Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

ΤΑΞΙΔΙ XVI

΄΄Που οδηγούν τα χνάρια της
Σκιάς μου τα βράδια;΄΄


Kαρμεν Ρέγιες

Εκείνο το βράδυ, τη Σελήνη την έφερε ο Άνεμος. Ήταν ασθενικός και φυσούσε όπως ο παππούς τα ξύλα στο τζάκι για να πάρουν φωτιά, και η Σελήνη άναβε.
- Τον ξέρω τον Άνεμο, παραμιλούσε στον ύπνο του ο Ζωτρα.
-Είναι η σκιά του…, γύρισε από το άλλο πλευρό και συνέχισε να κοιμάται, χωρίς να τελειώσει τη φράση του.
Η Σκιά του έμεινε πάλι για πολλοστή φορά μόνη. Δεν την ενοχλούσε αυτό, ήταν συνηθισμένη να μην κοιμάται τα βράδια, γιατί όπως ξέρουμε οι σκιές δεν κοιμούνται τα βράδια, αλλά αυτό το συγκεκριμένο βράδυ, ίσως να φταίει και ο άνεμος, ένιωθε μια ανησυχία.
Αποφάσισε να κάνει μια βόλτα για να ηρεμήσει. Αόρατη μες το σκοτάδι, περιπλανήθηκε λίγο στην πόλη και στα σκοτεινά μονοπάτια της. Αφουγκραζόταν τον ξένοιαστο κι ευτυχισμένο ύπνο των κατοίκων της Χώρας της Απασχόλησης και η καρδιά της άρχισε να ξαλαφρώνει. Αποφάσισε να γυρίσει όταν της φάνηκε ότι είδε μια άλλη Σκιά.
- Καλησπέρα, την χαιρέτησε για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι οφθαλμαπάτη.
- Καλησπέρα, της απάντησε η άλλη Σκιά.
- Είσαι πολύ όμορφη, έτσι όπως είσαι φτιαγμένη από μουντές λάμψεις. Θα πρέπει να΄χεις κι όμορφη ψυχή, της είπε η Σκιά μας.
- Έχουμε ψυχή; αναρωτήθηκε φωναχτά η άλλη Σκιά. Εγώ νομίζω πως εμείς είμαστε η ψυχή….., η ανεξήγητη χαρά στα χαμόγελα και στο γέλιο τους, η αθέλητη λύπη στα δάκρυα τους…
- Μα για ποιους μιλάς; την διέκοψε η Σκιά μας.
- Μιλάω γι΄ αυτούς στους οποίους ανήκουμε…, προσπαθούν να μας δώσουν σχήματα και νοήματα, αντί να μας αφήσουν στην ησυχία μας.
- Ναι, αλλά κι εμείς μπορούμε να έχουμε τις δικές μας μικρές ζωές.
- Έχουμε περισσότερο απ΄ αυτό, είπε η άλλη Σκιά. Εμείς είμαστε η ίδια η Ζωή…, είμαστε ενέργεια γεμάτη με όνειρα, η πρωινή και η νυχτερινή φαντασία, τα κλειστά δωμάτια της θλίψης και οι ανοιχτοί ορίζοντες της χαράς. Είμαστε….. (1)

Η μέρα άρχισε να ξηλώνει αργά το πουλόβερ της νύχτας, και τότε στο λιγοστό φως η Σκιά μας διαπίστωσε πως όλη αυτή την ώρα μιλούσε με τον εαυτό της, ή πιο σωστά με το είδωλο της. Στεκόταν μπροστά σ΄ ένα σπασμένο καθρέφτη που κάποιος ακούμπησε στο δρόμο. ''Δεν πειράζει, σκέφτηκε ικανοποιημένη, είχαμε μια καλή συζήτηση,.Αλλωστε κι οι ψευδαισθήσεις καθρέφτης της ψυχής είναι κι αυτές΄΄, και έτρεξε κοντά στο Ζωτρα πριν αυτός ξυπνήσει και αντιληφθεί την απουσία της.

Στη χώρα της Ερήμου

΄΄Αν ποτέ προσπαθήσεις να βρεις τα ίχνη σου στην άμμο,
στον αέρα ή στο νερό και δεν τα βρεις,
θα καταλάβεις ότι έκανες λάθος,
ότι είσαι ένας χαρταετός που ονειρεύεται να γίνει άνθρωπος.΄΄


Κάρμεν Ρέγιες

Ο Άνεμος έκανε τον Ήλιο να ανεμίζει σαν μια λαμπρή σημαία, σαν ένα φωτεινό καθαρό άσπρο σεντόνι. Οι σκιές στο έδαφος ταξίδευαν απαλά και το τοπίο έμοιαζε με μια απέραντη θάλασσα που απλωνόταν ατελείωτη μέχρι εκεί που κατοικεί ο ορίζοντας. Μ΄ έκπληξη ο Ζωτρα αντίκρισε την τρομακτική έρημο. Ήταν μια έρημος που έπρεπε να διασχίσει αν ήθελε να συνεχίσει το ταξίδι του,
κι αυτό ήταν παρά πολύ δύσκολο.
- Δεν μπορείς να εναντιωθείς στην έρημο, τον συμβούλεψαν οι άνθρωποι από τη Χώρα της Απασχόλησης. Πρέπει να της μιλάς και να την ακούς. Άφησε να σε οδηγήσει αυτή, αλλιώς δεν θα την περάσεις ποτέ. Θα χαθείς κάνοντας αδιάκοπα κύκλους. Ίσως, το καλύτερο είναι να την συμβουλευτείς, να ζητή-σεις την γνώμη της και την βοήθεια της.
Ο Ζωτρα τους ευχαρίστησε και ξεκίνησε. Τον συνόδευε ένα ελαφρό αεράκι. Ο Ζωτρα έβγαλε το πουκάμισο του κι έφτιαξε ένα πανί. Το στερέωσε στο ποδήλα-το του και ο Άνεμος άρχισε να τον σπρώχνει απαλά σαν να ήταν σε βάρκα. Ο Ήλιος ποτέ δεν ήταν πιο χαμηλά, ποτέ δεν ήταν πιο μεγάλος, ποτέ δεν ήταν πιο ζεστός, ποτέ δεν ήταν πιο τρομαχτικός. Ο Ζωτρα για πρώτη φορά έβλεπε αυτό που είδαν και ο ιππότης Ροντριγκεθ με τον υπηρέτη του Μοράνο όταν ο καθηγητής έστειλε με μάγια τα πνεύματα τους στον Ήλιο. Έβλεπε τα βουνά του χαλκού να φλέγονται ακατάπαυστα και να τινάζουν σε ανείπωτα ύψη τη μάζα των σμαραγδένιων φλογών τους. Έβλεπε τα μαινόμενα βουνά από σίδερο και αλάτι να σειούνται και να βροντούν ντυμένα με τα χαρακτηριστικά τους χρώματα, ο σίδηρος πάντα άλικος και το αλάτι γαλάζιο. Έβλεπε έναν Ήλιο καταστροφέα, το κέντρο μιας φοβερής βίας και ερήμωσης και οργής. Ακτινοβολούσε φωτιά που μόνο η Έρημος μπορούσε να αντέξει. Όλα αυτά όμως δεν τον φόβισαν, τό-σο μεγάλη ήταν η επιθυμία του να φτάσει στον Ήλιο. Έκανε κόμπους στις τέσ-σερις γωνίες από το άσπρο μαντήλι του, το έβρεξε και το έβαλε στο κεφάλι του για να προστατευτεί. Παρά την εξάντληση που ένιωθε συνέχισε να προχωράει μέχρι που διαπίστωσε ότι έκανε κύκλους, όπως τον προειδοποίησαν. Αποκαμωμένος και απελπισμένος αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Έρημο.
- Σε παρακαλώ, της είπε ικετευτικά, δείξε μου το δρόμο για τον Ήλιο.
- Λυπάμαι πολύ, αποκρίθηκε η έρημος, και παρ΄ όλο που είμαι πολύ κοντά στον Ήλιο, δεν ξέρω το δρόμο, δεν έχω πάει ποτέ. Ρώτα τον Άνεμο, που πάει παντού.
Ο Άνεμος πλησίασε τον Ζωτρα γιατί άκουσε την συζήτηση του με την έρημο. Οι άνεμοι γνωρίζουν τα πάντα γιατί διασχίζουν όλο τον κόσμο χωρίς να γεννιούνται ή να πεθαίνουν σ΄ ένα συγκεκριμένο τόπο.
- Βοήθησε με ,παρακάλεσε ο Ζωτρα στον Άνεμο. Θέλω να πάω στο Ήλιο, αλλά δεν ξέρω το δρόμο.
Ο Άνεμος δεν έρχεται από πουθενά και δεν πηγαίνει πουθενά και γι΄ αυτό εί-ναι πιο δυνατός από την έρημο. Ο Άνεμος κτίζει έρημους, βυθίζει καράβια, σα-ρώνει ολόκληρα δάση και περιδιαβαίνει σε πόλεις γεμάτες μουσική και παράξενους ήχους, τα βλέπει και τα μαθαίνει όλα. Ο Άνεμος νομίζει ότι είναι παντο-δύναμος και παντογνώστης, αλλά να που δεν μπορούσε να δώσει απάντηση στο Ζωτρα.
- Δεν μπορείς να πας στον Ήλιο, του είπε.
- Μπορώ, απάντησε πεισματικά ο Ζωτρα. Εσύ δεν ξέρεις να μου πεις.
Ο Άνεμος ήταν περήφανος και τα λόγια του Ζωτρα τον εξόργισαν. Βάλθηκε να φυσά με μεγαλύτερη δύναμη, σηκώνοντας την άμμο της έρημου. Τελικά όμως ηρέμησε και παραδέχτηκε ότι μπορεί και κάτι να του ξεφεύγει καμιά φορά.
- Ίσως είναι καλύτερα να ρωτήσουμε τον Ήλιο, είπε, και άρχισε πάλι να φυσά δυνατά.
Ο ουρανός γέμισε άμμο, αφήνοντας μόνο ένα χρυσό δίσκο στη θέση του Ήλιου. Μόνο τότε ο Ζωτρα μπόρεσε να σηκώσει το βλέμμα του και να τον κοιτάξει στο πρόσωπο.
- Ήλιε μου, είπε, ταξιδεύω εδώ και παρά πολύ καιρό προσπαθώντας να έρθω κοντά σου. Είμαι σίγουρος ότι γνωρίζεις πολύ καλά τι έχω περάσει μέχρι τώρα, και πόσο έχω κουραστεί. Πόσες φορές σε είδα να ανατέλλεις και να δύεις στον ουρανό. Δείξε μου, σε παρακαλώ επιτέλους το δρόμο να έρθω κοντά σου.
Ο Ήλιος έσκυψε λίγο για να ακούσει καλύτερα και ο Άνεμος φύσηξε κι αυτός πιο δυνατά, ώστε να μην πονέσουν τα μάτια του Ζωτρα.
- Σ΄ ευχαριστώ για την αγάπη που μου έχεις, είπε ο Ήλιος, αλλά φοβάμαι ότι ο Άνεμος έχει δίκιο. Αν προσπαθήσεις να΄ρθεις πιο κοντά θα καείς. Και ο Ίκαρος προσπάθησε, αλλά έλιωσαν τα φτερά του και πνίγηκε στο Ικάριο πέλαγος, και ο Δαίδαλος προσπάθησε να με κοιτάξει αλλά τυφλώθηκε. Αγα-πάω πολύ τους ανθρώπους αλλά αυτοί παθαίνουν κακό όταν έρχονται κοντά μου, γι αυτό δεν πλησιάζω πολύ στη γη. Τόσο μόνο όσο χρειάζεται για να μεγαλώνουν τα φυτά και τα ζώα, και να υπάρχει ζωή και θερμότητα. Αν πλησιάσω κι άλλο τότε όλα θα πάρουν φωτιά και θα καούν.
Ο Ζωτρα τον άκουγε στεναχωρημένος. Τα μάτια του βούρκωσαν.
- Μα το ήξερες ότι θέλω να έρθω σε σένα, φώναξε κλαίγοντας. Το ήξερες από την πρώτη στιγμή που έφυγα απ΄το χωριό μου. Εσύ μου έστειλες το ποδήλα-το να με πάρει. Γιατί όλα αυτά μου τα λες τώρα και όχι νωρίτερα, πριν κάνω αυτό το τεράστιο ταξίδι;
- H φύση με αναγνωρίζει ως την πιο σοφή απ΄ όλες τις υπάρξεις, είπε ο Ήλιος. Το ταξίδι σου έπρεπε να γίνει. Θα δεις που αργότερα θα με ευγνωμονείς γι αυτό.
Ο Ζωτρα κατάλαβε ότι η συζήτηση με τον Ήλιο τελείωσε. Γύρισε στον Άνεμο και του είπε, με μάτια χαμηλωμένα.
- Συγνώμη που δεν σε πίστεψα, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία μου να φτάσω στον Ήλιο…
Ο Άνεμος, ευχαριστημένος που κατάφερε να μαντέψει την απάντηση, φύσηξε τρυφερά για να στεγνώσουν τα δάκρυα του Ζωτρα κι έπειτα πάλι δυνατά. Το πουκάμισο του Ζωτρα, αυτό που στερέωσε στο ποδήλατο του, φούσκωσε και τους έσπρωχνε με μεγάλη ταχύτητα μακριά απ΄τον Ήλιο, προς τα κει που τε-λειώνει η έρημος κι αρχίζουν οι πόλεις και τα χωριά. Ο Ζωτρα μετά βίας κρατιόταν από το τιμόνι. Τόσο γρήγορα δεν είχε ταξιδέψει ποτέ. Ο μόνος που δεν βιαζόταν ήταν ο Ήλιος, μόνο που αυτή τη φορά δεν χαμογελούσε. Ο Ζωτρα του έριξε μια πλάγια μάτια και νόμισε ότι είδε τα μάτια του δακρυσμένα. Αλλά και πάλι δεν μπορούσε να είναι και πολύ σίγουρος.

ΣΗΜ:
(1)Από μια ιδέα της Καρμεν Ρεγιες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου