Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

ΤΑΞΙΔΙ ΙΙΙ

΄΄Ο κόσμος δεν είναι παρά μια σκηνή
κι οι άνθρωποι δεν είναι τίποτε άλλο από ηθοποιοί΄΄
Ελβις Πρισλεϊ

Ο Ζωτρα δεν ξέρει να γράφει, αλλά η Σκιά του ξέρει. Σε κάθε βιβλίο υπάρχουν δύο πρόσωπα. Το ένα είναι ο Ήρωας και το άλλο ο Συγγραφέας. Ο Συγγραφέας είναι αυτός που ζωγραφίζει με λέξεις πράγματα που ο Ήρωας τα ζει, τα βλέπει, τα αισθάνεται. Χωρίς αυτόν κανείς δεν θα γνώριζε για τις περιπέτειες και τα ταξίδια του Ήρωα. Φυσικά ο κάθε Συγγραφέας έχει ανάγκη από κάποιον Ή-ρωα. Αλλιώς δεν θα ήξερε τι να γράψει. Με δυο λόγια μπορούμε να πούμε ότι για να γίνει ένα βιβλίο, χρειάζεται και ο Συγγραφέας και ο Ήρωας, και ότι χω-ρίς κάποιον από τους δύο το βιβλίο δε είναι δυνατόν να γραφτεί. Σ΄ αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο, ξέρουμε ότι ο Ζωτρα είναι ο Ήρωας. Ας αφήσουμε, λοιπόν, για λίγο τον Ήρωα μας και τις περιπέτειες του, για να δούμε τι είναι ο Συγγραφέας. Ρωτήσαμε την Σκιά του Ζωτρα, που στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Συγγραφέας γιατί γράφει αυτό το βιβλίο, και αυτή μας είπε:
΄΄Η δουλειά του Συγγραφέα δεν είναι εύκολη δουλειά. Είναι αρκετά δύσκολη και μερικές φορές, θα’λεγα, μπορεί να είναι και επικίνδυνη, όχι μόνο για τον ί-διο τον συγγραφέα, αλλά και για τους αναγνώστες. Για τον ίδιο είναι επικίνδυ-νη γιατί πρέπει να μοιράζεται τις περιπέτειες του ήρωα του. Για τους αναγνώ-στες είναι επικίνδυνη όταν ο συγγραφέας είναι κακός ή όταν δεν γράφει την αλήθεια. Αλλά ας δούμε τι κάνει ο συγγραφέας. Ο Συγγραφέας είναι ένας Συλ-λέκτης, ένας Κυνηγός, ένας Ψαράς, Ο Συγγραφέας μαζεύει λέξεις. Άλλες φορές με το διχτάκι του όπως αυτός που συλλέγει πεταλούδες, άλλες φορές στήνει πα-γίδες όπως ο κυνηγός των άγριων θηρίων ή ρίχνει δίχτυα όπως ο Ψαράς. Κάθε φορά ανάλογα με την περίπτωση. Πρέπει να’ ναι γρήγορος, γυμνασμένος και εφευρετικός. Γιατί υπάρχουν πολλές λέξεις έξυπνες που ξέρουν να ξεφεύγουν όπως οι Πέστροφες. Υπάρχουν λέξεις γρήγορες όπως ο Πάνθηρας ή ο Γατόπαρ-δος. Λέξεις που πετάνε ψηλά όπως ο Αετός ή το Γεράκι. Λέξεις μεγάλες σαν τον Ελέφαντα και πιο μεγάλες σαν το Δεινόσαυρο. Λέξεις μικρές σαν τα Κουνούπια ή πιο μικρές σαν τα Μικρόβια. Λέξεις αόρατες και λέξεις που μεταμορφώνονται σαν τον Χαμαιλέοντα. Λέξεις δηλητηριώδεις όπως τα Φίδια ή οι Αράχνες. Λέ-ξεις σπάνιες όπως οι Φάλαινες και λέξεις επικίνδυνες σαν τα Λιοντάρια. Υπάρ-χουν φυσικά και λέξεις κουτές σαν τα Κοτόπουλα. Λέξεις αργές σαν τις Χελώνες και τα Σαλιγκάρια. Λέξεις τυφλές σαν Τυφλοπόντικες και λέξεις φιλικές και κα-τοικίδιες όπως τα Άλογα ή τα Σκυλιά. Υπάρχουν τέλος λέξεις που δεν είναι αυτό που φαίνονται και λέξεις που δεν είναι πάντα αυτό που νομίζουμε. Όπως και να’ ναι όμως ο Συγγραφέας πρέπει να τις πιάνει πάντα ζωντανές. Νεκρές οι λέ-ξεις δεν έχουν κανένα νόημα. Γι’ αυτό δε χρησιμοποιεί ποτέ όπλα, σφαίρες, μα-χαίρια, τόξα, δόκανα και αγκίστρια. Αν από λάθος τις πληγώσει τότε τις περι-ποιείται μέχρι να θεραπευτούν. Αυτό είναι η πρώτη δουλειά του Συγγραφέα.
Η δεύτερη δουλειά του, είναι να βρει ένα χώρο για να τις φυλάξει μη δραπετεύ-σουν. Και δε φτάνει μόνο αυτό. Πρέπει επίσης να τις ταξινομήσει. Να τις βά-λει στη σειρά και στη σωστή θέση έτσι ώστε οι σαρκοφάγες λέξεις να μην πειρά-ζουν τις φυτοφάγες, οι λέξεις που κάνουν φασαρία να μην ενοχλούν αυτές που θέλουν ησυχία κ.λ.π. Και τότε είναι έτοιμος να γράψει.
Διαλέγει απ’ τις λέξεις, αυτές που του είναι χρήσιμες, ανάλογα μ’ αυτό που θέλει να πει και τις τοποθετεί προσεκτικά τη μία δίπλα στην άλλη. Ας πούμε ότι θέλει να μιλήσει για τον Ήλιο.
Ο Ήλιος είναι άλλοτε κόκκινος σαν το αίμα ή την παπαρούνα, άλλοτε κίτρινος σαν τον κρίνο ή το καναρίνι. Άλλοτε είναι στρογγυλός σαν τη ρόδα ή το φεγ-γάρι, άλλοτε μια φωτεινή στιγμή σαν τις πυγολαμπίδες κι άλλοτε διαχέεται ό-πως το φως των φαναριών μέσα στην ομίχλη. Άλλοτε είναι λυπημένος σαν τον Μικρό Πρίγκιπα και άλλοτε χαρούμενος σαν τον Μικρό Πρίγκιπα. Άλλοτε δυ-νατός σαν τον Γολιάθ και άλλοτε αδύναμος σαν τον Δαυίδ. Άλλοτε μεγάλος σαν τον Κύκλωπα κι άλλοτε μικρός σαν τον Κοντορεβιθούλη. Άλλοτε καίει σαν αναμμένο κάρβουνο κι άλλοτε δροσίζει σαν τις λάμπες από νέον. Άλλοτε είναι ερωτευμένος. Άλλοτε είναι θυμωμένος και άλλοτε είναι χαμογελαστός. Γκρινιά-ζει, ζηλεύει, κουράζεται, βαριέται, ξυπνάει και κοιμάται. Το ίδιο συμβαίνει και με τη θάλασσα και με τον αέρα και με κάθε τι. Ακόμα και με τον Ζωτρα.
Προσοχή όμως, τόνισε η Σκιά. Δεν πρόκειται για μια απλή παράθεση, αλλά για ένα μαγικό ανακάτεμα. Ο Συγγραφέας πάνω απ’ όλα είναι, όσο παράξενο και να σας φαίνετε, ένας μάγειρας. Πρέπει να βρει τις σωστές αναλογίες, να προ-σθέσει τα σωστά καρυκεύματα, να βάλει τις λέξεις στη σειρά που απαιτεί η νο-στιμιά του κειμένου. Όπως και στη μαγειρική, με τα ίδια συστατικά μπορεί το ίδιο φαγητό να είναι νόστιμο ή άνοστο ανάλογα με το ποιος το μαγειρεύει, έτσι και ένα κείμενο με τις ίδιες λέξεις μπορεί να είναι κακό ή ελκυστικό ανάλογα με το ποιος το γράφει. Αρκεί μια απροσεξία, κάποιο περίσσιο επίθετο ή μια ασήμαντη ασυνταξία για να χαλάσει την ομορφιά του κειμένου. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόση σημασία έχει για τον συγγραφέα να βρει και να βάλει στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμή την πιο κατάλληλη λέξη; Καταλαβαίνετε ότι αυτό απαιτεί προσοχή, μαστοριά, καλό γούστο και ενίοτε τόλμη; ΄΄

Ο Ζωτρα είδε τον Ήλιο σ’ όλες του τις μορφές αλλά παρόλο το δρόμο που έκανε δεν έφτασε καθόλου πιο κοντά.
Ο Ήλιος έδυε και ανέτειλε πάντα το ίδιο μακριά, πέρα από την απέραντη θά-λασσα και πίσω από τα στρογγυλά βουνά. Ήταν όμως τόσο μεγάλη η επιθυμία του να φτάσει σ’ αυτόν ώστε συνέχιζε το ταξίδι του, και μαζί μ΄ αυτόν και η Σκιά του το κυνήγι των λέξεων, γιατί η δική της επιθυμία, να μιλήσει για τις περιπέτειες του Ζωτρα, ήταν το ίδιο δυνατή. Μόνο που κάθε φορά που έγραφε κάτι, έβρισκε πως μπορούσε να το γράψει καλύτερα αλλά όσες φορές και να το έγραφε, το Καλύτερα έμενε πάντα το ίδιο μακριά όπως και ο Ήλιος για τον Ζωτρα.
Έτσι και οι δύο συνέχισαν να περιπλανιούνται κάτω απ ΄το άγρυπνο βλέμμα του Ήλιου, ο ένας ψάχνοντας τον δρόμο, και ο άλλος τις λέξεις.

Στη χώρα του λόγου

΄΄Αν αφήσεις την πόρτα
κλειστή σ’ όλες τις πλάνες
τότε θα μείνει απ’ έξω
και η Αλήθεια.΄΄
Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ

Στη Χώρα του Λόγου τα σπίτια είναι χαμηλά και μοιάζουν με μεγάλα βιβλία, όπου αν προσθέσουμε και τους δρόμους, όλη η πόλη είναι μια τεράστια βιβλιο-θήκη. Μόνο που τα βιβλία αυτά δεν μπορείς να τα ξεφυλλίσεις γιατί είναι πέ-τρινα και δεν έχουν σελίδες. Η πρόσοψη του κάθε σπιτιού μοιάζει μ’ εξώφυλλο βιβλίου και πίσω από ένα γυάλινο χώρισμα κάθεται και από ένας άνθρωπος όπως οι ταμίες στις τράπεζες. Οι άνθρωποι αυτοί, που είναι οι κάτοικοι και ιδι-οκτήτες των σπιτιών, διηγούνται στους περαστικούς ιστορίες. Κάθε σπίτι-βιβλίο κι ένας κάτοικος, κάθε κάτοικος και μια ιστορία. Όλες οι ιστορίες μιλούν για το πως φτιάχτηκε η γλώσσα, με τα σύμφωνα, τα φωνήεντα, τις λέξεις, τις φράσεις, τις παραγράφους, τα κεφάλαια και τις έννοιες και φυσικά καμία ιστορία δεν έμοιαζε με καμιά μια άλλη ιστορία.
Παρόλο που οι άνθρωποι των σπιτιών-βιβλίων δε μιλούσαν όλοι την ίδια γλώσσα, οι ταξιδιώτες, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, καταλάβαιναν τις ιστορίες γιατί αποτελούνταν από λέξεις που μπορεί να’ ναι διαφορετικές αλλά έχουν πάντα το ίδιο νόημα σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Ο Ζωτρα - και πίσω του η Σκιά-συγγραφέας - άρχισαν να περιπλανιούνται μέ-σα σ’ αυτό το παζάρι με τις πολλές ιστορίες, ο πρώτος για ν’ ακούσει κι ο δεύτε-ρος για να γράψει. Μα, για να μη μακρυλογώ, αφού ο χρόνος σας είναι μικρός και οι σελίδες αυτού του βιβλίου λίγες, θα σας διηγηθώ, πολύ σύντομα, μερικές από αυτές τις ιστορίες, που μιλούσαν για τις λέξεις και ήταν φτιαγμένες από λέ-ξεις, που περιγράφανε πως φτιάχτηκε η γλώσσα και ήταν η κάθε μία σε άλλη γλώσσα.

Ο Πρώτος κάτοικος, σε μία γλώσσα που έμοιαζε περισσότερο με Αραβικά, έλεγε περίπου τα εξής:
‘’Στην αρχή ο κόσμος ήταν βουβός, γιατί δεν υπήρχαν παρά μόνο τα σύμφωνα και τα φωνήεντα. Τα χώριζε το βουνό της φαντασίας όπου υπάρχουν όλες οι επιθυμίες που γεννούν απληστία σε όσους έχουν την τόλμη ή την απερισκεψία να τις αποκτήσουν.
Γι’ αυτό και τα σύμφωνα και τα φωνήεντα ήθελαν να’ χουν δικό τους το βουνό και δεν τους έφτανε να το μοιράζονται μεταξύ τους.
Ήταν, λοιπόν, διαρκώς σε πόλεμο μόνο που οι άναρθρες κραυγές της μάχης, ‘’κρμνλπτζχ’’ και ‘’αεοηιυ’’, ενοχλούσαν κι εκνεύριζαν το θεό που έφτιαξε τον κόσμο κι ήθελε επιτέλους να ξεκουραστεί. Έτσι κι αυτός μια μέρα, την ώρα που όλοι πολεμούσαν στο βουνό και ούρλιαζαν τους έριξε μια βροχή από μέλι και τα φωνήεντα κόλλησαν με τα σύμφωνα κι έγιναν πρώτα οι συλλαβές κι ύστερα οι λέξεις.
Από τότε τα φωνήεντα και τα σύμφωνα σταμάτησαν να πολεμούν και ζούνε α-δελφωμένοι στο βουνό της φαντασίας σε μικρές κοινότητες που λέγονται ΄΄λέξεις΄΄ και σε μεγαλύτερες που λέγονται ΄΄φράσεις΄΄.
Γι’ αυτό λέμε ότι ΄΄ο Λόγος είναι γλυκός΄΄.

Ο Δεύτερος κάτοικος, σε μία γλώσσα που έμοιαζε με Βουλγάρικα, έλεγε περίπου τα εξής:
΄΄Την πέμπτη μέρα ο θεός έφτιαξε όλα τα ζώα και τα ζώα είχαν μιλιά, μόνο που κάθε ζώο δεν πρόφερε παρά μία μόνο συλλαβή ή δύο το πολύ κι αυτές χωρίς κανένα νόημα. Ο Κόκορας έλεγε ‘’κικιρίκο’’ και η γάτα έλεγε ‘’μιάου-μιάου’’, ο γάιδαρος έλεγε ‘’αγκα-αγκου’’, το πρόβατο έκανε ‘’μπε-με’’, το λιοντάρι ‘’Γκρρρ’’, ο σκύλος ‘’γαβ-γαβ’’ και το άλογο ‘’Χνρ-Χμρ’’.
Την έκτη μέρα ο θεός έφτιαξε τον άνθρωπο παίρνοντας κάτι απ’ όλα τ’ άλλα ζώα. Από το λιοντάρι τη χαίτη, από τον πίθηκο τα πόδια και τα χέρια, την εξυ-πνάδα από την αλεπού, την ευλυγισία από τη γάτα, την αγριάδα από το σκύλο και τη σοφία από την κουκουβάγια.
Πήρε όμως και όλες τις συλλαβές και μ’ αυτές ο άνθρωπος έφτιαξε λέξεις και μί-λησε και μας διηγήθηκε τον τρόπο που δημιουργήθηκε.΄΄
Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι ΄΄ο Λόγος είναι δημιουργία΄΄.

Ο Τρίτος κάτοικος, σε μία γλώσσα που έμοιαζε με Ιταλικά, έλεγε περίπου τα ε-ξής:
΄΄Ο θεός άφησε όλα τα αγαθά του κόσμου σ’ ένα βουνό κι όλα τα ζωντανά τρέ-ξανε να τα πάρουνε αλλά οι άνθρωποι έφτασαν τελευταίοι. Γιατί δεν ήταν ούτε τόσο γρήγοροι όπως τα πτηνά ούτε ήξεραν τόσο καλά το μέρος όπως τα ζώα. Όταν έφτασαν βρήκανε μόνο τα γράμματα και μ’ αυτά έφτιαξαν λέξεις και διη-γήθηκαν την περιπέτειά τους΄΄.
Από δω βγήκε η έκφραση ΄΄Στην περιπέτεια του Λόγου΄΄.

Ο Τέταρτος κάτοικος, σε μία γλώσσα που έμοιαζε με Ισπανικά, έλεγε περίπου τα εξής:
΄΄Ο θεός έφτιαξε τον κόσμο κι έδωσε σε κάθε χώρα κι από ένα όνομα αλλά ο άν-θρωπος έφτιαξε καράβια, ταξίδεψε σ’ όλες τις χώρες, μάζεψε τα ονόματα κι έ-φτιαξε λέξεις και διηγήθηκε τα ταξίδια του΄΄.
Γι’ αυτό οι άνθρωποι που ταξιδεύουν ξέρουν να διηγούνται τόσες πολλές ιστο-ρίες.

Ο Πέμπτος κάτοικος, σε μία γλώσσα που έμοιαζε με Ελληνικά, έλεγε περίπου τα εξής:
΄΄Οι θεοί έφτιαξαν τον άντρα και τη γυναίκα. Αυτή λοιπόν την πρώτη γυναίκα την ονόμασαν Πανδώρα και της χάρισαν ένα κουτί γεμάτο δώρα. Η Πανδώρα, περίεργη όπως ήταν, άνοιξε το κουτί και τότε ξεχύθηκαν τα γράμματα που είναι η πηγή κάθε συμφοράς μα και κάθε ευτυχίας γιατί οι άνθρωποι έφτιαξαν λέξεις και φράσεις. Άλλες μας κάνουν να θυμώνουμε ή να λυπόμαστε και άλλες μας κάνουν να γελάμε ή να χαιρόμαστε΄΄.
Από δω βγήκε η έκφραση ΄΄Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει΄΄.

Ο Έκτος κάτοικος, σε μία γλώσσα που έμοιαζε με Εβραϊκά, έλεγε περίπου τα ε-ξής:
‘’ Ο Θεός μοίρασε τα γράμματα της αλφαβήτου στους αγγέλους του ουρανού, ένα γράμμα σε κάθε άγγελο. Είναι επομένως οι Άγγελοι που μαζεύονται στα γραπτά και στα λόγια μας και κάνουν τα θαύματα που εκπλήσσουν τους κοι-νούς ανθρώπους.’’

Ο Έβδομος κάτοικος, σε μία γλώσσα που έμοιαζε με Ινδικά, έλεγε περίπου τα εξής:
΄΄Ο κόσμος φτιάχτηκε από γράμματα όπως η κότα βγήκε από τ’ αυγό. Η απόδειξη είναι πως κάτι δεν υπάρχει αν δεν ξέρουμε πως λέγεται και ότι για να κάνεις μια κότα δεν έχεις παρά να βάλεις ένα κ δίπλα σε ένα ο και ύστερα ένα τ και τέλος ένα α, με πολύ όμως προσοχή γιατί οι κότες φεύγουν ενώ τα αυγά μένουν.΄΄
Γι’ αυτό λέμε ότι ΄΄Τα λόγια φεύγουν ενώ τα γραφτά μένουν΄΄.

Ο Όγδοος κάτοικος, σε μία γλώσσα που έμοιαζε με Ινδιάνικα, έλεγε τα εξής:
΄΄Τα γράμματα ήτανε άστρα που πέσανε από τον ουρανό και ο άνθρωπος τα βρήκε στη γη όπως και όλα τα φυτά και τα ζώα΄΄.
Γι’ αυτό και οι Ινδιάνοι δεν ξέρουν να γράφουν.

Τέλος, ο Ένατος κάτοικος, σε μία γλώσσα που δεν υπάρχει πια παρά μόνο σε κάτι δύσκολα και ακαταλαβίστικα βιβλία, έλεγε περίπου τα εξής:
΄΄Τα γράμματα υπάρχουν στις λέξεις και οι λέξεις υπάρχουν στα Γράμματα με τρόπο που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει.
Έλεγε επίσης ότι ΄΄υπάρχουν Γράμματα με πολλές λέξεις και λέξεις με πολλά γράμματα και ότι τα γράμματα λέγονται έτσι επειδή γράφονται και όποιος δεν έχει όρεξη να γράψει δεν στέλνει Γράμματα».
Γι’ αυτό λέμε, ‘’Μη χάνεις την ώρα σου διαβάζοντας ανοησίες.

Βέβαια ο Ζωτρα άκουσε κι άλλες ιστορίες. Τόσες πολλές που άρχισε να τις μπερδεύει. Ένιωθε χαμένος όπως και ο Θησέας στον Λαβύρινθο. Γιατί η βιβλι-οθήκη είναι ένας Λαβύρινθος, το κάθε βιβλίο ένας άλλος και όλες οι λέξεις είναι ίδιες και δε μπορείς να βρεις το δρόμο σου ακολουθώντας απλά τις λέξεις, αλλά μόνο αν ξέρεις ακριβώς τι θέλεις πεις και που θέλεις να πας. Γι΄ αυτό κι ο Ζω-τρα που ήξερε που θέλει να πάει, πιάστηκε από τις ακτίνες του Ήλιου, όπως ο Θησέας από το νήμα της Αριάδνης και βρήκε το δρόμο του, σέρνοντας πίσω του την άμοιρη Σκιά-συγγραφέα με τις σελίδες της, με τα μολύβια της και με τις λέ-ξεις της.
Συνέχισαν έτσι να τρέχουν γύρω-γύρω απ’ τη γη όπου συμβαίνουν τα πιο περί-εργα πράγματα. Ο Ήλιος έπεφτε σε ύπνο βαρύ κι η Νύχτα έπεφτε βαριά και με ταχύτητα πάνω Γη σαν το μήλο του Νεύτωνα. Κι όλο αυτό το βάρος το σήκωνε στις πλάτες του ο μυθικός Άτλαντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου