Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

ΤΑΞΙΔΙ VII

΄΄Στην αναμπουμπούλα χαίρεται ο λύκος΄΄
Λαϊκή παροιμία

Καθώς ο ήλιος άνοιγε τα πέταλά του και το ευωδιαστό φως του πότιζε τα χρωματα και τους ήχους, όλα τα ζωντανά του πλανήτη τίναζαν από πάνω τους τη σκόνη του ύπνου κι άφηναν τις σκιές για να λουστούνε στο φως. Τα ζώα έβγαιναν απ’ τις φωλιές τους και τα φυτά αρκούνταν να ξεδιπλώνουν και να τεντώ-νουν τα φύλλα και τα κλαδιά τους, μια και όπως ξέρουμε τα φυτά δεν μπορούν να περπατήσουν. Οι ιστορίες, ξέροντας ότι η σκιά του Ζωτρά θ’ αρχίσει πάλι να γράφει, στριμώχνονταν στην ουρά για να χωρέσουν στο βιβλίο. Αυτό γινόταν με καυγάδες γιατί σε καμία ουρά του κόσμου δε λείπουν αυτοί που θέλουν να πάρουν τη σειρά κάποιων άλλων και προκειμένου να το επιτύχουν βρίσκουν ένα σωρό δικαιολογίες όπως: ΄΄Κάντε μου τη χάρη, παρακαλώ. Είμαι άρρωστη΄΄, ΄΄Ήρθα νωρίτερα, αλλά πήγα να πάρω μια υπογραφή από τον διευθυντή΄΄, ΄΄Θα κάνω γρήγορα, μια ερώτηση έχω μόνο΄΄, ΄΄Βιάζομαι γιατί έχω αφή-σει τα παιδιά μόνα τους στο σπίτι΄΄ κ.λ.π.
Οι άλλοι φυσικά αντιδρούσαν με φράσεις: ΄΄Μα τι λέτε, κυρία μου! Εμείς αργό-σχολοι είμαστε;΄΄, ή ΄΄Εμείς που περιμένουμε απ’ το πρωί χαζοί είμαστε;΄΄, ή ΄΄Για δες ρε κάτι ξύπνιους! Ρενώ οδηγείς;΄΄, ή ΄΄Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας΄΄. η …………………………………

Εν πάση περιπτώσει μια τέτοια σκηνή δεν ήταν και τόσο πρωτότυπη αφού σε όλα τα μέρη του κόσμου κάθε μέρα βλέπουμε τέτοιες σκηνές. Έξω από τα θέατρα, στους κινηματογράφους, στα δημόσια ταμεία, στις τράπεζες και όπου αλ-λού σχηματίζονται ουρές. Αυτό όμως που έχει κάποια σημασία είναι ότι στο τέ-λος πάντα κάποιοι επωφελούνται από το χάος και την αναμπουμπούλα που δημιουργείται και στη συγκεκριμένη περίπτωση ωφελημένη βγήκε η δέκατη τρίτη ιστορία αφού τελικά μπόρεσε να περάσει έβδομη.

Η χώρα χωρίς σύνορα

΄΄Πότε πάλι οι τρεις μαζί
μ΄ αστραπόβροντο ή βροχή;
Όταν το πάρε δώσε κλείσει
κι έχει χάσει και κερδίσει.
Σαίξπηρ ΄΄Μάκβεθ΄΄

Το ποδήλατο έτρεχε μ’ όλη του τη δύναμη, ευσυνείδητο καθώς ήταν, προσπα-θώντας να κερδίσει το χαμένο χρόνο, ενώ ο Ζωτρα ξαπλωμένος πάνω στη σέλα απολάμβανε τον ζεστό Hλιο όπως κάνουμε στις διακοπές του καλοκαιριού. Ο ιδρώτας του ποδηλάτου μούσκευε το μονοπάτι για λίγες μόνο στιγμές, γιατί ο Hλιος στην πεδιάδα είναι πάντοτε καυτός σα σίδερο και πυρακτωμένος σα φούρνος. Κι ενώ όλα πήγαιναν καλά και τίποτα δεν προμηνούσε νέες καθυστε-ρήσεις κι εμπόδια, εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά μια τεράστια πόρτα κλειστή. Τον κοιτούσε απειλητικά καθισμένη εκεί στη μέση της ερήμου και πάνω ακρι-βώς στο μονοπάτι κι έμοιαζε να περίμενε…Ε, μα την ευχή! Τι μπορεί να περι-μένει μια πόρτα;
Στην αρχή ο Ζωτρα νόμιζε ότι πρόκειται για οφθαλμαπάτη αλλά αυτή του η ιδέα έσκασε σα σαπουνόφουσκα καθώς χτύπησε το κεφάλι του στο σκληρό ξύλο της πόρτας όταν προσπάθησε να περάσει. Κι ενώ τ’ αστέρια και οι κομήτες, που χόρευαν γύρω απ’ το κεφάλι του, άρχισαν να μεταμορφώνονται σ’ ένα τεράστιο κόκκινο καρούμπαλο στην αριστερή μεριά στο μέτωπό του, διάβασε πάνω στην πόρτα μια ταμπέλα που έγραφε:

Προσοχή!
Έλεγχος Διαβατηρίων
Τελωνείο
Διόδια

Μη ξέροντας τι να κάνει χτύπησε με το χέρι του την πόρτα και τότε από μια σχι-σμή πετάχτηκε μία κάρτα:

Μάθετε τρόπους. Εκτός κι αν
στο σπίτι σας δεν έχετε κουδούνι.

Ο Ζωτρά πρόσεξε τότε ότι στο δεξί μέρος της πόρτας, πάνω στο πλαίσιο, υπήρχε ένα σκαλιστό και υπερβολικά κομψό κουδούνι. Είχε λεπτή μέση σα δαχτυλίδι και ήταν ψηλό και λυγερό σαν κυπαρίσσι. Τα σχέδια ήταν αρμονικά φτιαγμένα και ντυμένα με χρυσό, ασήμι και πολύτιμες πέτρες. Το κουμπί, από ατόφιο λευκό ελεφαντόδοντο, εξείχε με χάρη όπως ο λαιμός ενός κοριτσιού. Ήταν τόσο όμορφο και χαριτωμένο ώστε αν δεν ήταν κουδούνι κι αν δεν βρισκόταν εκεί στην έρημο πάνω σ’ αυτήν την πόρτα, θα μπορούσε να ήταν…Ε, μα την αλήθεια, ένα κουδούνι τι θα μπορούσε να ήταν;
Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν τρέχοντας σα δρομείς σε δρόμους ταχύτητας από το μυαλό του, αλλά δε διευκόλυναν καθόλου την κατάσταση κι έτσι ο Ζω-τρά αποφάσισε να χτυπήσει το κουδούνι. Ακούστηκε ένας άσχημος ήχος σα τη φωνή του παγωνιού κι επαληθεύτηκε για ακόμη μια φορά το ρητό που λέει ότι ΄΄τα ρούχα δεν κάνουν το βασιλιά΄΄.
Ένα πορτάκι άνοιξε κι ένα μηχανικό χέρι πετάχτηκε, από το δάχτυλο του οποίου κρεμόταν μια ταμπέλα:

Το διαβατήριό σας και την
ταυτότητά σας παρακαλώ.
Έχετε βίζα; Έχετε κάτι
να δηλώσετε;

-Δεν έχω ούτε διαβατήριο, ούτε ταυτότητα, ούτε βίζα, φώναξε δυνατά ο Ζώτρα εκνευρισμένος. Το μόνο που έχω να δηλώσω είναι το ποδήλατό μου.
Τότε η ταμπέλα γύρισε ανάποδα και ο Ζώτρα διάβασε πάλι:

Αν δεν έχετε τίποτα θα
πληρώσετε πρόστιμο 10 ευρό.
Αν είστε κάτω από 15 χρονών
θα δώσετε μόνο 20 ευρο.

Ο Ζώτρα έψαξε τις τσέπες του αλλά δε βρήκε ούτε ένα ευρο. Έφυγε τόσο βιαστικά απ’ το σπίτι του ώστε δεν πρόλαβε να πάρει χρήματα μαζί του.
- Δεν έχω λεφτά, φώναξε απελπισμένος.
Η ταμπέλα ξαναγύρισε ανάποδα και ο Ζώτρα ξαναδιάβασε:

Αν δεν έχετε λεφτά μη σας πιάνει
πανικός. Βρισκόμαστε σε περίοδο
εκπτώσεων και μπορείτε να
πληρώσετε μόνο μ’ ένα χαμόγελο.
Αρκεί να φοράτε γραβάτα.

Ο Ζώτρα έψαξε τα πράγματά του αλλά δε βρήκε γραβάτες. Έσκισε τότε ένα πουκάμισο σε λουρίδες κι έφτιαξε έτσι πρόχειρα τρεις γραβάτες. Μία γι’ αυτόν, μία για το ποδήλατο και μία για τη σκιά του. Ύστερα χαμογέλασε βεβιασμένα και το χαμόγελο του πέταξε, έκανε ένα κύκλο και χάθηκε στη σχισμή της πόρτας που επιτέλους άνοιξε.
Μια ταμπέλα εμφανίστηκε πάλι που έγραφε:

Μπορείτε να περάσετε μόνον
αν σκουπίσετε τα πόδια σας
στο χαλάκι. Το χαμόγελό σας
δεν μπορείτε να το πάρετε πίσω.
Θα το κρατήσουμε στο αρχείο μας.

Ο Ζώτρα και το ποδήλατο σκούπισαν τα πόδια τους στο χαλάκι μα μόλις πέρα-σαν απ’ την άλλη πλευρά ακούστηκαν δυνατές φωνές.
- Κλείστε την πόρτα!
- Κάνει ρεύμα!
- Κουρελούδες έχετε σπίτι σας!;
κι ύστερα γέλια δυνατά.
Ο Ζώτρα γύρισε κι έκλεισε τρομαγμένος την πόρτα και η Σκιά του που σκούπιζε ακόμα τα πόδια της ίσα που πρόλαβε κι αυτή να περάσει. Τα γέλια έρχονταν από ένα βάθρο γεμάτο μουσικά όργανα. Τρία περίεργα πράσινα ανθρωπάκια κυλιόντουσαν κάτω γελώντας.
- Χαχα! Τι αστείο! έλεγε το πρώτο.
- Χιχι χι! Μεγάλη πλάκα! έσκουζε το δεύτερο.
- Χουχου! Καιρό είχαμε να γελάσουμε τόσο, συμπλήρωσε το τρίτο.
- Χα! Χι! Χου! Πολύ αστείοι είναι με τις γραβάτες, φώναξαν και οι τρεις κρα-τώντας την κοιλιά τους απ’ τα γέλια.
Ο Ζώτρα και το ποδήλατο και η σκιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ήταν πράγμα-τι πολύ αστείοι γιατί οι γραβάτες ήταν τρία χρωματιστά κουρέλια και ξέσπασαν κι αυτοί σε γέλια. Τότε τα τρία πράσινα μικρά ανθρωπάκια άρχισαν να τρα-γουδούν και να χοροπηδούν σύμφωνα με το ρυθμό χωρίς να πάψουν να γε-λούν, κάνοντας όσο το δυνατό περισσότερο θόρυβο μπορούσαν.

Ανάμεσα σε όλες τις πατρίδες,
χιλιάδες σημαδάκια και κουκίδες,
γραμμές τέλειες και ευθείες,
κάνουν τους χάρτες
να μοιάζουν με πάρτες.

Όπως το χρόνο τον χωρίζουνε οι ώρες,
αυτά χωρίζουν τους λαούς μα και τις χώρες
΄΄Κλειστός ο δρόμος΄΄ λέει η τελεία,
΄΄Και μη παρέκει΄΄ η ευθεία.

Αλλά όταν ο ήλιος ανατέλλει,
βλέπει βουνά, δάση και έλη,
ποτάμια, πεδιάδες και διαβάσεις,
αλλ’ ούτε μία,
γραμμή ή τελεία.

Τόσες γραμμές ζωγραφισμένες,
τόσες τελείες χαραγμένες,
χωρίζουνε στα δυο τη χαρά μας,
μακριά κρατούν τα όνειρά μας.

Τέλος γραμμή, αρχή τελεία,
κάποιοι μας κάνουνε αστεία.
Γι’ αυτό ας μας γίνει μάθημα,
η γη δεν είναι τηλεγράφημα.

Ρεφρέν:
Δεν υπάρχουν διαβατήρια,
ταυτότητες και πόρτες κι εισιτήρια,
σύνορα, όρια και βίζες και διόδια,
οι δρόμοι όλοι οδηγούν παντού,
το γέλιο είναι πασπαρτού.
Χε, χα, χι, χα, χε, χο, χα, χου.

Το τραγούδι τους όμως ήταν μελωδικό και ο ρυθμός σωστός, οι φωνές τους ήταν εξαίσιες και τα όργανα έβγαζαν ήχους που σε γοητεύανε μεν αλλά σε κάνανε να γελάς όλο και περισσότερο.
΄Περίεργα ανθρωπάκια΄΄, σκέφτηκε ο Ζώτρα ενώ απ’ το πολύ γέλιο τρέχανε δάκρυα απ’ τα μάτια του.
΄΄Τραγουδούν ωραία και η μουσική τους είναι ευχάριστη παρόλο που κάνουν παραπάνω θόρυβο απ’ ότι χρειάζεται. Αντί να κάθονται εδώ στην έρημο θα μπορούσαν να είναι στην πόλη και να…Ε, τι στο καλό! Τι θα μπορούσαν να κάνουν στην πόλη τρία πράσινα ανθρωπάκια σαν κι αυτά;΄΄

Ο Ήλιος χόρευε και γελούσε μαζί τους, καθώς το τραγούδι λικνιζόταν παιχνι-διάρικα στο φως του, όπως η πεταλούδα στον άνεμο, το φίδι στο έδαφος και η βάρκα στα κύματα.
Η γη γύριζε κάτω από τις ρόδες του ποδηλάτου, η ταχύτητα ξήλωνε τα χιλιόμε-τρα πιο γρήγορα απ’ ότι η Πηνελόπη το πλεχτό της τις νύχτες και η ανυπομο-νησία του Ζώτρα να φτάσει στην επόμενη χώρα εκμηδένιζε τις αποστάσεις κι έκανε τα μακρινά πράγματα να φαίνονται κοντινά.

ΣΗΜ:
Η ιδέα αυτού του τραγουδιού είναι παρμένη από ένα λαϊκό περουβιανικο τραγούδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου