Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

ΤΑΞΙΔΙ VI

‘’Κανείς δεν μπορεί να με φτάσει γιατί κι εγώ
δεν προλαβαίνω τα όνειρά μου.’’
Αχιλλέας Θεοφίλου

Οι ακτίνες του Hλιου άρχισαν να κάνουν βουτιές σ΄ αυτή τη θάλασσα από υγρα-σία που πλημμύριζε τον ορίζοντα και το τοπίο, ενώ ο Ήλιος την έκανε να βράζει και να εξατμίζεται, έτσι ώστε ο χώρος να στεγνώνει σιγά-σιγά. Το ποδήλατο πη-δούσε τις λακκούβες με το νερό της βροχής και ο Ζωτρά έπαιζε με την επιθυμία του, που φτερούγιζε πάνω απ’ το κεφάλι του κι έκανε κύκλους περιμένοντας τη στιγμή της εκπλήρωσης, όπως ο αϊτός παραμονεύει το θύμα του. Η Σκιά έτρεχε δίπλα τους τσαλαβουτώντας στα νερά, μια και το βάρος των χαρτιών και των ση-μειώσεων της, δεν της επέτρεπαν να αποφεύγει τις λακκούβες όπως το ποδήλατο. Ήταν χαρούμενη γιατί συνέχιζαν το ταξίδι τους. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως ο Ζωτρά θα τα παρατούσε και θα γύριζε πίσω.
Ανησύχησε επειδή για ένα συγγραφέα όπως εκείνη αυτό δε μπορούσε να είναι καθόλου καλό τέλος για ένα βιβλίο σαν κι αυτό που διαβάζετε τώρα. Η μεγαλύ-τερη επιθυμία της είναι να τελειώνει το βιβλίο και μάλιστα το τέλος να είναι καλό.
Τελικά όμως τι είναι η επιθυμία;
Ξέρετε πόσους επιστήμονες απασχόλησε αυτό το ερώτημα; Ξέρετε, αλήθεια, ότι μερικοί απ’ αυτούς τους σοφούς επιστήμονες αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή κάνο-ντας πειράματα, αναλύσεις, συγκρίσεις, μετρήσεις, χαρτογραφήσεις, γεωτρήσεις, φωτογραφήσεις, ακτινοσκοπήσεις, καταγραφές, δειγματοληψίες, στατιστικές και παρατηρήσεις;
Αρχικά προσπάθησαν να προσδιορίσουν τη συχνότητα, τις ταλαντώσεις, την πυ-κνότητα, το βάρος, την κινητικότητα, τη μορφή, το ύψος, το μέγεθος, την έκφρα-ση, το ήθος, την αγωγή, τα όρια, την ποιότητα αλλά και την ποσότητα.
Ύστερα έψαξαν να βρουν την προέλευση, την καταγωγή, την τοποθεσία, τις προ-θέσεις, τους σκοπούς, τις αντιλήψεις, τις σκέψεις, τη σκοπιμότητα, τη ψυχοσύνθε-ση και τον προορισμό της επιθυμίας.
Τα συμπεράσματα που με τόσο κόπο έβγαλαν, σας τα παραθέτω αμέσως και χωρίς παραλείψεις γιατί οι παραλείψεις δε γίνονται μόνο από τους ξεχασιάρηδες και τους αφηρημένους αλλά κι απ’ αυτούς που σκόπιμα δεν θέλουν να μαθευτεί την αλήθεια ολόκληρη.
Συμπέρασμα πρώτο :
Η επιθυμία είναι σαν πουλί, αλλά δεν είναι αρπακτικό πουλί όπως ο αϊτός. Όταν την πιάνεις με το χέρι σου δεν πρέπει να τη σφίγγεις πολύ γιατί θα πνιγεί. Πρέπει να τη σφίγγεις τόσο ώστε να μη σου φύγει και πετάξει.
Συμπέρασμα δεύτερο :
Η επιθυμία είναι σαν τη σκιά μας, μας συντροφεύει χωρίς να μας ακολουθεί, χω-ρίς να την ακολουθούμε.
Συμπέρασμα τρίτο :
Η επιθυμία είναι σαν τη φωτιά, όσο περισσότερο την ταΐζουμε τόσο περισσότερο φουντώνει. Αν την ταΐσουμε πολύ τότε μπορεί να πάρουμε φωτιά. Τότε τη λέμε Απληστία. Αν αντίθετα την αφήσουμε τελείως νηστική θα σβήσει. Τότε τη λέμε Απάθεια.
Συμπέρασμα τέταρτο :
Η επιθυμία είναι σαν το ποτάμι, αν δεν της βάλουμε εμπόδια κι αν δε χαθεί στο δρόμο, θα μας οδηγήσει οπωσδήποτε στη μεγάλη κι ανοιχτή θάλασσα. Η επιθυμία δε γυρίζει πίσω όπως δε γυρίζει και το ποτάμι. Γι’ αυτό αν ακολουθούμε την επι-θυμία μας δεν πρέπει ποτέ ν’ αμφιβάλλουμε ούτε να κοιτάζουμε πίσω μη γίνουμε πέτρα όπως η γυναίκα του Λωτ, μη χάσουμε την Ευρυδίκη μας όπως ο Ορφέας έχασε τη δική του.
Συμπέρασμα πέμπτο :
Η επιθυμία δεν είναι σαν τον έρωτα. Όταν ο έρωτας μας τυφλώνει κάθε βάτραχος μοιάζει με πρίγκιπα.
Η επιθυμία μοιάζει σαν τη φιλία, μας συντροφεύει, μας προστατεύει, μας ζεσταί-νει, κι ο βάτραχος φαίνεται πάντα βάτραχος ενώ ο πρίγκιπας, πρίγκιπας.
Συμπέρασμα έκτο :
Η επιθυμία είναι αυτό που βλέπουμε στον καθρέφτη, όπως ο Νάρκισσος κι όχι όπως η κακιά μητριά της Χιονάτης.
Είναι το αντίθετο του χάους. Μια έκταση γεμάτη όνειρα. Ένα όνειρο που διαρκεί περισσότερο κι απ’ τον ύπνο μας.
Συμπέρασμα έβδομο :
Η επιθυμία θέλει να τη χαϊδεύουμε στο μέτωπο γιατί φοβάται τη μοναξιά. Η επι-θυμία ταξιδεύει. Φεύγει κι έρχεται σε ώρες ανύποπτες, όπως τα πουλιά το φθινό-πωρο και την άνοιξη. Κι εμείς πρέπει πάντα να είμαστε έτοιμοι να τη δεχτούμε στα όνειρά μας.
Συμπέρασμα όγδοο και τελευταίο :
Δεν πρέπει να γινόμαστε ένα με την επιθυμία μας. Όταν την παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τότε φοβόμαστε μήπως δεν πραγματοποιηθεί. Δημιουργούμε έτσι ένα κλίμα αφιλόξενο και αρνητικό κι η επιθυμία μας μαραζώνει, όπως το αηδόνι στο κλουβί του. Αν όμως την αφήσουμε ελεύθερη κάποτε θα γίνει πραγματικότητα. Αθόρυβα και διακριτικά όπως το πέταγμα της πεταλούδας, το πέσιμο των νιφά-δων του χιονιού και το περπάτημα του γάτου.

Και τώρα που τελειώσαμε με τους σοφούς και τα συμπεράσματά τους, θέλω να σας ρωτήσω αν ξέρετε πόσοι είναι αυτοί που έγιναν γνωστοί γιατί εκπλήρωσαν τις κρυφές ή φανερές επιθυμίες τους. Μη μου πείτε πως είναι πολλοί. Το ξέρω.
Ο Ντόριαν Γκρέυ έμεινε για πάντα νέος,
Ο Πινόκιο έγινε αληθινό παιδί,
Ο Οδυσσέας έφτασε στην Ιθάκη,
Ο Θησέας βγήκε από το λαβύρινθο,
Ο Δαίδαλος πέταξε σαν πουλί,
Ο Κολόμβος έφτασε στην Αμερική,Ο Φιλέας Φογκ έκανε το γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες,
Ο Μικρός Πρίγκιπας βρήκε τις απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα,
Η Γιούλη έμαθε γραφομηχανή,
Ο Βάτραχος έγινε πρίγκιπας,
Ο Ταγματάρχης απέκτησε ένα Ουαπίτι,
Ο Γουλιέλμος Τέλος πέτυχε με το τόξο του το μήλο,
Ο Λοχαγός Τζων Κέντρικ εφεύρε το σάντουιτς με το χοτ-ντογκ το 1794,
Η Κούδρα και ο Αλομπάρ βρήκαν το άρωμα γιασεμί,
Ο Γκράχαμ Μπελ εφεύρε το τηλέφωνο,
Ο Κοντορεβιθούλης γύρισε σπίτι του με τ’ αδέλφια του,
Ο Τζων Γκλεν ταξίδεψε στη Σελήνη,
Ο Κουάν Τσουγκ μας έμαθε να χτενίζουμε τα μαλλιά μας και να κουμπώνουμε τα ρούχα μας,
Ο Γαλιλαίος ανακάλυψε ότι η γη γυρίζει,
Ο Αντωνέν Καρέμ εφεύρε το σουφλέ και το ροτί, και
Ο Μιγχάουζεν είπε τα καλύτερα ψέματα.
Και δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι πολύ περισσότεροι.
Πιο πολλοί κι από τα δάκτυλα που έχουν τα χέρια όλων μας. Πιο πολλοί κι από τα πόδια που έχουν οι σαρανταποδαρούσες και τα χταπόδια όλου του κόσμου, χωρίς να μετρήσουμε αυτούς που ανακάλυψαν το παγωτό, τη σοκολάτα, τη σαντιγί, τους εκτυπωτές με λέιζερ και τα βιντεοπαιχνίδια.
Η επιθυμία κάνει τον Ήλιο να ανατέλλει και να δύει, τη γη να γυρίζει, τις εποχές του χρόνου να τρέχουν η μία πίσω απ’ την άλλη και τον Ζωτρά να ταξιδεύει. Η επιθυμία κινεί τα πάντα στο σύμπαν και φυσικά και το ποδήλατο του Ζωτρά, που φρέναρε απότομα στη θέα ενός αστείου ανθρωπάκου που είχε ένα δάκτυλο για μύτη κι έκλαιγε με μαύρο δάκρυ καθισμένος στην άκρη ενός βράχου.

Στη χώρα του Μαγικείου

«Μόλις ο Θεός γέλασε, γεννήθηκαν επτά θεοί που κυβέρνησαν τον κόσμο,
μόλις ξέσπασε στα γέλια, φάνηκε το Φως,
στο δεύτερό του γέλιο εμφανίστηκε το Νερό
και την έβδομη μέρα που γελούσε γεννήθηκε η Ψυχή…».
Ουμπέρτο Έκο «Το όνομα του ρόδου»

Ο Ζωτρα παραλίγο να πέσει κάτω, καθώς το ποδήλατο γλιστρούσε με τα φρένα σφιχτά στο μαλακό χώμα. Όταν σταμάτησε, το πρόσωπό του ήταν σ’ απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο ενός αστείου ανθρωπάκου με το δάχτυλο για μύτη, που καθόταν πάνω σ’ ένα βράχο κι έκλαιγε γοερά με μαύρο δάκρυ.
- Γιατί κλαις καλέ μου άνθρωπε; τον ρώτησε ο Ζωτρά.
- Κλαίω γιατί δεν είναι ζωή αυτή, ξέσπασε ο ανθρωπάκος με το δάχτυλο για μύ-τη…
Ο Ζωτρά ακούμπησε το ποδήλατό του σ’ ένα διπλανό δέντρο και κάθισε μ’ εμπι-στοσύνη δίπλα στον ανθρωπάκο σα να τον ήξερε από παλιά. Μετά από τόσα που είδε κι άκουσε σ’ αυτό το ταξίδι, δύσκολα πια παραξενευόταν από κάτι.
- Και τι έχει η ζωή, ξαναρώτησε ο Ζωτρά.
- Και τι δεν έχει, συνέχισε ακάθεκτος ο ανθρωπάκος με το δάχτυλο για μύτη. Τέτοια που είναι θα προτιμούσα να μην την έχω. Δεν ξέρω τι να την κάνω. Δεν τρώγεται. Δεν πίνεται. Δεν μπορώ να την καπνίσω στην πίπα μου. Δεν με προφυλάσσει απ’ τη βροχή, ούτε από το κρύο. Δεν λάμπει στο σκοτάδι και την ημέρα είναι πολύ άσχημη για να την βλέπω. Είναι σύντομη σαν χαμόγε-λο κι άνοστη όπως η σούπα χωρίς αλάτι. Είναι πιο ξινή κι απ’ το ξίδι, πιο πι-κρή κι απ’ το πικραμύγδαλο, πιο αλμυρή κι απ’ το αλάτι και πιο καυτερή κι απ’ το μπούκοβο. Είναι βαριά όπως η γη στις πλάτες του Άτλαντα, κούφια όπως ο Κολοσσός της Ρόδου, πένθιμη σαν τον τάφο του Μαυσώλου και άχρη-στη όπως οι Πυραμίδες. Είναι πολυέξοδη και δαπανηρή σαν το άγαλμα του Ολυμπίου Διός, κρύα σαν το άγαλμα της Αρτέμιδος, ψεύτικα φανταχτερή σαν το Φάρο της Αλεξάνδρειας και κρέμεται από μια κλωστή όπως οι Κήποι της Βαβυλώνας. Είναι κοινότοπη όπως το σιμιγδάλι στο χαλβά κι όπως έχουνε γίνει τα πράγματα τίποτα πια δε μπορεί να την κάνει πιο ευχάριστη.
- Οοουυ, αναφώνησε ο Ζωτρά εντυπωσιασμένος. Και πως έχουν τα πράγματα δηλαδή;
- Μα δεν βλέπεις πως έχουν τα πράγματα; έσκουξε ο ανθρωπάκος με το δάχτυ-λο για μύτη. Ειν’ ολοφάνερο πως έχουν τα πράγματα. Πιο φανερό κι από μια μύγα στο γάλα, έναν ελέφαντα σ’ ένα λιβάδι με παπαρούνες, δυο γαρίδες σ’ ένα πράσινο παπούτσι… Γιατί τελικά υπάρχει ένα μεγάλο θέμα τάξης. Και για να γίνω πιο σαφής, όταν λέω τάξη δεν εννοώ τάξη αλλά τάξη. Κατάλαβες;
Ο Ζωτρά τον κοίταξε με απορία κι είπε λίγο απότομα:
- Να καταλάβω. Τι να καταλάβω; Όλοι σ’ αυτό το ταξίδι με ρωτάνε αν κατά-λαβα.
Στα πόδια του ανθρωπάκου με το δάχτυλο για μύτη είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια μικρή λίμνη από τα δάκρυα ή πιο σωστά, μια μαύρη μικρή λίμνη, από τα μαύρα δάκρυα που έτρεχαν από τα δυο συννεφένια μάτια του.
Ο ανθρωπάκος σκούπισε το δάχτυλο που είχε για μύτη και χωρίς να σταματήσει να κλαίει άρχισε να λέει:
- Στην αρχή ζούσε το γέλιο. Όταν ο Θεός γελούσε ο κόσμος γινόταν άνω-κάτω. Η τάξη τότε δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Ο βούρκος έπαιζε μουσική και τα δέντρα γάβγιζαν. Υπήρχανε λουλούδια που το άνθος τους ήτανε φωτιά, τα άλογα πετούσαν κι οι γάτοι φορούσανε παπούτσια. Έβλεπες ιπποπόταμους να χορεύουν μπαλέτο και στην όπερα τραγουδούσαν τα γαϊδούρια, τα κορά-κια και οι βάτραχοι. Ελέφαντες έπαιζαν τένις και γκολφ, οι πεταλούδες φορούσαν καπέλα, τα ψάρια έτρεχαν πιο γρήγορα κι απ’ τα ελάφια και τα φίδια χορεύοντας πουλούσαν μήλα στην αγορά. Οι κουκουβάγιες μάθαιναν ξένες γλώσσες, οι σκύλοι παίζανε κρυφτό με τις γάτες και τους ψύλλους, τα κοτό-πουλα κάνανε σέρφιγκ κι ο κόσμος όλος ήταν γεμάτος με μάγισσες πάνω σε ιπτάμενες σκούπες και με μάγους εσωτερικού και εξωτερικού χώρου που φο-ρούσαν μπλε ρόμπες και κόκκινους σκούφους. Υπήρχαν ξωτικά και πανέμορφες νεράιδες, γοργόνες και δράκοι που έβγαζαν φωτιές. Τα έλη ήταν μπρούτζινα, οι βάλτοι ασημένιοι, τα ξέφωτα χρυσά και τα δάση έμοιαζαν με λαβύρινθους. Τότε ανάβαμε φωτιές στη θάλασσα και τρώγαμε τα βουνά από σοκολάτα. Το χιόνι ήταν σαντιγί και η βροχή πορτοκαλάδα, βυσσινάδα, καο-τόνικ ή κόκα-κόλα, ανάλογα με την εποχή και την τοποθεσία. Άσε που στον κόσμο υπήρχαν ακόμη κομμάτια μαυρόασπρα και ο καθένας μπορούσε να πάρει χρώματα και να τα χρωματίσει όπως αυτός θέλει. Κι όσο για τα όνειρα; Υπήρχαν παντού. Όνειρα ν’ αγοράσεις, να πουλήσεις, ν’ ανταλλάξεις, να επι-σκευάσεις, να φορέσεις και να χαρίσεις. Όνειρα μαυρόασπρα, χρωματιστά, μονόχρωμα σ’ όλες τις αποχρώσεις, με βούλες, με ρίγες, από βελούδο, από με-τάξι, από καλή τσόχα κι από κασμίρι made in England. Όνειρα εισαγωγής αλλά και εξαγωγής. Όνειρα από χαρτί, από σίδερο, από μάρμαρο αλλά και πλαστικό. Όνειρα για το χειμώνα, το καλοκαίρι, για όλες τις εποχές, όλες τις ώρες και όλα τα γούστα…..
Ο ανθρωπάκος με το δάχτυλο για μύτη, σταμάτησε να πάρει πάλι μιαν ανάσα, προσπάθησε να σκουπίσει τα δάκρυά του με το μεγάλο σαν σεντόνι άσπρο μα-ντήλι του αλλά αυτό δεν ωφέλησε και σε τίποτα. Του ήταν αδύνατο να σταματή-σει το κλάμα και τα δάκρυα πετάγονταν απ’ τα μάτια του όπως το νερό απ’ το σι-ντριβάνι. Η λιμνούλα ανέβηκε ως τη μέση του κι ο Ζωτρά αναρωτιόταν αν έπρε-πε να κάνει κάτι γιατί αν το κλάμα του κρατούσε κι άλλο, το νερό θα τον σκέπαζε τελείως και θα γινόταν αυτό που συχνά λέμε: ΄΄Αυτός ο ανόητος πνίγηκε στο κλάμα΄΄.
- Τώρα όλα τα πράγματα είναι στη θέση τους, συνέχισε ο ανθρωπάκος. Ο κα-λός Θεός βαρέθηκε να γελάει και ο άνθρωπος έβαλε τάξη. Κατάλαβες τώρα τι εννοώ όταν λέω τάξη. Όχι την τάξη που ο καθένας θεωρεί σωστή για τον εαυ-τό του και που όλοι μπορούν να ονειρεύονται ότι θέλουν, αλλά την τάξη όπου κανείς δεν μπορεί να ονειρευτεί και όπου όλοι πρέπει να κάνουν πράγματα λογικά και ίδια… Ευτυχώς που δημιουργήσαμε το Μαγικείο.
- Και τι είναι το Μαγικείο; ρώτησε ο Ζωτρά.
- Το Μαγικείο είναι μια οργάνωση με ανθρώπους όπως εγώ. Μαζευόμαστε όλοι σε μια ταβέρνα λίγο πιο κάτω από δω. Γι’ αυτό αν θέλεις κι αν έχεις χρόνο, γιατί μου είσαι συμπαθής, σε προσκαλώ κι εσένα και τους φίλους σου για ένα ποτηράκι.
Κι ενώ τα έλεγε αυτά, προσπαθούσε μ’ αδέξιο τρόπο να βγει από τη λίμνη που κόντευε πια να τον σκεπάσει. Ο Ζωτρά άπλωσε το χέρι του και τον τράβηξε και σαν από θαύμα το κλάμα του σταμάτησε με μιας.
Ανέβηκαν στο ποδήλατο, ο Ζωτρά μπροστά και ο ανθρωπάκος με το δάχτυλο για μύτη πίσω και ξεκίνησαν για το Μαγικείο, ενώ η περιέργεια του Ζωτρά τους προ-στάτευε από τις καυτερές αχτίδες του ήλιου σαν μια μεγάλη ανοιχτή ομπρέλα. Το Μαγικείο έμοιαζε με μπακάλικο ή μάλλον με ζωολογικό κήπο. Θα μπορούσε βέ-βαια να το πει κανείς και μουσείο, εμπορική έκθεση, φαρμακείο και λαϊκή αγορά. Ε! Ήταν λίγο απ’ όλα αυτά. Είχε πολύ κόσμο, παράξενα ντυμένο, που πηγαινο-ερχόταν από τραπέζι σε τραπέζι κι όλοι φαινόταν να γνωρίζονται μεταξύ τους και γελούσαν με αστεία και τραγουδούσαν και χόρευαν και γενικά είχε πολύ θόρυβο κι όλοι έδειχναν νά ‘ναι ευτυχισμένοι. Ο ανθρωπάκος με το δάχτυλο για μύτη τον σύστησε και πολύ σύντομα εξιστόρησε πως γνωρίστηκαν και τότε όλοι άρχι-σαν να τους κερνάν φαγητό και ποτό και να εύχονται στο Ζωτρά το ΄΄καλώς ήρ-θες΄΄.
Τότε ο ανθρωπάκος με το δάχτυλο για μύτη ανέβηκε σ’ ένα τραπέζι και φώναξε με δυνατή φωνή:
- Αγαπητοί κύριοι και κυρίες. Προς τιμήν του καλεσμένου μας θα παρουσιάσου-με τη σπάνια και θαυμαστή συλλογή μας, που σαν αυτή στον κόσμο δεν είναι άλλη.
Όλοι τότε άρχισαν να χειροκροτούν και να τραγουδάνε το τραγούδι του Μαγικείου, ενώ οι προθήκες και τα ράφια του Μαγικείου άρχισαν να φωτίζονται ένα-ένα και φυσικά και όλα τα εκθέματα που βρίσκονταν εκεί.
Θα μου πάρει λίγη ώρα να τα απαριθμήσω, αλλά και πάλι δεν είμαι τόσο σίγου-ρος αν θα μπορέσω να τα θυμηθώ όλα. Πάντως το πρώτο ήταν το Μαγικό λυχνάρι του Αλαντίν.
Και δίπλα στο ίδιο ράφι, σ’ ένα μικρό φλασκί, το μαγικό ποτό του Αστερίξ και δί-πλα σ’ ένα μικρό πανεράκι τα μανιτάρια που η Αλίκη έτρωγε για να μικρύνει και να μεγαλώσει.
Ύστερα έβλεπες τα Φτερά του Δαίδαλου,
τις φτερωτές μπότες του Ερμή,
τα μαγικά παπούτσια του Παπουτσωμένου Γάτου,
το χρυσό σπαθί του Περσέα που το λένε Χρυσάνωρ,
το λωτό της λήθης που έφαγε ο Οδυσσέας και ξέχασε από που ήρθε και που ήθελε να πάει,
το ανίκητο σπαθί του Αρθούρου που το λένε Εξκάλιμπουρ,
την κότα με τα χρυσά αυγά,
το άρωμα που σε κάνει αθάνατο,
το μανδύα και τη σκούφια που σε κάνουν αόρατο,
το μαγικό πουγκί που γεμίζει με χρυσά φλουριά,
τα χέρια του Μίδα που ότι πιάνουν γίνεται χρυσάφι,
τη λύρα του Ορφέα που όταν παίζει ακόμα και τα πιο άγρια ζώα κάθονται προ-σοχή,
τα δόντια του Δράκου που όταν τα φυτεύεις φυτρώνουν άνθρωποι,
το κουβάρι που χρησιμοποίησε ο Θησέας για να βγει από τον λαβύρινθο,
τα μαγικά φασόλια που αν τα φυτέψεις φυτρώνουν φασολιές ψηλές μέχρι τον Ουρανό,
τη φωτογραφική μηχανή του Ιζνοουγκουντ που όποιον φωτογραφίζεις αυτός ε-ξαφανίζεται,
τη ρίζα που σπάει όλες τις κλειδαριές κι ανοίγει όλες τις πόρτες,
τα χάλκινα νομίσματα που όταν τα πετάς στον αέρα γίνονται χρυσά,
το τραπεζομάντιλο που γεμίζει το τραπέζι με ότι ποθήσει ο αφέντης του,
τη μαγική αλοιφή της Μήδειας που όποιος αλείβεται μ’ αυτήν τίποτα δε μπορεί να τον βλάψει, ούτε φωτιά ούτε ατσάλι,
το κέρατο της Αμάλθειας του Δία που όποιος τό’ χει μπορεί να αποκτήσει όλα τα καλά της γης,
την περικεφαλαία του Πλούτωνα που έκανε αόρατο τον Περσέα,
τα ιπτάμενα άλογα Πήγασος και Χίμαιρα,
ο Ντάμπο το ιπτάμενο ελεφαντάκι,
διάφορα ιπτάμενα χαλιά και κιλίμια,
το κουτί της Πανδώρας,
το χρυσό ραβδί και το χρυσό καπέλο του μάγου Μέρλιν,
την ιπτάμενη σκούπα της Ματζικαντεσπέλ,
το σπαθί του Παρσεφαλ,
τα φτερωτά πέδιλα του Ερμή,
τη χήνα με τα χρυσά φτερά που όποιος την πιάνει κολλάει επάνω της,
το φιλί της πριγκίπισσας που έκανε το βάτραχο πρίγκιπα,
το κεφάλι της Μέδουσας που όποιος το βλέπει γίνεται πέτρα, τη γυάλινη σφαίρα που βλέπεις το μέλλον και το παρελθόν,
τα κόκκινα παπούτσια που χορεύουν,
τυχερά λαγοπόδαρα και κοκαλάκια από νυχτερίδες,
σκόρδα για να μην πλησιάζουν οι βρικόλακες,
αλάτι για τα κακά πνεύματα,
το μήλο που έκανε τη Χιονάτη να κοιμηθεί,
τον καθρέφτη που μιλάει,
διάφορα μαγικά ρολόγια που όταν δείχνουν μεσάνυχτα εμφανίζονται τα φαντά-σματα και η Σταχτοπούτα γίνεται Σταχτοπούτα,
την κραυγή «Σουσάμι Άνοιξε» που ανοιγόκλεινε τις πόρτες της σπηλιάς του Αλή Μπαμπά,
το τραγούδι της σειρήνας που όποιος το ακούει μαγεύεται και πάει κοντά,
το σπανάκι του Ποπάϋ,
το μαγικό χάπι για να βγάζουν οι φαλακροί μαλλιά,
το ακόντιο του ήρωα Κέφαλου που δεν αστοχεί ποτέ,
τον σκύλο του θεού Ήφαιστου, Λαίλαπα, που έπιανε πάντα ότι κυνηγούσε,
και …ουφ, κουράστηκα!
Δε μπορώ άλλο! Και δεν έχει και νόημα. Όλα τα μαγικά και τα περίεργα υπήρ-χαν εκεί. Κι όταν λέω όλα, εννοώ όλα. Χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση.
Η φασαρία, τα τραγούδια και το φαγοπότι συνεχίζονταν για ώρες λες και όλοι αυτοί οι άνθρωποι δε γνωρίζουν τι θα πει κούραση και ύπνος. Τον Ζωτρά όμως άρχισε να τον παίρνει ο ύπνος όταν τον ξύπνησε η πολύ δυνατή φωνή του ανθρωπάκου με το δάχτυλο για μύτη που ανεβασμένος σ’ ένα τραπέζι φώναζε με εν-ουσιασμό:
- Και τώρα αγαπητοί φίλοι προτείνω ν’ αφήσουμε το φίλο μας τον Ζωτρά να διαλέξει και να πάρει μαζί του κάτι από τη συλλογή μας. Όλοι οι καλεσμένοι μας δικαιούνται από ένα μαγικό δώρο αλλά σύμφωνα με τους νόμους του Μαγικείου απαγορεύεται κάποιος να έχει στην κατοχή του περισσότερα από ένα μαγικά αντικείμενα.
Γύρω απλώθηκε μια σιωπή και όλοι κοιτούσαν τον Ζωτρά και περίμεναν ν’ ακούσουν την επιθυμία του. Ο Ζωτρά σηκώθηκε και μετά από μια σύντομη σκέψη εί-πε:
- Αγαπητοί φίλοι του Μαγικείου, σας ευχαριστώ για τη ζεστή φιλοξενία σας και για την εγκαρδιότητα που μου δείξατε, αλλά πρέπει να σας πω ότι εγώ ήδη έχω ένα αντικείμενο μαζί μου, αν και δεν είμαι σίγουρος αν είναι μαγικό. Εί-ναι το ποδήλατό μου που μ’ έφερε ως εδώ και που θα με πάει στον Ήλιο. Γι’ αυτό δεν μπορώ να δεχτώ και κάποιο άλλο από τα υπέροχα δώρα σας. Μόνο που τώρα πρέπει να φύγω. Αρκετά έκατσα στη χώρα σας.
Τότε όλοι σηκώθηκαν κι άρχισαν να τον χαιρετούν και να του εύχονται ΄΄καλό ταξίδι΄΄ και ο ανθρωπάκος με το δάχτυλο για μύτη τον συνόδεψε ως την πόρτα και του είπε:
- Ξέρω, ξέρω, πρέπει να φύγεις. Όταν πρέπει κανείς να φύγει, πρέπει να φύγει. Γιατί αν φύγει νωρίτερα ή αργότερα τότε δε θά’ ναι στην ώρα του.
Ο Ζωτρά γέλασε και τον ρώτησε:
- Και δεν μου λες φίλε, αφού περνάτε τόσο καλά γιατί όταν ήρθα σε βρήκα να κλαις εκεί στο βράχο;
- Α! μα δεν έκλαιγα από δυστυχία. Και συ να καθόσουν σ’ εκείνο το βράχο και συ θα έκλαιγες. Όποιος κι αν κάτσει σ’ αυτό το βράχο κλαίει χωρίς να είναι απαραίτητα λυπημένος ή στεναχωρημένος. Γι’ αυτό, το βράχο αυτό τον ονομάζουμε ΄΄βράχο των δακρύων΄΄. Είναι κι αυτός ένα μαγικό αντικείμενο της συλλογής μας, μόνο που είναι πολύ μεγάλος και βαρύς για να τον κουβαλή-σουμε εδώ και να τον βάλουμε στα ράφια μαζί με τα υπόλοιπα αντικείμενα της συλλογής μας.
- Μάλιστα, είπε γελώντας πάλι ο Ζωτρά. Έχε γεια. Μπορεί και να ξαναβρε-θούμε.
Και καθώς ο Ζωτρα ανέβαινε στο ποδήλατό του ο Ήλιος ξύπνησε. Κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι ήταν καθυστερημένος. Πετάχτηκε αλαφιασμένος απ’ το κρε-βάτι του, ντύθηκε βιαστικά και βγήκε σέρνοντας αγουροξυπνημένος τα πόδια του για την καθημερινή του δουλειά. Να φωτίζει δηλαδή και να ζεσταίνει τον κόσμο. Οι ακτίνες του τσαλακωμένες προσπαθούσαν να ξεδιπλωθούν. Το κεφάλι του βούιζε από το προηγούμενο ξενύχτι και ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά προστάτευαν τα πρησμένα μάτια του από το φως, καθώς έψαχνε μια σκιά για να προστατευτεί. Εκείνη τη μέρα ο ήλιος έλαμπε μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων, αδύναμος σαν γιαπωνέζικο φαναράκι με μια φλόγα να τρεμοπαίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου