουσταυος. Κάθε άλ-λο, αγαπητέ μου. Ένας κλέφτης μπορεί να γίνει ο καλύτερος αστυνόμος γιατί ξέρει όλα τα κόλπα που χρησιμοποιούνε οι κλέφτες κι ένας αστυνόμος γίνεται κλέφτης, για να μπορέσει να μάθει αυτά τα κόλπα και να πιάνει πιο εύκολα τους κλέφτες. Ύστερα στη χώρα μου δεν υπάρχουν πια κλέφτες κι εγώ είμαι αστυνόμος και είναι η μόνη δουλειά που ξέρω να κάνω: να πιάνω κλέφτες. Όσο για τους άλλους ντετέκτιβ προηγουμένως ξέχασες να αναφέρεις τους Στάρσκι και Χατς, τον Κάνον και τον Κότζακ. Και τώρα με συγχωρείς αλλά πρέπει να με πάω φυλακή, είπε ο Γουσταυος και τραβώντας τον εαυτό του απ’ το γιακά άρχισε να τον σέρνει στην ανηφόρα.
- Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία και σ’ ευχαριστώ που μου βρήκες το ποδήλα-το, φώναξε ο Ζωτρα και δίχως άλλη κουβέντα συναρμολόγησε γρήγορα το ποδήλατό του και βιάστηκε ν’ απομακρυνθεί από τον Γουστάυο που ήταν και αστυνόμος και κλέφτης μαζί.
- Και να μην ξεχνάς ποτέ νεαρέ μου, του φώναζε από μακριά ο Γουσταυος, ότι η ζωή είναι μια αλληλουχία απρόσμενων και ανεξήγητων γεγονότων που πάνε κι έρχονται και τα κάνουν όλα μαντάρα.
΄΄Τουλάχιστον δεν είναι επικίνδυνος΄΄ σκεφτόταν στο δρόμο ο Ζωτρα.
Επρόκειτο για σωστή σκέψη, γιατί στα ταξίδια για χώρες άγνωστες τυχαίνει ο τα-ξιδιώτης να πέσει στα χέρια ανθρώπων που δεν είναι αυτό που θα’ πρεπε να είναι, αλλά πρόσωπα κακά και επικίνδυνα όπως ο Προκρούστης ο ληστής που συνά-ντησε ο Θησέας, η κακιά μάγισσα Κίρκη που συνάντησε ο Οδυσσέας, ο μεγάλος κακός λύκος που γκρέμιζε τα σπίτια των τριών γουρουνιών κι έφαγε τη γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας, ο αιμοβόρος Δράκος που ήθελε να φάει τον κοντορεβι-θούλη και τ’ αδέλφια του, ο Πανούργος Ιωάννης ο πρώτος και χειρότερος, που ήθελε να σκοτώσει τον Ρομπέν των Δασών και να πάρει τον θρόνο του αδελφού του του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, ο παμπόνηρος και ύπουλος Ραινέκε Φοξ, η αλεπού που εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη των φίλων της για να γίνει δικτά-τορας, ο Μαύρος Πητ ο ληστής, η κακιά μητριά της Χιονάτης, η τρελή Μαντάμ Μιμ, ο κακός αμαξάς που έκλεψε τον Πινόκιο, το τεράστιο παλαμάρι που επιτέ-θηκε στον Ναυτίλο, το υποβρύχιο του κάπταιν Νέμο, ο Μίστερ Νταρκ και τόσοι άλλοι ατέλειωτοι, αν τους βάλουμε στη σειρά. Αλλά εμείς δε γράφουμε ένα βιβλίο για κακούς και, παρόλο που το καλό στη μάχη ενάντια στο κακό βγαίνει πάντα νικητής, οι κακοί υπάρχουν και τα ταξίδια αποκτούν μυστήριο όπως και του αυ-γού το από μέσα.
Η νύχτα τρύπωνε στα μάτια του Ζωτρα, σβήνοντας τα χρώματα απ’ τα πράγματα και κάνοντας τους ήχους να ψηλώνουν μαζί με το σκοτάδι και τις σκιές. Για μια ακόμη φορά ο Ζωτρα και το ποδήλατο χάθηκαν στο βασίλειο του ύπνου, αλλά ο ύπνος του Ζωτρα δεν ήταν καθόλου ήσυχος, έβλεπε στ΄ όνειρο του τον Γουστάυο να τραγουδάει.