Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

ΤΑΞΙΔΙ IX

΄΄Το καλοκαίρι όταν πέφτω να κοιμηθώ
ο χρυσός ήλιος είναι στις δόξες του.΄΄
Ρόμπερτ Λιούϊς Στήβενσον

Ήταν μια ολοκαίνουργια μέρα, μ’ ένα πρωινό πολυτραγουδισμένο. Η γη μύριζε όμορφα και το σύμπαν, ένα σύμπλεγμα από τρελούς και απρόβλεπτους ρυθμούς, βούιζε πάνω απ΄τα κεφάλια του Ζωτρά και των συντρόφων του. Ο Ήλιος έκανε βόλτες ανέμελος, ενώ το φως του, με το ζόρι, άνοιγε δρόμο μέσα απ΄τα λευκά σαν πούπουλα σύννεφα. Οι ηλιαχτίδες του τα διαπερνούσαν όπου έβρισκαν άνοιγμα, σαν χάρτινα αεροπλανάκια, και κυνηγούσαν τις σκιές των αντικειμένων στο έδαφος. Ήταν μια ολοφώτεινη μέρα κι ο αέρας ήταν ζε-στός σαν ανάσα.
Ο Ζωτρα αποφάσισε να ξεκουραστεί για λίγο. Μόλις έφτασε σε μια καταπράσινη πλαγιά. Διάλεξε ένα μέρος σκιερό και ξάπλωσε στο παχύ γρασίδι με τη πλάτη του ν΄ ακουμπάει σένα μικρό βραχάκι. Απολάμβανε το φως και τη γλυκιά ζεστή και καθώς χάζευε το ποδήλατο του αντιλήφτηκε ξαφνικά ότι αυ-τό είχε δυο ίσες ρόδες. Θυμόταν φυσικά ότι όταν ξεκίνησε το ταξίδι του το πο-δήλατο του είχε μόνο μια ρόδα. Θυμόταν επίσης ότι κάποια στιγμή άρχισε να εμφανίζεται από πίσω μια δεύτερη ρόδα. Τώρα όμως οι δυο ρόδες είχαν το ίδιο μέγεθος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο και προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του όλα όσα ήξερε για το ποδήλατο. Και δεν ήξερε σχεδόν τίποτα.
Η Σκιά του όμως; Η Σκιά του κρυμμένη στη σκιά, αθόρυβα και διακριτικά, διαβάζει και γράφει κι έτσι μαθαίνει πράγματα που δεν μπορούμε να τα μάθουμε ζώντας τα, γιατί συνέβησαν πριν, στο μακρινό παρελθόν.
Η Σκιά, λοιπόν, ψιθύρισε στο αυτί του Ζωτρα την αληθινή ιστορία του ποδηλάτου, αν και όλες οι ιστορίες που διηγούμαστε εδώ είναι αληθινές. Εμείς κρυφακούγαμε και γ΄αυτό θα σας πούμε μόνο ότι θυμόμαστε.
΄΄Το πρώτο δίκυκλο το έφτιαξε το 308 π.Χ. ο Έλληνας Δημήτριος. Mόνο που δεν ήταν ποδήλατο αλλά πολιορκητική μηχανή που ο Βασιλιάς Φίλιππος ο Μακεδόνας και αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος, χρησιμοποιούσαν για να κυ-ριεύσουν τις πόλεις των εχθρών τους.
Το πρώτο ποδήλατο όμως, που μοιάζει πολύ με τα ποδήλατα όπως τα ξέρουμε σήμερα, το σχεδίασε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι τον 1500 μ.Χ. περίπου, δηλ. 1200 χρόνια αργότερα.
(εικόνα)
Ο Γάλλος Κόμης ντε Σιντάκ, μόλις το 1791 μ.Χ. κατασκεύασε και παρουσίασε στους κήπους του Βασιλικού Παλατιού το πρώτο ποδήλατο, αφήνοντας άφω-νους όλους όσους έκαναν βόλτα εκείνη τη μέρα στους κήπους. Ήταν μια απλή κατασκευή. Ένα τιμόνι, μια ξύλινη σανίδα κι από κάτω δυο επίσης ξύλινες ρόδες ντυμένες με σιδερένια στεφάνια. Ο αναβάτης έπρεπε να το σπρώχνει με τα πόδια γιατί ο εφευρέτης του δεν σκέφτηκε να φτιάξει πετάλια. Προφανώς δεν ήξερε τα σχέδια του Ντα Βίντσι, όπου υπήρχαν πετάλια.
Το ονόμασε Σελεριφέρ, που στα λατινικά σημαίνει ΄΄αυτό που σε κουβαλάει γρήγορα΄΄.
(εικόνα)
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, το 1817,ένας Γερμανός αυτή τη φορά, ο Βαρόνος Ντραϊς, έκανε τόσες βελτιώσεις που πολλοί, λάθος φυσικά, τον θεωρούν εφευρέτη του ποδηλάτου.
(εικόνα)
Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, το 1839, ο Σκοτσέζος Μαξιμίλιαν Κερκπάτρικ πρόσθεσε τα πετάλια που με ένα μηχανισμό με μοχλούς κινούν την πίσω ρόδα.
(εικόνα)
Το 1861,Γάλλος Ερνέστος Μισώ βάζει στο ποδήλατο πετάλια που όμως κινούν την μπροστινή ρόδα.
(εικόνα)
Τέλος, το 1887,εκατό δηλ. περίπου χρόνια πριν από τώρα, ο Άγγλος κτηνία-τρος Τζων Ντάνλοπ, εμπνευσμένος από το γιο του που έβρισκε το ποδήλατο κουραστικό, ενώ του άρεσε να παίζει μπάλα, σκέφτηκε πρώτος να κατασκευά-σει λάστιχα με αέρα για τους τροχούς. Έτσι το ποδήλατο έγινε πιο ελαφρύ και πιο γρήγορο.
Με την προσθήκη δε της αλυσίδας το ποδήλατο πήρε την οριστική του μορφή όπως το ξέρουμε σήμερα.
(εικόνα)

Από τότε, δεν μπορείτε να φανταστείτε, πόσα είδη ποδηλάτων έχουν φτιαχτεί.
Ποδήλατα με μια ρόδα, με δυο ρόδες που άλλοτε είναι μεγαλύτερη η πίσω ρόδα και άλλοτε η μπροστινή, με τρεις ρόδες και με τέσσερις ρόδες.
Ποδήλατα για έναν επιβάτη, για δυο ή και για περισσότερους.
Ποδήλατα για επιβάτες ξαπλωτούς και ποδήλατα όπου ο επιβάτης είναι μέσα στη ρόδα.
Ποδήλατα για την ξηρά, για τη θάλασσα, για τους πάγους και για τον αέρα, με φτερά όπως το αεροπλάνο ή έλικα όπως το ελικόπτερο…..΄΄
(εικόνες)
Αυτά περίπου διηγήθηκε η Σκιά στο Ζωτρα, φυσικά με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες, μόνο που εμείς δεν μπορούμε με σιγουριά να σας διαβεβαιώσουμε πόσα απ’ αυτά άκουσε ο ήρωας μας αφού εδώ και αρκετή ώρα το αδύναμο ροχαλητό του συντρόφευε τις ηλιαχτίδες του Ήλιου στα παιχνίδια τους.
Ο Ζωτρα κολυμπούσε σε ένα διάφανο σκοτάδι και στο βάθος στριφογύριζαν οι δυο ρόδες του ποδηλάτου. Είχαν το ίδιο μέγεθος, κι αυτός προσπαθούσε να καταλάβει τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Κι όσο πιο πολύ προσπαθούσε τόσο το ροχαλητό του δυνάμωνε ώσπου στο τέλος δεν ήταν σίγουρος αν τον ξύπνησε η ηλιαχτίδα που έλουσε το πρόσωπο του ή ο θόρυβος του δικού του ροχαλητού.
H Σκιά όμως; Η Σκιά ήξερε τι σήμαιναν οι δυο ίσες ρόδες του ποδηλάτου κι ας μην το είπε στον Ζωτρα.
Σήμαιναν ότι έφτασαν στη μέση του ταξιδιού τους και άρχισε τις προετοιμασίες για άλλες τόσες χώρες με ισάριθμες περιπέτειες.

Στη χώρα του πράσινου πάρκου

΄΄Είσαι γαλάζιος απέραντος κι ολο-κάθαρος ουρανός…
και είμαι μικρό ανήσυχο, κι ανυ-πόμονο χελιδόνι..΄΄
Μίνα
΄΄Σ΄ αγαπώ, μήπως αυτό σε αφο-ρά;΄΄
Γκαίτε

Συμβαίνει μερικές φορές, όχι συχνά, αλλά συμβαίνει, ν’ ανατέλλει το Φεγγάρι πριν δύσει ο Ήλιος. Τότε στη μια πλευρά του ουρανού βλέπουμε ένα κόκκινο δίσκο τεράστιο σαν ταψί φούρνου, τον Ήλιο, ενώ στην άλλη έναν ασπρογάλαζο δίσκο μικρό σαν δραχμή, το Φεγγάρι. Οι παλιοί λένε πως όταν γίνεται αυτό, στη γη συνταιριάζουν πράγματα που νομίζουμε ότι είναι ασυνταίριαστα.
Ο Ζώτρα ξύπνησε ζαλισμένος από τον Ήλιο και μετά από λίγο αποφάσισε να ανέβει με το ποδήλατό του το λόφο. Από την κορυφή έβλεπε τώρα καθαρά απ’ την άλλη πλευρά την πόλη να ξαπλώνει νωχελικά στην άκρη της θάλασσας και κει δεξιά και λίγο πιο πάνω ένα καινούργιο πράσινο πάρκο. Το φτιάξανε για να μαζέψουν ζώα απ’ όλο τον κόσμο. Το καινούργιο πράσινο πάρκο δεν ήταν ένας ζωολογικός κήπος γιατί τα ζώα δεν ήταν κλεισμένα στα κλουβιά. Έμοιαζε όμως λίγο με κιβωτό, αφού αυτοί που το έφτιαξαν δεν επέτρεπαν να υπάρχει στο πάρκο το ίδιο ζώο δύο φορές. Στο πάρκο λοιπόν αυτό, ανάμεσα στ’ άλλα ζώα που ήταν όλα μοναδικά, υπήρχε και μια μικρή πολύχρωμη πεταλούδα. Όλη τη μέρα άκουγε μουσική κι έκανε όμορφες χορευτικές φιγούρες στον αέρα. Παρόλο που δεν ήταν πάντα χαρούμενη, ήτανε τόσο χαριτωμένη και σκανδα-λιάρικη που ήταν αδύνατο να περνάει απαρατήρητη, ακόμα κι απ’ τα ζώα που ήθελαν να την αγνοήσουν. Έτσι κυλούσε ο χρόνος, στρογγυλός και διακριτικός σαν μια μικρή μπαλίτσα του πινγκ-πονγκ, ώσπου μια μέρα ήρθε στο πάρκο ο μεγάλος άσπρος ελέφαντας. Ήταν ένα ζώο τεράστιο και βαρύ. Περπατούσε αργά και άτσαλα αλλά φορούσε μια σοφή ηρεμία, την ηρεμία ενός ζώου που εί-χε περάσει πολλά στη ζωή του. Γι’ αυτό πίστευε ότι λίγα ζητήματα ήταν πραγ-ματικά σπουδαία κι άξιζαν να μαλώνει κανείς κι όλα τ’ άλλα ήταν ζητήματα μικρά κι ασήμαντα για να χάσει έστω και για λίγο την ψυχραιμία του. Ο με-γάλος άσπρος ελέφαντας, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, αμέσως πρόσεξε τη μικρή πολύχρωμη πεταλούδα και γοητεύτηκε απ’ τα καμώματά της περισσότε-ρο απ’ όλα τ’ άλλα ζώα του πάρκου. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο κι η πεταλούδα τον συμπάθησε αμέσως κι ας ήταν τεράστιος κι ανασούμπαλος, ίσως γιατί υπέθεσε ότι θα μπορούσε να της δώσει απλές απαντήσεις στα καθημερινά αλλά πολύπλοκα γι’ αυτήν περιστατικά της ζωής.
Ο μεγάλος άσπρος ελέφαντας επισκεπτόταν συχνά τη μικρή πολύχρωμη πετα-λούδα κι οι συζητήσεις τους έδιναν κι έπαιρναν σε βάρος του χρόνου που περνούσε, γιατί ο χρόνος περνούσε κι η πεταλούδα αγαπούσε όλο και περισσότερο τον ελέφαντα και της άρεζε να τον πειράζει και να γελάει με τις άχαρες κι αδέξιες κινήσεις του. Έτσι μια μέρα, καθισμένοι άνετα σ’ ένα παραθαλάσσιο καφε-νείο πίνανε τα δροσιστικά ποτά τους και κοιτάζανε τον ορίζοντα, εκεί δηλαδή που ο ουρανός βρέχει τα πόδια του στη θάλασσα, παρέα με τον ήλιο που κόκκι-νος και τεράστιος σαν ταψί φούρνου στεκόταν διστακτικός στη μια άκρη τ’ ουρανού. Τότε ήταν που εμφανίστηκε στην άλλη άκρη το φεγγάρι, ένας ασπρο-γάλαζος δίσκος, μικρός σαν μια δραχμή. Η μικρή πολύχρωμη πεταλούδα άπλωσε το χέρι της κι αυτό φώλιασε μέσα στη χούφτα του τεράστιου άσπρου ελέ-φαντα σαν πουλί. Αυτός γύρισε αργά και την κοίταξε και χωρίς να βιάζεται εί-πε:
- Το ξέρεις ότι… Να… θέλω να πω, πως εγώ είμαι τόσο μεγάλος και συ είσαι τόσο μικρή.
Η μικρή πολύχρωμη του απάντησε γρήγορα κι αποφασιστικά.
- Αν έχεις κάποιο πρόβλημα με το μέγεθός σου αυτό είναι δικό σου πρόβλημα! Εμένα δεν με πειράζει καθόλου. Αν με πείραζε, δεν θα ήμουν τώρα μαζί σου.
Να κάπως έτσι συνταιριάζουν τ’ αταίριαστα, μ’ έναν ήλιο κι ένα φεγγάρι στον ίδιο ουρανό, όταν ο έρωτας γίνεται μια γέφυρα και γεφυρώνει τα πιο μεγάλα χάσματα. Κι ο ελέφαντας ξέχασε πόσο μεγάλος είναι κι η πεταλούδα φρόντισε να μην του το θυμίσει ποτέ ξανά.
Από τότε, ακόμα κι αν τους έχανες, ήτανε εύκολο να τους ξαναβρείς καθισμένους σε κάποιο σημείο της πόλης, πιασμένους χέρι-χέρι να συζητούν και να γελούν ανέμελα, λες και δεν είχαν μάτια παρά μονάχα ο ένας για τον άλλο. Η ευτυχία τους ήταν πιο κόκκινη κι απ’ τον ήλιο που δύει και η χαρά τους πιο γαλάζια κι απ’ το φεγγάρι που ανατέλλει. Βέβαια η μικρή πολύχρωμη πεταλούδα ήθελε πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο και καμιά φορά θύμωνε κιόλας, αλλά αυτό δεν ενοχλούσε καθόλου τον άσπρο ελέφαντα που ο μεγάλος έρωτάς του δεν του επέτρεπε να χάνει την ψυχραιμία του με ζητήματα μικρά κι ασήμαντα.
Αλλά έλα που όλα τα πράγματα έχουν κάποιο εχθρό. Κι ο εχθρός του έρωτα είναι ο χρόνος. Ο χρόνος που μερικές φορές - ευτυχισμένες στιγμές - τον ξεχνάμε και νομίζουμε ότι σταματάει, αλλά αυτός αδίσταχτα κι αδιάκοπα κυλάει αθό-ρυβα χωρίς να παίρνει υπ’ όψιν του τη δική μας ευτυχία. Κι έπειτα έρχεται κάποια στιγμή, κοιτάζουμε πάνω απ’ τη γέφυρα και τότε μας ζαλίζει το κενό που υπάρχει στο χάσμα. Και η γέφυρα αρχίζει να λυγίζει απ’ το βάρος μας. Αλλά ποιος μπορεί να εμποδίσει κάποιον που είναι πάνω σε μια γέφυρα να κοιτάξει στο χάσμα; Ιδίως όταν αυτός είναι μικρός, κινητικός και περίεργος όπως η πολύχρωμη πεταλούδα μας.
Έτσι μια Κυριακή ύστερα από δύο σχεδόν ολοστρόγγυλα χρόνια, ο τεράστιος άσπρος ελέφαντας βρήκε τη μικρή πολύχρωμη πεταλούδα να κλαίει.
- Τι συμβαίνει; τη ρώτησε κι έσκυψε να την αγκαλιάσει.
- Συμβαίνει ότι είμαστε μόνοι, είπε αυτή μ’ αναφιλητά. Και τον απώθησε.
- Και τι θα πει αυτό; ξαναρώτησε ο ελέφαντας λίγο ενοχλημένος.
- Θα πει ότι εγώ δεν μπορώ να κάνω παρέα με τους φίλους σου γιατί είναι όλοι τεράστιοι σαν κι εσένα αλλά κι εσύ δεν κάνεις παρέα με τις φιλενάδες μου γιατί είναι όλες μικροσκοπικές σαν εμένα.
- Μα εσύ δεν είπες κάποτε ότι το μέγεθος δεν έχει απολύτως καμία σημασία; είπε έκπληκτος ο μεγάλος άσπρος ελέφαντας.
- Ναι, το είπα. Δεν ειν’ το μέγεθος που έχει σημασία για μένα αλλά το μέγε-θος που έχει πρόβλημα με μας. Απ’ τη μέρα που σε γνώρισα, χίλιες φορές ευχήθηκα να είμαι λίγο μεγαλύτερη.
- Κι εγώ, αναφώνησε ο ελέφαντας. Κι εγώ χίλιες και πιο πολλές φορές ευχή-θηκα να ήμουν πιο μικρόσωμος και πιο ελαφρύς. Το ξέρω πως δεν είναι δυνατό να μάθω να πετάω. Αυτό δεν συμβαίνει ούτε στα παραμύθια. Αλλά να μπορούσα τουλάχιστον να σκαρφαλώνω στα δέντρα όπως ένας γάτος. Να μπορούσα να τρέχω γρήγορα και να χορεύω όπως ένας γάτος. Εσύ είσαι τόσο ελαφριά κι ευκίνητη ενώ εγώ είμαι ανασούμπαλος, δυσκίνητος και βα-ρύς.
- Είμαστε μόνοι, συνέχισε να λέει και να κλαίει η πεταλούδα. Είμαστε τόσο μόνοι. Σαν ένα λουλούδι σε λάθος γλάστρα. Εμείς που περνούσαμε τόσο ωραία και που δεν μαλώναμε ποτέ. Εμείς που δεν πληγώναμε ποτέ ο ένας τον άλλο………
Ο μεγάλος άσπρος ελέφαντας δεν μπορούσε να βλέπει τη μικρή πολύχρωμη πε-ταλούδα να κλαίει. Η μεγάλη καρδιά του φούσκωνε και φούσκωνε και κόντευε να σπάσει. Η κόκκινη ευτυχία του χλόμιασε και η γαλάζια χαρά του έγινε γκρίζα λύπη. Μεγάλα δάκρυα ξεπήδησαν από τα μάτια του. Μεγάλα σαν μπάλες ποδοσφαίρου έπεφταν βαριά στη γη και σχημάτιζαν μικρές λιμνούλες. Αλλά αυτό δεν βοηθούσε τη μικρή πολύχρωμη πεταλούδα. Συνέχιζε να κλαίει μ’ αναφιλητά και να λέει:
- Είμαστε μόνοι. Είμαστε τόσο μόνοι……….
Ο μεγάλος άσπρος ελέφαντας πήρε μια βαθιά αναπνοή. Σκούπισε τα μεγάλα δάκρυά του κι ύστερα έβγαλε μέσα από την προβοσκίδα του ένα δαχτυλίδι. Ήταν ένα φίδι που τρώει την ουρά του και στο κεφάλι φορούσε μια μεγάλη φω-τεινή άσπρη πέτρα σαν την ελπίδα. Έψαχνε όλη μέρα για να βρει ένα τέτοιο δαχτυλίδι. Και μάλιστα όσο πιο μικρό γίνεται. Αγόρασε αυτό που δεν χωρούσε ούτε στο πιο μικρό του δαχτυλάκι.
- Κι εγώ που ήθελα να σου προσφέρω αυτό το δαχτυλίδι για να είμαστε για πάντα μαζί, της είπε με παράπονο. Αλλά όπως ήρθαν τα πράγματα σου το προσφέρω για να θυμάσαι τουλάχιστον ότι κάποτε ήμασταν μαζί….Αλλά και πάλι αν…εγώ θα σε περιμένω…πρόσθεσε και βούρκωσε.
Η πεταλούδα σταμάτησε τότε να κλαίει και τον κοίταξε σιωπηλή. Είναι τόσο αδέξιος, σκέφτηκε, τόσο άγαρμπος. Το δαχτυλίδι που αυτός θεωρούσε μικροσκοπικό, ήταν πολύ μεγάλο γι’ αυτήν. Τόσο μεγάλο και βαρύ που ούτε να το φορέσει μπορούσε, ούτε καν να το κουβαλήσει.
- Σ΄ αγαπάω, του είπε σοβαρή. Κι όλον αυτόν τον καιρό που ήμασταν μαζί. Αλλά δεν αντέχω άλλο. Άνοιξε τα φτερά της και πήδηξε στον αέρα ώσπου χάθηκε.
Ο μεγάλος άσπρος ελέφαντας πήρε το δαχτυλίδι και το πέταξε με δύναμη ψηλά στον ουρανό. Δεν περίμενε να δει που θα πέσει. Γύρισε αργά και πήρε το δρό-μο για το πάρκο.
- Ίσως αν χάσω καμιά εκατοστή κιλά, αν πάρω δίπλωμα οδήγησης και αγοράσω ένα αεροπλάνο ή ένα ελικόπτερο η πεταλούδα μου να γυρίσει πάλι κοντά μου, μονολογούσε.
Ο Ζώτρα σκέφτηκε ότι δεν ήταν σωστό να δίνει συμβουλές αφού έτσι κι αλλιώς θα έφευγε. Ήτανε μόνο ένας περαστικός ταξιδιώτης που έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του. Κι αυτό δεν του ‘δινε το δικαίωμα ν’ ανακατεύεται σε ιστορίες αλ-λωνών. Αυτό που συνέβη ανάμεσα στον μεγάλο άσπρο ελέφαντα και στη μικρή πολύχρωμη πεταλούδα αφορούσε μόνον σ’ αυτούς τους δύο. Ήξερε επίσης ότι ο ελέφαντας όσο κι αν αδυνάτιζε δεν θα έπαυε να είναι ελέφαντας και ότι ένας ελέφαντας είναι πάντα πολύ μεγάλος για μια πεταλούδα. Κι ούτε θα μπορούσε ποτέ να πετάξει αφού στον κόσμο όλο κανένα αεροπλάνο ή ελικόπτερο δεν μπορεί να χωρέσει έναν ελέφαντα. Αλλά παρόλα αυτά, όπως και να το κάνεις, πάντα υπάρχει μια λέξη ή μια φράση, μια σκέψη ή μια χειρονομία που μπορεί να κάνει τα πράγματα όπως πριν. Μόνο που ο ελέφαντας θα ‘πρεπε να τα κα-ταφέρει μόνος του. Άφησε το ποδήλατό του να κυλήσει στην πλαγιά κι αυτό γλιστρούσε αθόρυβα όπως κι ο χρόνος κι όλο κέρδιζε σε ταχύτητα.
Στον ουρανό δεν υπήρχε ήλιος αλλά ούτε και φεγγάρι. Μόνο ένας νέος αστερισμός. Έμοιαζε μ’ ένα φίδι που τρώει την ουρά του και στο κεφάλι του φορούσε ένα λαμπερό λευκό αστέρι όπως η ελπίδα.
Πέρασε πολύ κοντά απ’ το πράσινο πάρκο και ξαναείδε τον ελέφαντα καθισμένο κάτω από ένα δέντρο που έλεγε και ξανάλεγε φωναχτά:
- Ξέρω ένα ξόρκι για το βήχα κι ένα για να γίνεται πιο πηχτή η σούπα. Ξέρω ξόρκια για να μην σ’ ενοχλούν το βράδυ τα κουνούπια κι οι ποντικοί να μη σου τρώνε το τυρί. Όμως ξόρκι για τέτοια περίπτωση δεν ξέρω! Μήπως θα ‘πρεπε ν’ αγοράσω φτερά. Κι αν δεν βρω, πατίνια ή μια βέσπα…ή…….Τότε ποιος ξέρει…ίσως και να ξαναγυρίσει.. αλλά πάλι μπορεί και όχι…..
Και κάθε τόσο κοιτούσε απελπισμένα τον ουρανό, λες και περίμενε να ξαναδεί τον ήλιο και το φεγγάρι μαζί. Γιατί μόνο τότε αυτά που νομίζουμε ασυνταίριαστα μπορούν και συνταιριάζουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου